Στὰ θέματα τῆς Πατρίδος δὲν ἤθελε οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἶναι ἀδιάφοροι. Πολὺ λυπόταν ποὺ ἔβλεπε πνευματικοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιζητοῦν νὰ βολευθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὴν πατρίδα. Ὁ καημός του καὶ ἡ ἀπορία τοῦ ἦταν πὼς οἱ ὑπεύθυνοι δὲν ἀντιλαμβάνονται ποὺ ὁδηγούμαστε. Ὁ ἴδιος ἀπὸ παλαιὰ διέβλεπε τὴν σημερινὴ κατάσταση καὶ ἀνησυχοῦσε, ἀλλὰ δὲν διέσπειρε τὶς ἀνησυχίες του στὸν κόσμο. Ἔλεγε: «Ἀπό το κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα θὰ βγεῖ μεγάλο καλό».
Λυπόταν γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάπτωση τῶν πολιτῶν. Μιλοῦσε αὐστηρὰ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ψήφιζαν ἀντιχριστιανικοὺς νόμους. Λυπήθηκε γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς γλώσσας καὶ εἶπε: «Ἡ ἑπόμενη γενεὰ θὰ φέρει Γερμανοὺς νὰ μᾶς μάθουν τὴν γλώσσα μας, καὶ τὰ παιδιά μας θὰ μᾶς φτύνουν». Ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του: «Αὐτοὶ ποὺ κατάργησαν τὰ Ἀρχαία πάλι θὰ τὰ ξαναφέρουν».
Πέρα ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας, ὑπῆρχε τότε ὅπως καὶ σήμερα, ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη προβολῆς ἑνὸς ἰδανικοῦ προτύπου πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὑποβοήθηση τοῦ λαοῦ νὰ ἀποκτήση ὀρθὰ πολιτικὰ κριτήρια στὴν ἐπιλογὴ τῶν κυβερνητῶν τοῦ Ἔθνους μας.
Κάποιος Πρωθυπουργός, τοῦ ὁποίου κατέκρινε δημοσίως ἐνέργειες ἐπιζήμιες γιὰ τὸ Ἔθνος καὶ τὴν Ἐκκλησία, ζήτησε νὰ τὸν συναντήση στὴν Σουρωτή. Ὁ Γέροντας.... ἀπάντησε: «Ἂς ἔρθη, θὰ τοῦ τὰ ψάλω καὶ μπροστά του». Εἶχε τὸ ψυχικὸ σθένος αὐτὸς ὁ πτωχὸς καλυβίτης νὰ ὑψώνη τὴν φωνὴ τοῦ ἄφοβα μπροστὰ στοὺς ἰσχυρούς της ἡμέρας.
Ὅταν κάποιος πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὅρος , ὁ Γέροντας συνέστησε στὰ μοναστήρια νὰ μὴν τὸν δεχθοῦν, γιατί εἶχε ὑπογράψει τὸν νόμο περὶ τῶν ἀμβλώσεων.
Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητος. Δὲν ἀνῆκε σὲ κανένα κόμμα. Ἦταν ὑπεράνω κομμάτων. Ἀπέρριπτε ἄθεα πολιτικὰ κόμματα καὶ πολιτικοὺς ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν Μασωνία, γιὰ τὴν ἀθεΐα τους καὶ τὴν πολιτική τους πρὸς τὴν ἐκκλησία. Ἔλεγε: «Τί νὰ τὸ κάνω τὸ δεξὶ ἢ τὸ ἀριστερὸ χέρι, ἂν δὲν κάνη σταυρό;», ἀπορρίπτοντας ἔτσι τοὺς ἀθέους πολιτικοὺς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τοὺς τοποθέτηση. Κάποια κόμματα, γνωρίζοντας τὴν ἐπιρροή του στὸν λαό, ζήτησαν νὰ τὸν προσεταιρισθοῦν χάριν ψηφοθηρίας, ἀλλὰ ματαίως.
Τὸν ἐπισκέπτονταν πολιτικὰ πρόσωπα, βουλευτές, ὑπουργοί, γερουσιαστὲς ἀπὸ τὶς Η.Π.Α. καὶ ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος τοῦ ἔστελνε κάρτες. Ἀπὸ κανέναν ὅμως δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ γνωστά του μοναστήρια. Μόνο ζητοῦσε νὰ ἐνεργοῦν γιὰ τὸ καλό της Πατρίδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου)