Τέλη Νοεμβρίου 1944 μαζεύουν οι ΕΑΜίτες από την περιοχή της Κατερίνης καμιά ογδονταριά πολίτες. Τους οδηγούν στην αποθήκη του Παπακώστα. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν:
Οι Βασιλειάδης Αθ. (Βουλευτής), Ταβαντζής Β. (μετέπειτα Δήμαρχος Κατερίνης), Κόκκινος (Οδοντίατρος) και πολλοί άλλοι. Τους κρατούν στην αποθήκη του Παπακώστα για περίπου δύο εβδομάδες και μετά τους μεταφέρουν στο Σανατόριο της Ιεράς Μονής Πέτρας όπου είναι οι φυλακές του ΕΑΜικού κράτους. (Δαρίβας). Εκεί οι συγκεκριμένοι παρέμειναν για περίπου τέσσερις μήνες, μέχρι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας η οποία υπογράφθηκε στις 12 Φεβρουαρίου και προέβλεπε απελευθέρωση όλων των κρατουμένων. Μαρτυρίες φυλακισμένων αυτής της περιόδου αναφέρουν ότι στις Φυλακές του Σανατορίου της Ιεράς Μονής Πέτρας μεταφέρονταν από ολόκληρη την Μακεδονία. Εκατοντάδες μεταφέρθηκαν από εδώ για να δικαστούν στην Βέροια, Έδεσσα, Κοζάνη κλπ., αλλά ποτέ δεν έφθασαν στις αίθουσες δικαστηρίων, αλλά ούτε και στα σπίτια τους.
Οι Βασιλειάδης Αθ. (Βουλευτής), Ταβαντζής Β. (μετέπειτα Δήμαρχος Κατερίνης), Κόκκινος (Οδοντίατρος) και πολλοί άλλοι. Τους κρατούν στην αποθήκη του Παπακώστα για περίπου δύο εβδομάδες και μετά τους μεταφέρουν στο Σανατόριο της Ιεράς Μονής Πέτρας όπου είναι οι φυλακές του ΕΑΜικού κράτους. (Δαρίβας). Εκεί οι συγκεκριμένοι παρέμειναν για περίπου τέσσερις μήνες, μέχρι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας η οποία υπογράφθηκε στις 12 Φεβρουαρίου και προέβλεπε απελευθέρωση όλων των κρατουμένων. Μαρτυρίες φυλακισμένων αυτής της περιόδου αναφέρουν ότι στις Φυλακές του Σανατορίου της Ιεράς Μονής Πέτρας μεταφέρονταν από ολόκληρη την Μακεδονία. Εκατοντάδες μεταφέρθηκαν από εδώ για να δικαστούν στην Βέροια, Έδεσσα, Κοζάνη κλπ., αλλά ποτέ δεν έφθασαν στις αίθουσες δικαστηρίων, αλλά ούτε και στα σπίτια τους.
Αναφέρει σχετικά Κατερινιώτης που συνελήφθη με τους παραπάνω και οδηγήθηκε στο Σανατόριο: «Στο πρωινό προσκλητήριο ο «στρατοπεδάρχης» φωνάζει επτά ονόματα μεταξύ των οποίων και το δικό μου. Και μας ενημερώνει ότι το επόμενο πρωί θα μας μεταφέρουν στην Βέροια για να δικαστούμε. Την άλλη το πρωί περιμένει ένα καμιόνι. Οι επτά είμαστε συγκεντρωμένοι, περιμένοντας. Φωνάζει όλα τα ονόματα εκτός από το δικό μου. «Εσύ θα μείνεις. Θα πας με την επόμενη αποστολή». Ανεβαίνουν οι άνθρωποι στο καμιόνι που, σε λίγο, ξεκινάει για την Βέροια. Κατά τις ένδεκα έρχονται από την Κατερίνη η γυναίκα μου με την αδελφή μου. Με επισκέπτονταν σχεδόν κάθε εβδομάδα, με τα πόδια. Εγώ ήμουν χαρούμενος που δεν με πήραν στην Βέροια. Αυτές είναι και οι δυο τους ανήσυχες, στενοχωρημένες, φοβισμένες, τρομαγμένες. «Τι συμβαίνει; Έπαθε τίποτα η μικρή;» ρωτάει την γυναίκα του για την κόρη τους. «Όχι. Όχι». Όταν έμειναν μοναχοί, του λένε: «Τώρα που ερχόμασταν εδώ παρακάτω πάνω στο δρόμο είδαμε γδαρσίματα πάνω στο δρόμο, σαν να έσερναν τσουβάλια και αίματα. Πήγαμε στην άκρια του δρόμου και στο απότομο πρανές μέσα στα δέντρα, στους θάμνους ήταν πεταμένα τα σώματα πέντε - έξη σκοτωμένων. Φοβηθήκαμε και ήρθαμε με μια ανάσα».
