Δραχμή:
Μια εικονική πραγματικότητα
Του
Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή,
Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
H έξοδος της χώρας από το ευρώ, το γνωστό GREXIT, προβάλλεται, σε συγκεκριμένους
χρόνους, με δημοσιεύματα έγκριτων οικονομικών εφημερίδων του διεθνούς τύπου.
Στο παίγνιο αυτό συμμετέχουν και αρκετοί ξένοι πολιτικοί ηγέτες.
Η νοσταλγία της δραχμής αναδύεται λοιπόν μέσα από
αναλύσεις, που σε γενικές γραμμές θεωρούν ότι το εθνικό νόμισμα, σε συνδυασμό
με τις διολισθήσεις /υποτιμήσεις που θα ακολουθήσουν, θα οδηγήσει στη βελτίωση
της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας.
Όλως τυχαίως οι θέσεις αυτές αγνοούν το άμεσο παρελθόν της
φθηνής δραχμής και των επιπτώσεών της στις εξαγωγές μας. Να υπενθυμίσουμε απλά
ότι παρά τις θεαματικές «βουτιές» της δραχμής από το 1980 έως το 2000 (1980,
1$= 42,6 δρχ και 2000, 1$=308,9 δρχ), οι εξαγωγές της χώρας μετά βίας διπλασιάστηκαν
ενώ οι εισαγωγές εκτινάχθηκαν.
Διαφεύγει επίσης από όλους τους ανωτέρω, ότι η παγκόσμια
οικονομία άλλαξε άρδην εικόνα τα τελευταία 25 χρόνια. Η αποσάθρωση της εγχώριας
παραγωγής δεν άρχισε με την ένταξη της χώρας στο ευρώ, αλλά με το άνοιγμα της
Ευρωπαϊκής και Διεθνούς αγοράς στον ανταγωνισμό και με τον περιορισμό της
προστασίας της εγχώριας παραγωγής από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ας ψάξουμε λοιπόν να βρούμε την αιτία του κακού όχι στο
νόμισμα, αλλά στην παγκοσμιοποίηση και στην αδυναμία προσαρμογής μας στις νέες
συνθήκες διεθνοποίησης της παραγωγής, του κεφαλαίου και της αγοράς.
Η δραχμή δεν υφίσταται, ως εκ τούτου η υιοθέτηση ενός ανύπαρκτου
νομίσματος, εκφράζει απλά και μόνο μια εικονική πραγματικότητα. Το οποιοδήποτε
πρόβλημα της Ελλάδας, όπως και κάθε χώρας της ευρωζώνης, δεν μπορεί να λυθεί πάρα
μόνο μέσα στους κόλπους του ευρώ και με τη βοήθεια των δεκάδων μηχανισμών που
υφίστανται στο πλαίσιο της ΕΕ.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το ερώτημα που εύλογα
προκύπτει είναι το εξής: Τι πράγματι μπορούν να εξυπηρετούν οι ατέρμονες συζητήσεις
διεθνώς για το GREXIT είτε στις ημέρες μας είτε παλαιότερα; Καταρχάς, αποτελούν
ένα κλασικό μέσο πολιτικής πίεσης και εκφοβισμού που χρησιμοποιείται εκ μέρους
ξένων αξιωματούχων. Αποδέκτες αυτού του μηνύματος είναι φυσικά οι πολιτικοί και
οι πολίτες της χώρας μας.
Δυστυχώς, μέρος του πολιτικού κόσμου της χώρας, καθώς
ταυτίζεται με το GREXIT,
γίνεται χωρίς τη θέλησή του, φερέφωνο της πολιτικής αστάθειας που μεθοδεύεται
από διάφορους κύκλους του εξωτερικού.
Κατά δεύτερο λόγο, η όλη συζήτηση για το GREXIT προσφέρει
χρυσές ευκαιρίες στο όνομα της κερδοσκοπίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που συνάδει
με τα ανωτέρω δίνεται από τη δήλωση του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στις 31
Οκτωβρίου του 2011, περί δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Κάποιοι χρηματιστηριακοί κύκλοι, που υπέθεταν ή πρόβλεψαν
ότι ο πρώην πρωθυπουργός θα έκανε μια τέτοια ανακοίνωση, κέρδισαν πολλά χρήματα
από τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου εκείνης της περιόδου.
Να υπενθυμίσουμε ότι το χρηματιστήριο κατέγραφε ανόδους, τόσο
κάποιες ημέρες πριν όσο και λίγες ημέρες μετά τη συμφωνία της 23ης
Οκτωβρίου 2011 ανάμεσα στην Ελλάδα και τους υπόλοιπους εταίρους της ΕΕ. Η
κατάρρευσή του ήρθε αμέσως μετά την προαναφερθείσα δήλωση. Όσοι λοιπόν αγόρασαν
μετοχές στα μέσα του Οκτωβρίου και τις πούλησαν στις 29 ή 30/10 κέρδισαν πολλά
χρήματα.
Βέβαια, εδώ προτάθηκε ως ερμηνεία της εν λόγω πολιτικής
απόφασης, το μένος του κου Παπανδρέου για δημοκρατία, θέση που ασπάστηκε τότε και
ο Γάλλος Πρόεδρος! Όταν όμως, οι προσωπικές ευαισθησίες περί της λαϊκής
ετυμηγορίας ή το πάθος για δημοκρατία, οδηγούν –όλως τυχαίως– στον πλουτισμό
κάποιων, τότε έχουμε το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε τις όποιες ειλικρινές
προθέσεις του οποιουδήποτε πολιτικού.
Αν ήταν ειλικρινής ο κος Παπανδρέου, τότε το δημοψήφισμα θα
ελάμβανε χώρα εκείνη την εποχή κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Γνώριζε πολύ καλά
εκ των προτέρων, το μέγεθος των πιέσεων που θα δεχόταν εκ μέρους των ξένων ηγετών
για τη μη ολοκλήρωση του προαναγγελθέντος δημοψηφίσματος. Οπότε, γιατί έκανε
μια ανακοίνωση, όταν ήξερε από πριν ότι όλα ήταν απλά μια φούσκα;
Και η όλη συζήτηση έκανε βέβαια πλούσιους κάποιους, που
μάντεψαν, πρόβλεψαν ή ίσως γνώριζαν το σενάριο εκείνο, που τους χάριζε πολλά
χρήματα, μέσα από τον τρόμο που το ίδιο σκόρπισε στους μικροεπενδυτές.