Άρθρο του Λάμπρου Β. Φαρμάκη, Δρ. Χημείας
Όταν αναφερόμαστε στην ατμοσφαιρική ρύπανση, εννοούμε την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με ουσίες (ρύποι) οι οποίες φυσιολογικά δε θα έπρεπε να υπάρχουν ή να υπάρχουν σε μικρότερες συγκεντρώσεις. Συνεπώς, το πρώτο ερώτημα που τίθεται, είναι
πως προκύπτουν αυτές οι ρυπογόνες ουσίες.
Οι λόγοι είναι δύο: είτε διότι αυτές οι ουσίες εκπέμπονται απευθείας στο περιβάλλον από τις πηγές ρύπανσης (διοξείδιο και μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδια του αζώτου, αιρούμενα σωματίδια, βαρέα μέταλλα κλπ), οι λεγόμενοι πρωτογενείς ρύποι, είτε σχηματίζονται στην ατμόσφαιρα με αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πρωτογενών ρύπων και αποτελούν τους δευτερογενείς ρύπους, όπως το όζον. Η μεγάλη πλειοψηφία των ρυπαντών οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα και έχει άμεση επίδραση στην υγεία (και συνεπώς στην ποιότητα ζωής) των ανθρώπων. Οι ρυπαντές εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω διαφόρων μηχανισμών, όπως η αναπνοή, η επαφή με το δέρμα, η τροφή κ.α..
Ιδιαίτερα το θέμα της τροφής απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια, καθώς η παρουσία των ρυπαντών επηρεάζει άμεσα, μεταξύ άλλων, τη διατροφική αξία των γεωργικών προϊόντων. Για παράδειγμα, οι αυξημένες συγκεντρώσεις διοξειδίου του θείου (SO2) στην ατμόσφαιρα προκαλούν βλάβες στα φύλλα των φυτών, οι οποίες εμφανίζονται ως κίτρινες – καφέ αποχρώσεις οι οποίες σταδιακά γίνονται μαύρες. Ως γενικά ευαίσθητες στο διοξείδιο του θείου θα μπορούσαν να θεωρηθούν το κριθάρι, το σιτάρι, το τριφύλλι, η βρώμη, τα ραπανάκια, το σπανάκι, το κολοκύθι, το σέσκουλο. Εκτός από την καταστροφή των φύλλων, το SO2 προκαλεί προβλήματα ακόμη και στην ομαλή ανάπτυξη των φυτών αυτών. Παρόμοια δράση εμφανίζει και το όζον (Ο3), το οποίο προσβάλει φυτά όπως το αγγούρι, τα σταφύλια, τα πράσινα φασόλια, το μαρούλι, το κρεμμύδι, η πατάτα, το ραπανάκι, το σπανάκι, το καλαμπόκι, η ντομάτα.
Επιπλέον, το όζον καταστρέφει τις πρωτεΐνες, μειώνει την αντιοξειδωτική δράση και καθυστερεί τη φωτοσύνθεση. Μελέτες έχουν δείξει ότι η βερικοκιά, η μουριά, η ροδακινιά, η δαμασκηνιά, το αμπέλι, το γλυκό καλαμπόκι είναι ευαίσθητα σε φθοριούχες ενώσεις, ενώ η μηλιά, τα ραπανάκια, η μουριά και η σόγια είναι ευαίσθητα στην προσβολή από αμμωνία.
Ταυτόχρονα, η όξινη βροχή έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της οξύτητας των εδαφών, με συνέπεια ιόντα στοιχείων όπως το ασβέστιο (Ca) το μαγνήσιο (Mg) και το κάλιο (K) που έχουν διαλυθεί από τα πετρώματα στο έδαφος να μην είναι πλέον διαθέσιμα για να απορροφηθούν από τις ρίζες των φυτών. Επιπλέον, λόγω της όξινης βροχής αυξάνει η παρουσία οξέων στο εσωτερικό του φυτού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διακόπτεται η εξάτμιση του νερού και η ανταλλαγή αερίων, το φυτό δεν μπορεί πλέον να αναπνεύσει και τελικά εμποδίζεται η αφομοίωση των θρεπτικών συστατικών, η ανάπτυξη των φυτών και οι αποδόσεις των καλλιεργειών.
