ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: Εγέρθουτου!
ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΝΠΦΩΝΗΤΗΣ» της 16-5-2012
Θεσσαλονίκη 12.06.2012
Αγαπητέ κύριε εκδότα του περιοδικού «Άντιφωνητής».
Ο αναγνώστης σας κύριος Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, ανησυχεί
σφόδρα για γραμματικούς τύπους, προστακτικές, ίσως για το συντακτικό και για την γραμματική, κατηγορώντας για αμορφώτους λαϊκά παιδιά που μπορεί να κάνουν λάθος στην Ελληνική γλώσσα, δεν ομοιούνται όμως με οπαδούς άλλων κομμάτων που συνειδητώς και σκοπίμως καταστρέφουν την Ελληνική γλώσσα, μιλώντας για Γενάρη ή Φλεβάρη, ή ισχυρίζονται ότι «δεν πρόκαμαν», «δεν μάζεψαν τον τραχανά», μιλούν για {«στανική» επιβολή}, τραγουδούν «σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ» ή πως αγωνίζονται «για το πλάτεμα και βάθεμα της αλλαγής».
Είναι αλήθεια πως «η καταδίκη και ο αποτροπιασμός» των όσων συνέβησαν στη συνέντευξη Τύπου δεν ήταν «ομόθυμη και καταιγιστική», αλλά προήλθε από νεαρά «δημοσιογράφο» που όπως αποκαλύφθηκε αργότερα ανήκει στο επιτελείο του Τζέφρυ Παπανδρέου.
Όσον αφορά για τον Τσολάκογλου θα ήταν καλό να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία όχι όμως από τις εκδόσεις της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ, του ΚΚΕ και τα άρθρα του Ριζοσπάστη, του ΙΟΥ της Ελευθεροτυπίας και του ΕΘΝΟΥΣ του Μπόμπολα.
Ούτε ο Τσολάκογλου ήταν προδότης, ούτε ο Κατσιμήτρος και τόσοι άλλοι που δεν είναι του παρόντος να αναφέρω.
Όσον αφορά για «μια δράκα, κατ' εξοχήν προβληματικών ατόμων» θα έχετε προφανώς στα χέρια σας τις ψυχιατρικές γνωματεύσεις των στελεχών του εν λόγω κόμματος, άλλως ΕΙΣΑΣΤΕ ΕΝΑΣ ΚΟΙΝΟΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ.
Όσον αφορά για «σταυροφόρους της βίας» ας μας αναφέρετε πόσους δολοφόνησε το εν λόγω κόμμα και πόσους η 17Ν, η σέχτα, ο ΕΛΑ και οι αγωνιστές τους, ο Σερίφης, ο Κουφοντίνας, ο Ξηρός …και τα άλλα παιδιά.
Αν είναι να μιλήσουμε για «γελοιότητες», τότε θα έπρεπε να συμβουλευτείτε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», τον Κάουτσκυ, την Ρόζα Λούξεμπουγκ, τον Προυντόν … και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Όσον αφορά τον Albert Camus και το βουβό πλήθος των "ζηλωτών της μοναξιάς» προφανώς το προσθέσατε για να μας ψαρώσετε με τις πολλές σας γνώσεις και να δώσετε μία garniture ψευδοποιητικής διαθέσεως.
Θα ήταν προτιμότερο να αποφεύγετε να αναφέρεστε σε «προβληματικές συνιστώσες». Αν επιμένετε όμως, θα βρείτε πολλές στο κόμμα που προφανώς είσαστε συνοδοιπόρος.
Εσείς που δεν εμφιλοχωρωρείτε στη ξενοφοβία και στον μηδενισμό, πείτε μας πόσους Πακιστανούς, πόσους Τσετσένους, πόσους Γεωργιανούς, πόσους Ταλιμπάν φιλοξενείτε στο σπίτι σας.
Όσο για την {αμφισβήτηση ενός κατακερματισμένου και ανασφαλούς «εγώ»} αυτά είναι Φροϋδική ψυχανάλυση της δεκάρας που εντάσσεται στο ψάρωμα που αναφέραμε και πριν για τον κενολόγο Albert Camus .
Για τις «ανιστόρητες αναφορές στο μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από τραγικά ημιμαθείς ή αμαθείς, που προκαλούν θυμηδία», εσείς που είσαστε «πολυμαθής», διδάξτε μας, καταθέτοντας τα εμβριθή σας άρθρα περί του Ελληνικού πολιτισμού στο περιοδικό ΑΝΠΦΩΝΗΤΗΣ. Μέχρι τότε αφήστε μας να πιστεύουμε πως αυτό που σας ενοχλεί είναι η ενασχόληση των Ελλήνων με τον προγονικό τους πολιτισμό και ίσως τα πορίσματα και οι θέσεις που δεν συμβαδίζουν με την Μαρξιστική κοσμοθεωρία σας.
Για το ποιοι είναι οι πολίτες ή οι νέοι της διπλανής πόρτας, πείτε μας που τους γνωρίζετε και έχετε βγάλει και τα αυθαίρετα συμπέρασματα για την «ανασφάλεια και το πένθος τους (που) εκφράζουν με τη συμβολική υποδήλωση της ψήφου τους»
Αργήσατε όμως να μας μιλήσειτε για «φαινόμενα ρατσισμού» , την καραμέλα αυτή των αγωνιστών της «αριστεράς και της προόδου» αναφερόμενος στον Jacques Chirac (sic) για να μας ψαρώσετε για μία ακόμη φορά δηλώνοντας πως είστε Francophone (!) .
Τελειώνετε λοιπόν την αστήρικτη, αυθαίρετη και προσβλητική επιστολή σας για να μας ενοχοποιήσετε! Δυστυχώς για εσάς, δεν υπάρχει καμία δυσχέρεια για να κατανοήσουμε πως το πρόβλημα στην Ελληνική κοινωνία είσαστε εσείς και οι όμοιοί σας σε όποια συνιστώσα και αν εντάσσεστε . Είτε έχετε gauleiter τον Zizec, είτε τον «Ιφικράτη» (κατά κόσμο Απόστολο) Αμυρά.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς
Και υψωμένη την αριστερή γροθιά
(αυτό προφανώς δεν σας ενοχλεί)
ένας ΠΡΩΗΝ αναγνώστης του ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ.
..............................
Εγέρθουτου! 16-5-2012
του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου
Μ' αυτόν τον ακατάληπτο γραμματικό τύπο, προστακτική της αμάθειας και της στανικής επιβολής, υπενθύμισε η «Χρυσή Αυγή» το ιδεολογικό και μορφωτικό της στίγμα, στην πρώτη κιόλας παρουσία της μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου. Η καταδίκη και ο αποτροπιασμός των όσων συνέβησαν στη συνέντευξη Τύπου ήταν ομόθυμη και καταιγιστική. Οι αφοριστικές όμως αναλύσεις που διατυπώθηκαν δεν αρκούν για να αλλάξουν μια αμείλικτη πραγματικότητα. Το εκλογικό ποσοστό των θιασωτών του Τσολάκογλου δεν προσφέρεται για μαζική ενοχοποίηση με την αναγωγή στο δείγμα μιας δράκας, κατ' εξοχήν προβληματικών, ατόμων που υποκρύπτουν την κενοδοξολογία τους προβάλλοντας τη σωματική τους διάπλαση.
Μπορεί να είναι λιγοστοί οι φερέλπιδες, κατά την εκτίμηση τους, σταυροφόροι της βίας που πρωταγωνιστούν στα, μέχρι στιγμής θέλουμε να ελπίζουμε, ανώδυνα επεισόδια.
Συνοδοιπόροι τους όμως δηλώνουν, τουλάχιστον εκλογικά, πλειάδα πολιτών που, χωρίς να προσυπογράφουν τις γελοιότητες τους, συγκινούνται παρόλα αυτά από το δογματικό τους λόγο.
Είναι, για να ανατρέξουμε στον Albert Camus, το βουβό πλήθος των "ζηλωτών της μοναξιάς» μιας χώρας που δεν αναγνωρίζουν πλέον ως κομμάτι του εαυτού τους, που δεν επιθυμούν πια.
Οι ίδιοι έχουν αποκοπεί από ένα ομφάλιο λώρο που αδυνατεί να συγκροτήσει τις, ούτως ή άλλως, προβληματικές συνιστώσες της ταυτότητας τους.
Αρκετοί από αυτούς, μέσα στο ασφυκτικό περικείμενο μιας όλο και πιο επώδυνης βιοτής, επιζητούν να εκδικηθούν αυτό από το οποίο έχουν αποξενωθεί, που πληγώνουν και τους πληγώνει καθημερινά. Εμφιλοχωρώντας στη ξενοφοβία, στο μηδενισμό, δηλώνουν έμμεσα
την αμφισβήτηση ενός κατακερματισμένου και ανασφαλούς «εγώ».
Αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό και επικίνδυνο και δεν αντιμετωπίζεται βέβαια με αποσπασματικές πολιτικές και ιδεολογικά θέσφατα που έχουν, προ πολλού, χάσει την ερμηνευτική τους δυνατότητα.
Γιατί μπορεί οι ανιστόρητες αναφορές στο μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από τραγικά ημιμαθείς ή αμαθείς, να προκαλούν θυμηδία, η ανάγνωση που προτείνουν όμως για την οδυνηρή κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας βρίσκει ευήκοα αυτιά και πρόθυμους θιασώτες. Οι τελευταίοι δεν έχουν κοινά χαρακτηριστικά, ενδυματολογικά ή μορφολογικά, με τους λόχους των Χρυσαυγιτών, ούτε επαγγέλλονται τη βία.
Είναι οι πολίτες ή οι νέοι της διπλανής πόρτας. Την ανασφάλεια και το πένθος τους εκφράζουν με τη συμβολική υποδήλωση της ψήφου τους. Η λογική τους συγκεφαλαιώνεται σε μια ανυποψίαστη αποδοχή της ξενηλασίας, παρόμοιας με αυτήν που διατύπωσε κάποτε ο Jacques Chirac για να δικαιολογήσει φαινόμενα ρατσισμού, λέγοντας πως “κατανοεί τις πράξεις αυτές, αλλά δεν τις επιδοκιμάζει” ( ).
Αυτό είναι το ανησυχητικό και εκεί βρίσκεται η δική μας ευθύνη. Οι αφελείς ερμηνείες όχι μόνο δυσχεραίνουν την κατανόηση του προβλήματος, αλλά εντείνουν τις συνέπειες του.