Θεόδωρος Κουτρούκης
Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Καθώς οδεύουμε προς τις εκλογές της 6ης Μαΐου ο ελληνικός λαός έχει κατακλυστεί από ένα
πολιτικό λόγο που υπερχειλίζει από μηρυκασμούς, στερεότυπα, ηθικισμούς, και κενολογίες, που εν μέρει πρεσβεύει την ακυβερνησία της επόμενης ημέρας.
πολιτικό λόγο που υπερχειλίζει από μηρυκασμούς, στερεότυπα, ηθικισμούς, και κενολογίες, που εν μέρει πρεσβεύει την ακυβερνησία της επόμενης ημέρας.
Σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού και ανεύθυνης κενολογίας οι πολιτικοί ταγοί ενδύονται το χιτώνα του δήθεν ασυμβίβαστου και επιχειρούν να προβάλλουν το μύθο της ασυμβατότητας της ελληνικής πολιτικής σκηνής με τις συναινετικές πρακτικές και τις τεχνικές συμβιβασμού που διαθέτουν τα συστήματα διακυβέρνησης των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης θεμελιώθηκε στη συντριβή των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων (ΕΚΝΔ/ΕΔΗΚ, ΚΚΕ εσ, ΕΔΑ, Συμμαχία), ενώ η στρατηγική της αδιαλλαξίας αποδείχτηκε πάντοτε
ως η ταχύτερη ατραπός των αντιπολιτευομένων κομμάτων προς την εξουσία και, επομένως, δεν ευνοήθηκαν οι κυβερνήσεις συνεργασίας.
Στην Ελλάδα των Μνημονίων τα πολιτικά κόμματα είναι απρόθυμα να παρουσιάσουν ένα οικονομικό πρόγραμμα με επιστημονική τεκμηρίωση και μετρήσιμους στόχους, αρκούνται στην επικοινωνιακή συρραφή ευσεβών πόθων, ενώ ο ψηφοφόρος που θα ήθελε να μάθει τα μελλούμενα θα ήταν προτιμότερο να μελετήσει την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι μεταμορφώσεις του κεφαλαίου στο στίβο της παγκοσμιοποίησης και η πρωσικής έμπνευσης υφεσιάκη επιλογή της χώρας μας δημιούργησαν το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα ελληνικά κόμματα ενορχήστρωσαν ένα άκρως ανεύθυνο ρεσιτάλ λαϊκισμού και ευθυνοφοβίας, το οποίο οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο.
Από την άλλη πλευρά η ελληνική κοινωνία είχε υιοθετήσει -ασύνειδα ή μη- τη συλλογική αμυντική στάση της απώθησης (αγνοεί ή επιμένει να μην αναγνωρίζει μια οδυνηρή πραγματικότητα), της άρνησης (αρνείται ένα δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο κομμάτι της πραγματικότητας) και της εκλογίκευσης (επιχειρεί να δώσει ερμηνείες που φαίνονται ευλογοφανείς ή/ και ηθικά αποδεκτές για μη αποδεκτή συμπεριφορά ή επιθυμίες), με άλλα λόγια δεν καταλάβαινε ή έκανε πως δεν καταλάβαινε αυτά που συνέβαιναν.
Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί την αδυσώπητη αντίφαση ανάμεσα στην περιορισμένη ικανότητα υλοποίησης των συμφωνηθέντων μέτρων πολιτικής -λόγω της λαϊκής αντίδρασης- και τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και του ΔΝΤ για να τηρηθούν τα Μνημόνια και η δανειακή σύμβαση.
Συνεπώς, οι πολιτικές ηγεσίες θα κληθούν να χαλιναγωγήσουν το τέρας του λαϊκισμού που οι ίδιες εξέθρεψαν με τις επιλογές της κομματοκρατίας, του πολιτικού υπαλληλισμού και της αποξένωσης των εκλογέων από το πολιτικό γίγνεσθαι, ενώ όλα αυτά θα συμβαίνουν εν μέσω μιας διάχυτης διαφθοράς, ανομίας, ελιτισμού και συντεχνιακής αποδιάρθρωσης της κοινωνίας.
Ενώ οι προηγούμενες εκλογικές συγκρούσεις ανάμεσα στους εταίρους του δικομματισμού δεν έθιγαν την ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας μας, από αυτές τις εκλογές θα κριθεί η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και ειδικότερα αν θα επιτευχθεί η βραδύρυθμη ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας εντός της ΟΝE ή μια άτακτη οπισθοδρόμηση και έξοδος από την Ευρωζώνη και ενδεχομένως από την Ε.Ε.
Για δεκαετίες η ελληνική κοινωνία επέλεξε τη στρατηγική της «σκαλομαρίας» στο ευρωπαϊκό τραμ αξιοποιώντας τα ευρωπαϊκά κονδύλια και εν γένει τα ωφελήματα που πήγαζαν από τη συμμετοχή στην Ε.Ε., χωρίς, ωστόσο, να προωθήσει σε βάθος αναπόδραστες διαρθρωτικές προσαρμογές στην οικονομία της και σε άλλες εκφάνσεις της διοίκησης και της κοινωνικής ζωής.
Στις 6 Μαΐου φαίνεται πως θα περάσει το τραμ το τελευταίο και αυτή τη φορά θα έχουμε την επιλογή να ανέλθουμε πληρώνοντας το αντίστοιχο εισιτήριο (ριζικές οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, εξορθολογισμός πολιτικής ζωής, τολμηρό εγχείρημα τύπου «καθαρά χέρια» κ.α.) ή να παραμείνουμε στη στάση αναμένοντας το επόμενο αλλά αμφίβολο δρομολόγιο.
Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιευτηκε στο Capital.gr
(*)Η λέξη «Σκαλομαρία» χρησιμοποιούνταν ευρέως τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50 για να περιγράψει όλους τους «επιβάτες» που σκαρφάλωναν στα πιο απόκρημνα σημεία των αστικών τροχιόδρομων (ΤΡΑΜ), για να μετακινηθούν χωρίς εισιτήριο.