Η συζήτηση που διεξάγεται αυτές τις μέρες σχετικά με το επίμαχο σκίτσο του Χαντζόπουλου που σχεδόν εξελίσσεται σε… ελληνικό «σκίτσο του Μωάμεθ», θα μπορούσε να κλείσει με τη σκέψη πως θα ήταν ανησυχητικό αν δεν βρισκόταν ένας σκιτσογράφος να σατιρίσει τις σκηνές που διαδραματίστηκαν έξω από το ραδιομέγαρο, την ημέρα της συζήτησης της πρότασης μομφής στη Βουλή.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως έχει ανοίξει μια πολύ ενδιαφέρουσα διαμάχη με τρεις πλευρές.
Η μία αφορά στην ισότητα των δύο φύλων, στο τι αποτελεί πραγματικά σεξιστικό στην πολιτική και στο αν οι γυναίκες παραμένουν προστατευόμενο είδος.
Εδώ, ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και ο Σύλλογος Υπαλλήλων Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, τα έχουν κάπως μπλέξει τα πράγματα – ειδικά ο δεύτερος, που λαμβάνει ως δεδομένο ότι οι σατιριζόμενοι είναι άψογοι και κρίνονται λόγω των τρομερών και φοβερών πολιτικών τους ικανοτήτων και όχι λόγω της συμπεριφοράς τους.
Αλλά σεξισμός στον δημόσιο στίβο είναι να αποκλείεις ή να αποπειράσαι να αποκλείσεις
κάποιον από την πολιτική λόγω του φύλου του και όχι να κρίνεις ή να σατιρίζεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά του που αποδεδειγμένα προκάλεσε τη γενική θυμηδία.
Διότι τότε θα έπρεπε να αντιδράσουμε και στην περίπτωση που σε ένα σκίτσο δίνεται έμφαση στη χοντρή κοιλιά ενός άνδρα, αφού τον παρουσιάζει να απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του Δον Ζουάν.
«Όχι, δεν θα πάμε πίσω», ανέφερε στην ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (που ουδόλως ενοχλείται όταν από γυναικεία χείλη εκστομίζονται λέξεις όπως «μωρή» και «κοπροπατήματα» - προφανώς θεωρεί ότι η χρήση «ανδρικών» εκφράσεων αποτελεί τμήμα της κατάκτησης μιας προς τα κάτω ισότητας).
Σωστά, κυρίες μου. Δεν θα πάμε πίσω. Δεν θα πάμε στην εποχή που οι γυναίκες αποκλείονταν από τις πολιτικές συζητήσεις, οι οποίες απαγορευόταν να διεξάγονται μπροστά τους, με αποτέλεσμα οι άνδρες να αποσύρονται στο καπνιστήριο μετά το δείπνο.
Όποιος και όποια θέλει να βρίσκεται στην πολιτική και θα κρίνεται και θα σατιρίζεται.
Η δεύτερη πλευρά αυτής της συζήτησης σχετίζεται με την άποψη που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για την ελευθερία του Τύπου και ποιο είναι το πρότυπό του.
Αν το πρότυπό του είναι ο αλήστου μνήμης Τσάβες, πρέπει να βγει να το πει.
Διότι ο Τσάβες ήταν αυτός που είχε… επτάωρη καθημερινή εκπομπή στην τηλεόραση, υπό τον τίτλο «Γεια σου Πρόεδρε», είχε με νόμο επιβάλει στα ιδιωτικά κανάλια να μεταδίδουν ολόκληρες τις ομιλίες του, είχε διατάξει να κλείσει κανάλι επειδή σε μία περίπτωση δεν συμμορφώθηκε και είχε βάλει τα παπαγαλάκια του να επιτεθούν στον δημοσιογράφο Νέλσονα Μπουκαράνδα, που αποκάλυψε την προεδρική ασθένειά, αποκαλώντας τον «κοκαϊνομανή, κίναιδο, ψεύτη και παλιάτσο».
Από το κείμενο της Πολιτικής Απόφασης του ΣΥΡΙΖΑ που προέκυψε από το Ιδρυτικό του Συνέδριο, τον περασμένο Ιούλιο, φαίνεται πως στα θέματα της ενημέρωσης, το κόμμα του κ. Τσίπρα κινείται σε λογική Τσάβες.
Η αναφορά είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών:
«Θεσμοθετούμε κανόνες δημοκρατικής ρύθμισης και κοινωνικού ελέγχου στα ΜΜΕ… εξασφαλίζοντας την έκφραση της κοινωνίας χωρίς τη σημερινή επικυριαρχία μηχανισμών χειραγώγησης, δίνοντας έμφαση στη δυνατότητά της να αποτελέσει παραγωγό ενημέρωσης και όχι απλό καταναλωτή απόψεων…».
Συγγνώμη, αλλά η ελευθερία του Τύπου είναι παγκοσμίως συνταγματικά κατοχυρωμένη, τα θέματα αυτά διέπονται από διεθνείς κανόνες δεοντολογίας, ελέγχονται από τα πειθαρχικά και τα εποπτικά όργανα των δημοσιογραφικών ενώσεων και καμιά δουλειά δεν έχει ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση να προχωρήσει μονομερώς σε οποιαδήποτε αλλαγή – εκτός και αν μιλάμε για ανελεύθερα και αντιδημοκρατικά καθεστώτα.
(Αλλά εδώ δεν είδα να ανησυχούν η ΠΟΕΣΥ και η ΕΣΗΕΑ, αποτολμώντας να ρωτήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ τι ακριβώς σκοπεύει να… θεσμοθετήσει).
Η τρίτη πλευρά αυτής της συζήτησης σχετίζεται με το ερώτημα αν (και κυρίως ποιος) βάζει όρια στη σάτιρα, ποιος λέει του Αριστοφάνη τι να πει.
Και υπό αυτήν την έννοια δεν θα ανταποκριθώ στο κάλεσμα του Συλλόγου Υπαλλήλων της ΓΓ Ισότητας για «υπεύθυνη και κριτική στάση», διότι εξακολουθώ να προτιμώ έναν κίτρινο Τύπο από έναν φιμωμένο Τύπο.
Ούτε θα συμφωνήσω με τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, που σωστά μεν υποστηρίζει πως «ο σεβασμός του/της αντιπάλου στην πολιτική είναι στοιχείο εγγενές της Δημοκρατίας», πρώτον επειδή αυτός/αυτή που απαιτεί τέτοιον σεβασμό πρέπει να επιφυλάσσει τον ανάλογο σεβασμό και για τους δικούς του πολιτικούς αντιπάλους και δεύτερον διότι ο σκιτσογράφος δεν είναι πολιτικός αντίπαλος κανενός.
Ολίγον επιλεκτικά τα βλέπει τα πράγματα ο Σύνδεσμος. Και εξαιρετικά αποσπασματικά, απομονώνοντας ένα συγκεκριμένο περιστατικό και αδιαφορώντας για αναρίθμητα άλλα με τα οποία απαξίωσε να ασχοληθεί.
Και για να τελειώνουμε:
Τον Σεπτέμβριο του 2005, η δανική εφημερίδα «Jyllands-Posten», η μεγαλύτερη στη χώρα, είχε δημοσιεύσει δώδεκα σκίτσα για τον Μωάμεθ και τέσσερις μήνες μετά ξέσπασαν ταραχές και προκλήθηκε μεγάλη αιματοχυσία από φανατισμένους μουσουλμάνους σε όλον τον κόσμο.
Επί του προκειμένου υπάρχει μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια όσον αφορά στην παραγωγή και στη δημοσίευση αυτών που έγιναν γνωστά ως «Σκίτσα του Μωάμεθ»:
Όταν έγινε γνωστό ότι ένας Δανός εκδότης δεν κατόρθωσε να βρει σκιτσογράφους για ένα παιδικό βιβλίο για τον Μωάμεθ, ο Φλέμινγκ Ρόουζ υπεύθυνος των πολιτιστικών σελίδων της Jyllands–Posten υποψιάστηκε αυτολογοκρισία. Έτσι, ανέθεσε σε ομάδα σκιτσογράφων να ετοιμάσουν τα 12 σκίτσα που δημοσιεύθηκαν.
