Του Παναγιώτη Κουρουμπλή*
Τα τελευταία δύο χρόνια ο βραχνάς του δημόσιου χρέους αποτελεί πρώτο θέμα, ωστόσο δεν είναι νέα υπόθεση. Πρόκειται για μια πολύ παλιά ιστορία που συνοδεύει το ελληνικό κράτος από την εποχή της σύστασής του. Το 1821 αναγεννηθήκαμε ως έθνος αλλά με χρέη, τα οποία ξεπληρώνουμε έως και σήμερα.
Το πρώτο ελληνικό δάνειο χορηγήθηκε στη χώρα πριν την απελευθέρωση της. Η συμφωνία υπεγράφη σε επίσημη τελετή στο Λονδίνο το 1824. Το δάνειο ήταν ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών και εκδότης του, ο τραπεζικός αγγλικός οίκος, Λόφναν & Μπράιεν. Η χώρα θα έπαιρνε 472.000 λίρες ήτοι το 59% από το συνολικό ποσό του χορηγηθέντος δανείου. Από αυτό το ποσό κρατήθηκαν επιπλέον προκαταβολικά τόκοι δύο ετών, δηλαδή 80.000 λίρες, χρεολύσια δύο ετών 16.000 λίρες, προμήθεια 11.000 λίρες, έξοδα 5.300 και ακόμα εγγύηση 27.500 λίρες για το δεύτερο δάνειο που θα λάμβανε το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Αν αφαιρεθούν και τα ποσά που δόθηκαν σε διάφορους «φιλέλληνες» διαμεσολαβητές, η χώρα τελικά εκταμίευσε 305.000 λίρες και χρεώθηκε 800.000 με διάστημα αποπληρωμής 30 ετών.
Οι ξένοι δανειστές μας ποτέ δεν μάς στέρησαν τη βοήθεια. Πάντοτε μας δάνειζαν, με το αζημίωτο φυσικά.
Μόνο για το διάστημα 1879-1890 η Ελλάδα προσέφυγε σε δανεισμό συνολικού ύψους 630 δις δραχμών. Ποσό υπέρογκο για εκείνη την εποχή. Η ίδια πρακτική συνεχίστηκε και στο επόμενο διάστημα παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές συνθήκες είχαν μεταβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 1917 χορηγήθηκε υπό όρους δυσμενέστατους στην Ελλάδα δάνειο από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία, συνολικού ύψους 100.000.000 φράγκων με σκοπό την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, ενώ στη συνέχεια σε αυτό προστέθηκαν και επιπλέον δάνεια ύψους 50.000.000 φράγκων.
Θα περίμενε κανείς ότι η κατάσταση θα ήταν καλύτερη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκεια του οποίου η Ελλάδα πολέμησε με το μέρος των νικητών. Ωστόσο, ο μεταπολεμικός εξωτερικός δανεισμός ήταν αποτέλεσμα των οργανικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Η Διεθνής Τράπεζα αρνήθηκε να χορηγήσει δάνεια στην Ελλάδα, υπό την πίεση των ξένων ομολογιούχων που έθεταν ως προϋπόθεση τη ρύθμιση του προπολεμικού χρέους. Κάτι που τελικά έγινε στις αρχές του 1960. Η κατάσταση για την ελληνική οικονομία χειροτέρεψε με την έναρξη της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1974.
Ο υπέρογκος δανεισμός συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Άρχισε να διογκώνεται από το 1982 και συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια ξεπερνώντας τα 31.000 δις δρχ. με τα τοκοχρεολύσια να ανέρχονται στα 7.100 δις δρχ. Αντίθετα τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν μόλις 8.200 δις. δρχ. Όπως αναφέρει ο Ξ. Ζολώτας, τα τοκοχρεολύσια αντιστοιχούσαν στο 92% των εσόδων του προϋπολογισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο για το 2009 οι εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων έφτασαν κοντά στα 36 δις ευρώ. Οι συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους μόνο για το έτος 2009 ξεπέρασαν τα 77 δις ευρώ, που υπερβαίνουν το σύνολο των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού. Οι δόσεις αντιστοιχούν σχεδόν στο 90% των συνολικών δημοσίων δαπανών και στο 32% του ΑΕΠ της χώρας. Εάν υπολογιστούν τα χρήματα που έχει δώσει το ελληνικό κράτος από την ίδρυση του, για να πληρώνει κεφάλαιο και τόκους, προκύπτει ότι έχει πληρώσει το ιστορικό του χρέος πάνω από 10 φορές.
Στην ελληνική οικονομική-πολιτική ιστορία πάντα ακουγόταν το ίδιο παραμύθι. Η πολυπόθητη δημοσιονομική προσαρμογή θα έλθει με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, εκποιήσεις δημόσιας περιουσίας, δραστικές περικοπές κοινωνικών παροχών, φορολεηλασίες και άγρια λιτότητα σε μισθούς και συντάξεις. Όλα αυτά θα «εκσυγχρονίσουν» τη χώρα. Αν και πουλήθηκαν κρατικές επιχειρήσεις σε ξένους και έλληνες μάνατζερ, παρόλα αυτά ο ελληνικός λαός δεν είδε καμία μείωση στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: Περισσότερα ελλείμματα και μεγαλύτερα χρέη. Ακριβές υπηρεσίες και μεγαλύτερη κερδοσκοπία των ολιγοπωλίων και μονοπωλίων που παράγουν δημόσια αγαθά.
Κλείνοντας παρατίθενται οι παρακάτω σκέψεις προς δημόσια διαβούλευση σχετικά με το «ατράνταχτο» επιχείρημα των υπερασπιστών του μνημονίου περί μη δυνατότητας της χώρας για διαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους της
1η: Ο δανειστής, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο, έχει μεγαλύτερη ανάγκη να δανείζει από την ανάγκη του δανειολήπτη να λαμβάνει δάνεια. Ο δανειστής δεν έχει καμία άλλη επιλογή. Αυτή είναι η δουλειά του.
2ον: Ο δανειστής έχει να χάσει πολλά περισσότερα σε περίπτωση που δεν αποδεχθεί μια δανειακή ρύθμιση κατά τον τρόπο και κατά το ποσό που επιθυμεί ο οφειλέτης. Χάνει τα λεφτά του, χάνει τον «πελάτη» και ειδικότερα για την περίπτωση όπου ο οφειλέτης είναι ένα κράτος χάνει τη δυνατότητα πολιτικής επιρροής. Συνεπώς πάνε περίπατο τα επικείμενα σχέδια του για εκμετάλλευση με προνομιακούς όρους της δημόσιας περιουσίας.
3ον: Η άρνηση του δανειστή να αποδεχθεί τους όρους που του θέτει ο οφειλέτης, οδηγεί αναπόφευκτα τη δανειακή ρύθμιση σε αδιέξοδο. Ο οφειλέτης σταματά να πληρώνει και ο δανειστής να δανείζει. Δημιουργείται λοιπόν ένα πολύ κακό παράδειγμα με πολλούς αποδέκτες. Στην υποθετική περίπτωση που τα κράτη σταματούσαν να επιστρέφουν τα οφειλόμενα και το κυριότερο έπαυαν να μπαίνουν σε διαδικασία δανειακής λειτουργίας, οι δανειστές όχι μόνο θα έχαναν τα λεφτά τους, αλλά κυρίως θα είχαν απολέσει για πάντα το προνόμιο της εκμετάλλευσης. Σκέτη καταστροφή…
*Ο Παναγιώτης Κουρουμπλής είναι υποψήφιος βουλευτής Β΄ Αθήνας με το ΣΥΡΙΖΑ-ΕΝΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
*Το άρθρο έχει γραφτεί για την dealnews που δουλεύω και απλώς πιστεύω πως άξιζε να το δουν και οι αναγνώστες του Πινακίου
*Το άρθρο έχει γραφτεί για την dealnews που δουλεύω και απλώς πιστεύω πως άξιζε να το δουν και οι αναγνώστες του Πινακίου