Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Μανώλης Αντωνιάδης: Ένα όμορφο αφιέρωμα σε Κολινδρινό της Θεσσαλονίκης

Μανώλης Αντωνιάδης |  O παππούς έχει κέφια!
Ήμουν 40 ημερών κι εκείνος ερχόταν κάθε πρωί για να με πάει στη γιαγιά επειδή η μαμά δούλευε, μια τελετουργία την οποία ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα για τα επόμενα τρία
τουλάχιστον χρόνια. Ήμουν τεσσάρων ετών κι εκείνος κάθε Δευτέρα με πήγαινε βόλτα στην πλατεία Αριστοτέλους και με κερνούσε πορτοκαλάδα στο café Άννα-Μαρία (κάνοντας πάντα λογοπαίγνιο με το δικό μου όνομα). Είμαι κοντά 32 ετών κι έτσι και δεν περάσω μια βδομάδα να τον δω και να του πω τα νέα μου γκρινιάζει ότι «θα ξεχάσει τη φάτσα μου». Είναι ο ήρωας μου: Γιατί μου δίδαξε ήθος και αξίες που τις κρατώ ως φυλαχτό. Είναι το πρότυπό μου: Γιατί ήταν πάντα φιλότιμος, εργασιομανής μέχρι αηδίας, γενναιόδωρος, δίκαιος, δραστήριος και φύσει αισιόδοξος. Είναι ο αγαπημένος μου παππούς που σε λίγες μέρες μπαίνει στα 80 και μου χαρίζει μια συγκινητική συνέντευξη.
Μαρία-Άννα Τανάγια

Πες μου δυο λόγια για το μέρος που γεννήθηκες.
Γεννήθηκα το 1936 στον Κολινδρό Πιερίας. Ο Κολινδρός ήταν μία από τα καλύτερες κωμοπόλεις της Ελλάδας, με δήμο, υποδιοίκηση και πολύ καλή περιφέρεια. Είχαμε γύρω στους 6.000 κατοίκους. Θυμάμαι το ταχυδρομείο, τα δύο δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια, τις δύο ενορίες μας. Έχει σπουδαία ιστορία αυτός ο τόπος και τον θυμάμαι πάντα με πολύ γλυκές αναμνήσεις.
Ώσπου ξέσπασε ο Εμφύλιος…
Ήμουν στην Πέμπτη Δημοτικού όταν άρχισε ο ανταρτοπόλεμος. Έτσι τον λέγαμε εμείς. Τον πατέρα μου τον φυλάκισαν σε ένα μοναστήρι. Θυμάμαι να πηγαίνω ξυπόλητος για να τον δω. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τη φτώχεια και την ταλαιπωρία μας. Παίρναμε μια φέτα ψωμί από κάτι θείες και γλύφαμε τα καζάνια μπας και χορτάσουμε.
Από πότε άρχισες να δουλεύεις;
Από 11 χρονών πουλούσα γλυκά έξω από την εκκλησία με έναν ταμπλά. Όταν πήγα Πέμπτη δημοτικού άρχισα να δουλεύω ως τσιράκι σε ένα κουρείο. Σκούπιζα,  καθάριζα και βοηθούσα το αφεντικό και τον υπάλληλο. Ακριβώς απέναντι από το κουρείο βρισκόταν η διοίκηση χωροφυλακής. Το μεσημέρι που έφευγε το αφεντικό άρχισα να ξυρίζω κρυφά όλους τους χωροφύλακες για να μάθω την τέχνη.
Και πότε έγινες «επαγγελματίας» κουρέας;
Το 1951, όταν ήμουν 15 ετών, ο δήμαρχος και ο διοικητής του Κολινδρού μου άνοιξαν κουρείο. Δύο χρόνια αργότερα έχασα τον πατέρα μου και έκτοτε ως προστάτης οικογενείας ανέλαβα τη μάνα μου και τις δύο αδερφές μου.
Τη γιαγιά πώς την ερωτεύτηκες;
Η γιαγιά ήταν από την Κατερίνη, αλλά η μάνα της ήταν Κολινδρινή κι έτσι ερχόταν να δει τη γιαγιά της. Ήταν 13 ετών όταν την είδα πρώτη φορά: Πανέμορφη και αρχοντική. Την ερωτεύτηκα αμέσως. Εγώ ήμουν 17 τότε. Στα 20 μου αρραβωνιαστήκαμε, παντρευτήκαμε κάναμε τρία παιδιά και τα πρώτα χρόνια ζήσαμε στον Κολινδρό.
Στη Θεσσαλονίκη πότε ήρθατε;
Το 1967 αποφασίζω να πάρω γυναίκα και παιδιά και να ξεκινήσω από το μηδέν στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχα τίποτα: Ούτε ένα ποτήρι, ούτε μισή κουβέρτα. Μέσα σε 10 ημέρες τα δημιούργησα όλα από την αρχή. Κι εδώ κουρέας ήμουν, στα Λουτρά «Ναδίρ» του Ευτυχιάδη.
Τα θυμάμαι αμυδρά, μπορείς να μου τα περιγράψεις;
Το «Ναδίρ» βρισκόταν επί της πλατείας Αριστοτέλους και είχε:  ντους καθαριότητας, καθαριστήριο και κάτω κουρείο και κυλικείο που διαχειριζόμουν εγώ. Εκείνη την εποχή –το 1967- τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ντουζ. Κι έτσι εξυπηρετούσαμε χιλιάδες άτομα την ημέρα που έρχονταν για να κάνουν το μπάνιο τους.  Έζησα τόσα χρόνια στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Η αγορά έσφυζε από ζωή. Κάθε μέρα γινόταν κοσμοσυρροή στο Καπάνι, στο Μοδιάνο, στη Βαλαωρίτου, στη Βασιλέως Ηρακλείου. Να μη σου πω για Εγνατία και Τσιμισκή. Τώρα πια κατεβαίνω πάσει θυσία κάθε Δευτέρα για να κάνω βόλτα στα μέρη που έζησα και δούλεψα τόσα χρόνια.
Πες μου την ιστορία με εκείνον τον τύπο που είχε κατάστημα με γραβάτες.
Λοιπόν, είχα έναν πελάτη που πουλούσε γραβάτες. Τις έφερνε από Ιταλία και τις πουλούσε 50 και 70 δραχμές, αλλά δεν τις αγόραζε κανείς. Του πρότεινα, λοιπόν, να τις πουλήσει έναντι 300 δραχμών και εκείνος ξεπούλησε σε μια βδομάδα!
Έκανες όμως κι άλλη μια αρχή ξανά…


Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

publishitmagazine