Ιδιαίτερη ίσως, αναφορά πρέπει να γίνει στα αιωρούμενα σωματίδια, καθώς η συγκέντρωσή τους επηρεάζεται δραστικά από το πολύ συχνό πλέον φαινόμενο της αιθαλομίχλης. Η παρουσία αυξημένων συγκεντρώσεων αιρούμενων σωματιδίων από τις καύσεις ακατάλληλων υλικών έχει ως αποτέλεσμα αυτά να λειτουργούν ως υποστρώματα για τη συσσώρευση δευτερογενών ρύπων και βαρέων μετάλλων, τα οποία απορροφούνται από τα φυτά και περνάνε τελικά στον άνθρωπο.
Τέλος, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθορίζουν τη διατροφική αξία ενός τροφίμου, είναι τα επίπεδα διοξινών. Η παραγωγή τους οφείλεται κυρίως σε βιομηχανικές δραστηριότητες, ενώ συμβάλουν και φαινόμενα όπως οι πυρκαγιές και οι εκρήξεις ηφαιστείων. Ανήκουν στην κατηγορία των χλωριωμένων αρωματικών υδρογονανθράκων και είναι ιδιαίτερα σταθερές ενώσεις που δύσκολα καταστρέφονται, με αποτέλεσμα τη σταδιακή συσσώρευσή τους. Επικάθονται στα φυτά και μέσω της διατροφικής αλυσίδας καταλήγουν στον άνθρωπο. Μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση φυτών και γαλακτοκομικών προϊόντων από περιοχές κοντά σε μονάδες καύσης προκάλεσαν αύξηση των επιπέδων διοξινών στους καταναλωτές έως και 450 φορές. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το διατροφικό σκάνδαλο
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η προσρόφηση ρύπων από τις καλλιέργειες γίνεται σε μεγάλο βαθμό και μέσα από τη διαδικασίας του ποτίσματος, λόγω της μόλυνσης των υδάτων, κυρίως λιμνών και ποταμών. Έτσι, οι ρύποι που συσσωρεύτηκαν από την ατμόσφαιρα και το έδαφος στο νερό, επανέρχονται στα φυτά σε αυξημένες μάλιστα συγκεντρώσεις.
Μία άλλη παράμετρος που θα πρέπει να επισημάνουμε, είναι το γεγονός ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση οδηγεί σταδιακά σε αύξηση της μέσης τιμής της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Αν το φαινόμενο αυτό συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό, πέρα από την έλλειψη υδάτινων πόρων που θα προκληθεί, αναμένεται και πιθανή άνοδος στην διασπορά και την ένταση των υπαρχόντων παρασίτων, ασθενειών και ζιζανίων με ταυτόχρονη αύξηση στις καταστροφές στις αντίστοιχες καλλιέργειες.
Προκειμένου να αντιληφθούμε το μέγεθος της σπουδαιότητας του προβλήματος, αρκεί να αναφέρουμε ότι οι επιστήμονες χρησιμοποιούν πλέον μετρήσεις στα επίπεδα των προσροφημένων από τα φυτά ρύπων προκειμένου να προσδιορίσουν την έκταση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ενδιαφέρον, επίσης, είναι το γεγονός ότι ως μέτρο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης χρησιμοποιούνται τα επίπεδα θειικών, φωσφορικών και βρωμιούχων ενώσεων στο μέλι, ενώ ο προσδιορισμός των βαρέων μετάλλων στα μύδια αποτελεί μία από τις βασικές μεθόδους προσδιορισμού της μόλυνσης των υδάτων.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ότι γηγενείς πληθυσμιακές ομάδες από το Κεμπέκ του Καναδά αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν λόγω της μόλυνσης των περιοχών τους, προκειμένου να διατηρήσουν τις διατροφικές τους συνήθειες και κατ’ επέκταση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους.