Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Οι Τρωάδες του Ευριπίδη στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ
Οι Τρωάδες του Ευριπίδη στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου

ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ  καθἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ  πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ[Θουκυδίδης, Ιστορία, 3.82.3]


Το Σάββατο, 19 Ιουλίου 2014, παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου  η  τραγωδία  του Ευριπίδη, Τρωάδες, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη και μετάφραση Κ.Χ. Μύρη από το ΔΗΠΕΘΕ Βεροίας. Μια παράσταση πάντα επίκαιρη, ένα μοναδικό δράμα για τον πόνο που προκαλεί στους ανθρώπους ο πόλεμος, αυτός ο «βίαιος διδάσκαλος».

Η τραγωδία ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 415 π.Χ., μεσούντος του πελοποννησιακού πολέμου. Η διδασκαλία της αποτέλεσε σαφή αναφορά στη γενοκτονία των Μηλίων από τους Αθηναίους την προηγούμενη χρονιά και ταυτόχρονα προφητεία για την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου στη Σικελία το επόμενο καλοκαίρι. Με την τραγωδία αυτή ο ποιητής τόλμησε να καταγγείλει επί σκηνής  τους συμπατριώτες τους παίρνοντας το μέρος των Τρώων.

Το έργο του Ευριπίδη παρακολουθεί την τύχη των γυναικών της Τροίας (Τρωάδες=Τρωαδίτισσες)  μετά τη λεηλασία της από τους Έλληνες και τη σφαγή όλου του ανδρικού πληθυσμού. Στην αρχή της παράστασης εμφανίζονται εξανθρωπισμένοι ο ηττημένος Ποσειδών και η νικήτρια Αθηνά ως τραυματίες πολέμου και σχεδιάζουν σαν άλλες «μεγάλες δυνάμεις» την τιμωρία του ελληνικού στρατού. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την τύχη της μάντισσας Κασσάνδρας, της βασίλισσας Εκάβης, της γυναίκας του Έκτορα Ανδρομάχης και του γιου της και τέλος της «καλλίστης» των ελληνίδων Ελένης.

Το μοντέρνο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα και τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκόρουπαραπέμπουν εξαρχής σε συνθήκες πολέμου: σίδερα φυλακής, ράντζα εκστρατείας και στρατιωτικά χρώματα συνοδευόμενα από ήχους ελικοπτέρου λειτουργούν υποβλητικά και προσγειώνουν την παράσταση στην επικαιρότητα.

 Ο Ταλθύβιος του Στέλιου Μάινα, ο κήρυκας των Ελλήνων, λειτουργεί ως εκτελεστικό όργανό τους έχοντας επίγνωση πως «Στέργει γαρ ουδείς άγγελον κακών επών» (Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ. 277). Ακροβατεί ανάμεσα στο καθήκον και την ανθρωπιά, ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω, εντέλει ανάμεσα στη σκλαβιά και την ελευθερία. Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο στρατιώτης του Χρήστου Πλαΐνη, κυρίως στη δυνατή σημειολογικά σκηνή που πλένει τα χέρια του  τρίβοντάς τα  επίμονα σα να προσπαθεί να «ξεκολλήσει» από πάνω τους την αμαρτία των εγκλημάτων που ήταν υποχρεωμένος να διαπράξει, μονολογώντας: «Σκότωσε και μη νοιάζεσαι για τις συνέπειες, σου λένε… Αυτή η μάχη είναι διαφορετική από τις άλλες. Βάλε στην άκρη την ηθική και κάνε τη δουλειά σου. Σκότωσε. Ακόμη και τα βρέφη – είναι κι αυτά μελλοντικοί εχθροί…».

Η Εκάβη της Φιλαρέτης Κομνηνού είναι η τραγικότερη φιγούρα του δράματος, η αρχετυπική μάνα που βιώνει το φρικτότερο μαρτύριο να κηδεύει τα παιδιά της. Η εξαιρετική ερμηνεία της ηθοποιού επιβεβαιώνει την κλάση της. Με την τέλεια ορθοφωνία, το μέτρο στις κινήσεις και τη στάση του σώματός της αποδίδει με μαεστρία την πληγωμένη μάνα, την καταρρακωμένη γιαγιά, την ξεπεσμένη βασίλισσα και συνάμα τη δυναμική γυναίκα.

Η Ανδρομάχη της Μαρίας Πρωτόπαππα μεταδίδει ρίγη συγκίνησης στους θεατές. Ο λυγμός στη φωνή της, ο θρήνος και οι κραυγές της για τον χαμό συζύγου και γιου, μας θυμίζουν τους Πόνους της Παναγιάς του Κώστα Βάρναλη και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, κυρίως τη στιγμή που επί σκηνής αποχαιρετά το μελλοθάνατο μωρό της θηλάζοντάς το: «Λουλούδι μου, κορμάκι μου μοσχοβολιστό. Γιατί σε γέννησα, γιατί σε θήλασα, γιατί; Για να θωρώ τις άδειες σου φασκιές και να πονάω;».

Η Κασσάνδρα της Ιωάννας Παππά με το υπερβολικά στυλιζαρισμένο παίξιμο και τον συριγμό στη φωνή της ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ρόλου τής μάντισσας υποβοηθούμενη όμως από τα ηχητικά εφέ. Η τηλεοπτική Ζέτα Δούκα στέκεται αξιοπρεπώς στον ρόλο της ως Ελένη αντιπαθητική, δολοπλόκα και πανούργα. Τέλος, ο Μενέλαος του Άρη Λεμπεσόπουλου είναι το αδύναμο αντράκι που, αντί να εκδικηθεί, παρασύρεται από τη γοητεία της όμορφης Ελένης.


Γενικώς, μέσα από μια στατική παράσταση χωρίς όρχηση αλλά με έντονη εσωτερική δράση  οι θεατές βιώνουμε και νιώθουμε όλα τα δεινά του πολέμου. Μέσα από  τις αφηγήσεις των γυναικών της Τροίας βλέπουμε βρέφη να σκοτώνονται, οικογένειες να διαλύονται,  πόλεις να καίγονται, άντρες να δολοφονούνται και γυναικόπαιδα να εξανδραποδίζονται. Το έργο κλείνει με την επίκαιρη ρήση του στρατιώτη: «Τέλειωσε ο πόλεμος; Ο πόλεμος δεν τέλειωσε. Ο πόλεμος είμαστε εμείς. Εμείς οι ίδιοι είμαστε ο πόλεμος. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος είναι μια ανοιχτή πληγή.» (Συρία, Γάζα, Ουκρανία…)

Σοφία Ελευθεριάδου – Ειρήνη Παξιμαδάκη, φιλόλογοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Ν. Πιερίας