Σε μερικές ώρες οι Έλληνες
θα προσέλθουν στις κάλπες σε μια από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις
μετά την μεταπολίτευση. Οι
πολιτικές συζητήσεις των ημερών προσπάθησαν να
αναδείξουν ποικιλώνυμα διλήμματα για τους ψηφοφόρους όπως το
Μνημόνιο-αντιμνημόνιο, ευρώ-δραχμή, Αριστερά–Δεξιά κ.λπ
Θα επιχειρήσω να αναδείξω
ένα ακόμη βαρυσήμαντο διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης που τείνει να
περάσει στα ψιλά γράμματα του τύπου, εκείνο της θέσης της βίας στην ελληνική
κοινωνία.
Το φαινόμενο δεν είναι
σημερινό. Η βία στα γήπεδα, ο οργανωμένος χουλιγκανισμός, η βιτριολική ρητορική
ορισμένων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών είναι παλιότερες εκφάνσεις της
βίας άλλα μέχρι πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν μάλλον περιθωριακά και ενίοτε
γραφικά φαινόμενα που δεν άγγιζαν την καρδιά του δημοκρατικού
πολιτεύματος.
Όλα όμως άλλαξαν τα
τελευταία δύο χρόνια με αφορμή τη δραματική καταρράκωση του επιπέδου ευημερίας
που είχε βιώσει ο ελληνικός λαός την τελευταία εικοσαετία.
Η οικονομική ύφεση ενεργοποίησε
τη δυναμική αντίδραση των εισοδηματικά πληγέντων, ενεργοποίησε την ανάπτυξη των ποικιλώνυμων κινημάτων τύπου
«δεν πληρώνω» που -ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα ή την αποτελεσματικότητα τους-
συνέδραμαν την υπονόμευση της έννοιας της νομιμοφροσύνης. Επιπλέον, θα πρέπει
να προστεθεί η απροθυμία του απονομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος να χρησιμοποιήσει
τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, να εφαρμόσει το νόμο, να αντιμετωπίσει την
διάχυτη ανομία και την κοινωνική βία, ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα του
υπόβαθρου που καλλιέργησε συστηματικά την ανοχή στη βία, υπέθαλψε το ιδεολόγημα
ότι η βία εμπεριέχει την κρυμμένη δύναμη της αλήθειας των αγανακτισμένων
πολιτών και
ευνόησε την ορμητική
εισαγωγή της στο πολιτικό σκηνικό.
Είναι πρόδηλο ότι η
ρητορική του ανερυθρίαστου λαϊκισμού, της ευφάνταστης συνθηματολογίας, της
άκριτης παραδοχής οποιουδήποτε νοσηρού σεναρίου συνωμοσίας, αποδυνάμωσαν τις πολιτικές θέσεις της διαλλακτικότητας και
της ψύχραιμης αποτίμησης των πραγμάτων κι ευνόησαν τις ακραίες προσεγγίσεις.
Η επιδοκιμασία της βίας
από εκτεταμένα κοινωνικά στρώματα οδήγησε σταδιακά στην ισχυροποίηση των
πολιτικών δυνάμεων που δεν αντιλαμβάνονται το διάλογο ως το αποκλειστικό πεδίο
αντιπαράθεσης ή επίλυσης των διαφορών.
Στο νέο σκηνικό οι
ψηφοφόροι μπορεί με μεγάλη ευκολία να μετακινηθούν από τον ένα πολιτικό χώρο
στον άλλον αρκεί να μπορέσουν να εκτονωθούν, να αγανακτήσουν και να
μετατοπίσουν τις ευθύνες τους σε κάποιους άλλους.
Τα φαινόμενα του
προπηλακισμού βουλευτών, της άγριας
συνθηματολογίας κατά του ναού της δημοκρατίας, της βίας on camera δε στρέφονται μόνο κατά των πολιτικών ταγών.
Στρέφονται κυρίως κατά του ίδιου του συστήματος της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Oπως έχει υπογραμμίσει ο νομπελίστας Paul Krugman «υπάρχει χώρος σε µια δηµοκρατία για ανθρώπους
που χλευάζουν και καταγγέλλουν όσους διαφωνούν µαζί τους· δεν υπάρχει καθόλου
χώρος για υπαινιγµούς ότι όσοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά µιας συζήτησης
πρέπει να αποκλειστούν από τη συζήτηση αυτή µε κάθε µέσο».
Στις εκλογές που έρχονται
ο ψηφοφόρος έχει μια ακόμη ευκαιρία να στείλει τη βία στο πάλαι ποτέ
χρονοντούλαπο της ιστορίας ή να επιλέξει να κοιμηθεί μαζί της. Ευτυχώς, στις
δημοκρατίες ο κυρίαρχος λαός έχει την ελευθερία να επιλέξει ανάμεσα στον
παράδεισο και την κόλαση. Δυστυχώς, η κόλαση που θα επιλέξει μπορεί να είναι
και η δική του.
Θεόδωρος Κουτρούκης
*
Επικ. Καθηγητής
Πανεπιστημίου Αιγαίου