Σημειώστε ότι σε ένα από αυτά ο Μωάμεθ εμφανιζόταν να προτρέπει μια ομάδα τρομοκρατών να σταματήσουν τις επιθέσεις αυτοκτονίας, διότι στον παράδεισο δεν υπάρχουν πλέον παρθένες.
(Αν κρίνουμε από την «ελληνική συζήτηση» αυτό το τελευταίο ήταν μάλλον σεξιστικό, αλλά φαίνεται ότι η προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος είναι σημαντικότερη από την προσβολή προς τη γυναίκα-αντικείμενο).
Εκείνη την εποχή, αν και ο τότε πρωθυπουργός της Δανίας Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, είχε παραδεχθεί πως αυτή ήταν η χειρότερη κρίση στις διεθνείς σχέσεις της χώρας του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε αρνηθεί να λάβει μέτρα.
«Μου ζήτησαν να πάρω νομικά μέτρα κατά της εφημερίδας και εγώ ευγενικά τους διευκρίνισα πως αυτό δεν γίνεται σε μια δημοκρατική χώρα και δεν θέλω να το κάνω», είπε σε μια συνέντευξή του.
Μάλιστα, κατά τη συνάντησή του με πρεσβευτές αραβικών χωρών, αρνήθηκε να ζητήσει συγγνώμη, ενώ την ίδια ώρα διανοούμενοι σε όλον τον κόσμο ενθάρρυναν με δηλώσεις τους και άλλες εφημερίδες να αναδημοσιεύσουν τα σκίτσα, διότι, όπως είπαν, η ελευθερία του Τύπου είναι σημαντικότερη ακόμη και από τα αιματηρά επεισόδια που προκλήθηκαν.
Και έτσι έγινε: Τα σκίτσα αναδημοσιεύθηκαν σε πολλές άλλες χώρες, με αποτέλεσμα μάλιστα να απολυθεί ο διευθυντής της γαλλικής Φρανς-Σουάρ από τον Αιγύπτιο ιδιοκτήτη της εφημερίδας.
Η εφημερίδα Jyllands–Posten μηνύθηκε από τις μουσουλμανικές οργανώσεις της Δανίας με βάση τους νόμους περί προσβολής συμβόλων και βλασφημίας.
Ξεκίνησε η ανάκριση και στις 6 Ιανουαρίου 2006, η εισαγγελία του Βίμποργκ έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, με το σκεπτικό ότι η δημοσίευση των σκίτσων ανταποκρινόταν στην ανάγκη για δημοσιοποίηση θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος και κάνοντας αναφορά στον σχετικό νόμο που προστατεύει την ελευθερία του Τύπου και τους δημοσιογράφους.
Αργότερα, και ο γενικός εισαγγελέας συμφώνησε με την πρώτη απόφαση και το θέμα έκλεισε οριστικά.
Ένα χρόνο μετά τα επεισόδια, τον Φεβρουάριο του 2007, έγινε και η δίκη της γαλλικής σατιρικής εφημερίδας «Charlie Hebdo», που είχε επίσης αναδημοσιεύσει τα σκίτσα και είχε μηνυθεί από τις δύο μεγάλες μουσουλμανικές οργανώσεις της Γαλλίας.
Την ημέρα έναρξης της δίκης, η «Λιμπερασιόν», σε ένδειξη αλληλεγγύης αναδημοσίευσε στην πρώτη της σελίδα ένα από τα επίμαχα σκίτσα.
Εκείνη την ημέρα, στον πρόεδρο του δικαστηρίου έφθασε και η επιστολή του Προέδρου Σαρκοζί που ανέφερε:
«Γελοιογραφία σημαίνει υπερβολή. Σε γενικές γραμμές προτιμώ την υπερβολή της γελοιογραφίας από την υπερβολή της λογοκρισίας».
Στις 22 Μαρτίου του 2007, η εφημερίδα αθωώθηκε.
Γι’ αυτό, κυρίες μου, συμφωνώ.
Δεν θα πάμε πίσω. Ούτε στα πολιτικοποιημένα καπνιστήρια των ανδρών, ούτε στην κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου και της σάτιρας.
Ο Μωάμεθ θα σατιρίζεται…