Τον πατέρα του, επειδή δεν ήθελε να ανεβεί στο βουνό αντάρτης, τον είχαν στο μάτι τους οι κομματικοί του χωριού, στον Μοσχοπόταμο, αναφέρει ο καθηγητής Βαρμάζης στο βιβλίο του «Δύσκολα Χρόνια στην Πιερία»: «Ο πατέρας μου, λέει, άνθρωπος καλοσυνάτος και απονήρευτος, ράφτης στο επάγγελμα και ιεροψάλτης στον Άγιο Γεώργιο, βενιζελικός τότε και κεντρώος αργότερα στις πολιτικές του πεποιθήσεις, φάνηκε διορατικός ή στάθηκε τυχερός… και έφυγε στην Κατερίνη… γιατί σίγουρα θα τον σκότωναν αν τον έπιαναν οι αντάρτες». Πρέπει να ήταν Σεπτέμβριος του 1944 όταν ο πατέρας του ανέβηκε στο χωριό… Διηγείται ο Βαρμάζης: «Ένα απόγευμα όμως τον φώναξαν με τηλεβόα από την Πετρουλιά να κατέβει από τις Γούρνες στο χωριό. Το χωριό το διοικούσε τότε λαϊκή επιτροπή από μέλη του τοπικού ΚΚΕ (Λύρας Β., Φίδαρος Δ., Τσιαμπουρής Δ., Τζάγκας Δ.). Η επιτροπή έκρινε ένοχο τον πατέρα μου. Τον έστειλαν φυλακή πρώτα στις αποθήκες του Παπακώστα στην Κατερίνη και από εκεί στο Σανατόριο της Μονής Πέτρας Ολύμπου. Εκεί έμεινε ως τον Δεκέμβρη. Λίγο μετά τα Δεκεμβριανά τον αποφυλάκισαν, γύρισε για λίγο στο χωριό και του πρώτους μήνες του 1945 έφυγε για την Κατερίνη, να δουλέψει την τέχνη του, τη ραπτική» (σελ. 69). Γιατί τον ταλαιπώρησαν τον απλό αυτόν τον φιλήσυχο, νοικοκύρη άνθρωπο; Γιατί: «Με τέσσερα μικρά παιδιά και γέρους γονείς ο πατέρας μου δεν δέχτηκε να πάρει όπλο και να βγει στο βουνό. Δέχτηκε όμως μαζί με άλλους χωριανούς να τροφοδοτούν τους αντάρτες, αλλά αυτό δεν ικανοποιούσε τον Λύρα και τους άλλους. Αν οι αντάρτες τον έπιαναν, σίγουρα θα τον σκότωναν, γιατί ο Λύρας τον μισούσε» (Βαρμάζης, σελ. 59). Τόσο ΑΠΛΑ…
Πραγματοποιούνταν τακτικά έρανοι για τον αγώνα. Προσέφεραν, άλλοι από ιδεολογία, άλλοι για να φανούν, άλλοι γιατί έπρεπε να δώσουν και άλλοι, οι περισσότεροι, γιατί θα τους έβαζε στο μάτι η «οργάνωση». Μου έλεγε ένας υπεύθυνος του ΕΑΜ, που είχε σημαντικό πόστο τότε στην Νότια Πιερία, πως είχε γίνει το 1942 ή το 1943 ένας έρανος κοσμημάτων, τιμαλφών κλπ. Συγκεντρώθηκαν βραχιόλια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια, ρολόγια κλπ. Αυτά όλα παραδόθηκαν στην επιτροπή του ΚΚΕ για τον «αγώνα». Μεταξύ αυτών ήταν και ένα δακτυλίδι χρυσό και περίτεχνο, ακριβό ως φαίνεται το οποίο είχε προσφερθεί από γνωστή οικογένεια κομμουνιστών τότε, αριστερών αργότερα, της Κατερίνης. Γραμματέας του ΚΚΕ της Περιφέρειας Κατερίνης ήταν κάποιος με το ψευδώνυμο Μιλτιάδης. Το πραγματικό του όνομα, από τότε δεν το ξέραμε. Ούτε και τώρα, όμως, το ξέρω. Ήταν καπνεργάτης από τον Βόλο, και είχε κάνει και εξόριστος στην Ακροναυπλία, νομίζω. Αυτού το όνομα ακούγαμε ως ανώτερου στην περιοχή μας. Υπάρχει ένα περιστατικό γι αυτόν που είναι χαρακτηριστικό και δείχνει τον τρόπο που οι κομματικοί, ψηλά, έβλεπαν «τον αγώνα». Την περίοδο αυτή έγινε κάποια κοινωνική εκδήλωση κομματικών και βρέθηκαν και μέλη της οικογένειας των Κατερινιωτών που δώρισαν μεταξύ άλλων και ένα ακριβό, περίτεχνο και προπαντός οικογενειακό κειμήλιο. «Ένα δακτυλίδι με μια πέτρα να…». Και βλέπει ο ένας ο αδελφός να φοράει το δακτυλίδι της αδελφής τους η φιλενάδα του Μιλτιάδη…!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΡΜΑΖΗΣ, Ν. (2002). ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ. Εκδόσεις ΜΑΤΙ.
ΔΑΡΙΒΑΣ, Π., (2010). ΕΙΚΟΝΕΣ ΖΩΗΣ. Ιδιωτική Έκδοση.