ΑΔΕΔΥ.
Προσπάθησε να τους θυμίσει πως «ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος έχει στενούς και αδελφικούς δεσμούς με το ΠΑΣΟΚ», αλλά και πάλι ως εγκαταλελειμμένος σύζυγος βρέθηκε να αραδιάζει δικαιολογίες του τύπου «πάντα σε αγαπούσα, αλλά σε παραμέλησα, γιατί χρειάστηκε να δουλεύω πολλές ώρες, όλο σε μένα φόρτωναν τις δουλειές στο μαγαζί».
Δεν το είπε έτσι ακριβώς, αλλά… κάπως έτσι:
«Πάντα ζητούσαμε στη σκληρή διαπραγμάτευση με την τρόικα να κινούνται σε επίπεδα σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά η επιμονή της τρόικας υπαγορευόταν και από πιέσεις συγκεκριμένων κύκλων στην Ελλάδα που ακολούθησαν παρασκηνιακές διαδικασίες».
Ανάλογου τύπου είναι και οι επόμενες δικαιολογίες:
«Πάντα αγωνιστήκαμε να μην υπάρχει πάνω από τα κεφάλια των δημοσίων υπαλλήλων η απειλή της απόλυσης και της μείωσης συγκεκριμένου αριθμού χωρίς αυτό να προκύπτει μέσα από μια σοβαρή μελέτη και από μια ανάγκη αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών». Και:
«Η εργασιακή εφεδρεία και η πρόβλεψη της δανειακής σύμβασης για συγκεκριμένο αριθμό μείωσης του προσωπικού, ήταν σημεία στα οποία επέμενε η τρόικα στη διαπραγμάτευση και τα οποία εμείς δεν είχαμε αποδεχτεί, αλλά έπρεπε κάποια στιγμή να σταθμίσουμε τα δεδομένα, να δούμε αν πρέπει να υπογραφεί η σύμβαση για να μειωθεί το χρέος και να λάβουμε τα χρήματα ή αν έπρεπε να επιμείνουμε σε κάτι που θα μπορούσαμε να το θέσουμε στην πρώτη αναθεώρηση της σύμβασης».
Η αλήθεια είναι πως το ΠΑΣΟΚ έχει «αδειάσει» από δημοσίους υπαλλήλους.
Η σύζυγος έφυγε και σχεδόν δεν έχει νόημα να τρέξει κανείς ξοπίσω της.
Βρήκε άλλη αγκαλιά, πιο ζεστή, πιο ελπιδοφόρα, που ξέρει να μοιράζει καινούργιες υποσχέσεις.
Πίσω της άφησε μερικά «κειμήλια» του ένδοξου παρελθόντος – ένα μισοτελειωμένο μέικ-απ, μερικές γόβες στιλέτο ξεχασμένες στο βάθος της ντουλάπας, ένα-δυο πανάκριβες σινιέ τσάντες, πολυκαιρισμένες για τις ανάγκες της καινούργιας ζωής.
Κάπως έτσι βρέθηκε και ο κ. Βενιζέλος να κουβεντιάζει με το προεδρείο της ΑΔΕΔΥ – για όσο ακόμη διάστημα παραμένουν στο άδειο σπίτι.
Μέσα στη σύγχυση, το έβαλαν στα πόδια και κάποιοι περιφερειακοί φίλοι, που κάποτε γλεντοκοπούσαν κι’ αυτοί με το ζευγάρι – 127 από αυτούς υπέγραψαν κείμενο προσχώρησης στην καινούργια παρέα της συζύγου, ακολουθώντας το (νέο) «ισχυρό ρεύμα αλλαγής».
Ειλικρινά, είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς τι είχαν στο μυαλό τους οι Παπανδρέου, Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλος και λοιποί κλαψουρίζοντες στα τηλεπαράθυρα πρωτοκλασάτοι όταν διανοήθηκαν – με άνω του 10% διαφορά στην τσέπη, είναι η αλήθεια, δώρο του ελληνικού λαού – ότι μπορούσαν να κάνουν ό,τι τους κατέβει, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν.
Να πάνε στο ΔΝΤ, να κοκορεύονται για τον μηχανισμό που «έφτιαξαν εκ του μηδενός», να φέρνουν προς ψήφιση τροπολογία – που ψήφισαν και οι διαμαρτυρόμενοι σήμερα, της Λούκας συμπεριλαμβανομένης – με την οποία παρείχοντο στον υπουργό Οικονομικών εξουσίες αυτοκράτορα, ώστε να μπορεί να υπογράφει δανειακές συμβάσεις χωρίς να ρωτά κανέναν.
Πού πίστευαν ότι θα καταλήξει αυτή η αλαζονεία, η μέθη της εξουσίας, η απύθμενη ανοησία;
Πουθενά αλλού εκτός από ένα ωραίο διαζύγιο.
Τι πίστευαν ότι θα συνέβαινε οι Παπανδρέου – Βενιζέλος όταν – χωρίς να προχωρούν στην παραμικρή μεταρρύθμιση – θριαμβολογούσαν μετά από κάθε επιστροφή τους από την Εσπερία, αραδιάζοντας συνεχώς προπαγάνδες περί σωτηρίας;
Ότι θα μπορούσαν να κοροϊδεύουν επ’ άπειρον εγχώριους και αλλοδαπούς;
Προφανώς! Άλλη εξήγηση δεν υπάρχει.
Το πρόβλημα είναι πως στην προσπάθειά τους να μην ενοχλήσουν την πελατεία τους, κατέστρεψαν ολόκληρη τη χώρα – και έχασαν και την πελατεία.
Στο μεταξύ, γεννήθηκαν άλλοι καταστροφείς, έτοιμοι να συνεχίσουν το έργο τους.
Και ο κ. Βενιζέλος τρέχει πίσω από την σύζυγο, χτυπά το κεφάλι στους τοίχους του άδειου σπιτιού, ενώ ο κ. Παπανδρέου μοιράζει χαμόγελα και συνεντεύξεις.
Και, κυρίως, γυαλίζει το κανό – διότι έφθασε και το καλοκαίρι.