Τις γενικές αρχές που θα πρέπει να έχει ο βελτιωμένος επενδυτικός νόμος που επεξεργάζεται αυτή την περίοδο η Κυβέρνηση επισημαίνει με σημερινή ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος
Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος.
Ο επενδυτικός νόμος θα πρέπει να δώσει έμφαση στη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη της εξωστρέφειας και της επιχορήγησης άυλων δαπανών που έχουν ανάγκη σήμερα περισσότερο από ποτέ οι επιχειρήσεις, εξαντλώντας τις δυνατότητες, άμεσης ή έμμεσης, ακόμη και κατ’ εξαίρεση, ενίσχυσης για την Ελλάδα.
Οι βελτιώσεις που σχεδιάζει το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την απρόοπτη μεταβολή συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις με δεδομένη τη βαθιά ύφεση στην οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, και το περιορισμένο έως ανύπαρκτο ενδιαφέρον για επενδύσεις, αφού πρώτιστη αγωνία των επιχειρήσεων είναι η είσπραξη των βεβαιωμένων απαιτήσεών τους από το ασυνεπές Ελληνικό Δημόσιο.
Ο ΣΕΒΕ πιστεύει ότι οι ενισχύσεις του επενδυτικού θα πρέπει να εστιάσουν στις επιχορηγήσεις και όχι στις φορολογικές απαλλαγές καθώς η κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι σήμερα το ζητούμενο. Μείζον θέμα είναι η με κάθε τρόπο διευκόλυνση της ρευστότητας όπως με την επανεξέταση της υποχρέωσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής, τη διεύρυνση της έννοιας της ίδιας συμμετοχής και την αύξηση των δόσεων της επιχορήγησης με βάση την υλοποίηση της επένδυσης. Επίσης οι περιορισμοί ως προς την απασχόληση θα πρέπει να επανεξεταστούν καθώς στόχος του επενδυτικού θα πρέπει να είναι η διατήρηση του προσωπικού των επιχειρήσεων στον αριθμό που βρίσκεται σήμερα - και όχι αυτού που βρισκόταν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια - και η αποφυγή κλεισίματος και άλλων επιχειρήσεων.
Βασικές αλλαγές θα πρέπει να γίνουν και ως προς την απλοποίηση, τυποποίηση και συντόμευση της όλης διαδικασίας από την υποβολή μέχρι την ολοκλήρωση και ηπαράλληλη με το σχέδιο νόμου επεξεργασία του εφαρμοστικού πλαισίου (ΥΑ και ΠΔ), τα οποία ταυτόχρονα θα πρέπει να τεθούν σε διαβούλευση.
Τέλος, δύο βασικές προϋποθέσεις για τις όποιες αλλαγές, πέραν βεβαίως της ανάγκης εξασφάλισης των αναγκαίων πόρων για τον επενδυτικό νόμο, συνιστούν:
1) η διασφάλιση ενός αξιόπιστου, αντικειμενικού και ευέλικτου μηχανισμού αξιολόγησης με την αντίστοιχη τεχνογνωσία και χωρίς στρεβλώσεις. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί η διατήρηση ή μη της αρμοδιότητας αξιολόγησης επενδυτικών σχεδίων από τη δημόσια διοίκηση με τη βοήθεια εξωτερικών ιδιωτών αξιολογητών που θα πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ή αξιόπιστων ενδιάμεσων φορέων διαχείρισης με εμπειρία και η εκχώρηση ή μη της εν λόγω αρμοδιότητας στο τραπεζικό σύστημα. Η εξάρτηση του επενδυτικού νόμου - ο οποίος απαιτεί ανάλογη εμπειρία και τεχνογνωσία - αποκλειστικά από τραπεζικά κριτήρια θα δημιουργήσει προβλήματα στις επιχειρήσεις και στην αξιοποίηση του επενδυτικού νόμου, καθώς δεν θα λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση σημαντικά κριτήρια, όπως ο ευρύτερος αναπτυξιακός ρόλος, η βιωσιμότητα και ο καινοτόμος χαρακτήρας συγκεκριμένων επενδύσεων, αλλά μόνο χρηματοοικονομικά δεδομένα και μάλιστα επιχειρήσεων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν αρνητικά αποτελέσματα.
2) η διασφάλιση διαδικασιών one-stop-shop ή τουλάχιστον fast track για όλες τις επενδύσεις, μεγάλες, μεσαίες και μικρές (σε θέματα αδειοδοτήσεων, κ.λ.π) με μόνη υποχρέωση του υποψήφιου επενδυτή να υποβάλει με τον φάκελο της πρότασης τις σχετικές αιτήσεις προς τις αρμόδιες αρχές.
Ο ΣΕΒΕ θα επανέλθει στο θέμα με παρατηρήσεις και προτάσεις στο πλαίσιο τηςδιαβούλευσης που ζητά να ακολουθήσει το Υπουργείο ως προς τα υπό επεξεργασία νομοθετήματα τόσο ως προς τη βελτίωση του επενδυτικού νόμου όσο και του εξαγγελθέντος κεντρικού συστήματος αδειοδότησης και μοναδικού σημείου ελέγχου.