Γιατρέ μου, το πρόβλημά μου έχει ως εξής:
Έχω γιαγιά 96 χρονών, κοτσονάτη. Σιγά το γεγονός, θα μου πείτε. Κι όμως, πιστέψτε με, δεν
είναι αστείο πράγμα. Την προσέχω συνέχεια. Την πηγαίνω στους γιατρούς, τις αγοράζω τα φάρμακά της, της κάνω παρέα, της παίρνω την πίεση. Έχω τη φροντίδα της. Θα μου πείτε, πάντα; Και σας απαντώ ευθαρσώς, ναι, πάντα, εκτός από όταν έχουμε εκλογές.
Με την προκήρυξη των εκλογών, εμφανίζονται εξαφανισμένοι θείοι, ξαδέρφια κι ανίψια κι όλο της βάζουνε φακέλους στις τσέπες της ρόμπας. Χαμογελούν συνωμοτικά, μου χτυπούν τη πλάτη και φεύγουν ολόχαροι. Κάθε Κυριακή των εκλογών, έχουμε το ίδιο πανηγύρι. Η γιαγιά να σκούζει, πως πρέπει να πάει να ψηφίσει «Βενιζέλο» (τον Ελευθέριο, μην μπερδεύεστε) ανεμίζοντας ψηφοδέλτια πότε του ΠΑΣΟΚ και πότε της ΝΔ, ανάλογα με την τσέπη που σκαλίζει, εγώ να την παρακαλώ έντρομος να πάρει το χάπι της πίεσης και έπειτα να την παίρνω στο κατόπι ως το παραβάν.
Ο θειος Βλαδίμηρος την έπεισε να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Μου το είπε περήφανα πετώντας μου στα μούτρα ένα φυλλάδιο της διεθνούς αμνηστίας. Αυτό ήταν προχθές, γιατί χθες η Τασούλα της μίλησε για τη ΔΗΜΑΡ. «Καλός κύριος κι ωραίο μουστάκι, σαν του παππού σου, του συχωρεμένου». Σήμερα, όμως, πέρασε η θεια η Ντίνα και της έδωσε μια φωτογραφία του Τερενς του Κουικ και την έβαλε να ορκιστεί πως θα ψηφίσει Καμένο.
Κι έρχομαι εγώ να σας ρωτήσω: Είναι πολύ βάναυσο να της αυξήσω τη δόση του ηρεμιστικού; Γιατί αν την κλειδώσω, απλώς, σπίτι ποιος ακούει τις φωνές της…. Και τέλος, είναι επικίνδυνο να πάρω κανά δυο απ’ τα χαπάκια της; Με ηρεμούν, ξέρετε…