Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Το Κίτρος τα χρόνια του Βυζαντίου

Δ’  ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ  ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 Το 311 μ. Χ. αρχίζουν οι διαμάχες και οι πόλεμοι μεταξύ των τεσσάρων αυτοκρατόρων της Ρώμης. Οι τελευταίες φάσεις των εμφυλίων αυτών πολέμων εξελίσσονται στα μέρη της Μακεδονίας και της Θράκης, οπότε και η Μασκεδονία περνάει στα χέρια του Μ. Κωνσταντίνου. Ο στρατός ξεχύνεται στην Πιερία και κυριεύει τα κάστρα της. Στο αρχαίο κάστρο του Κίτρους κυματίζουν τα χριστιανικά λάβαρα του αργότερα ισαπόστολου ανακηρυχθέντα βασιλιά. Η Θεσσαλονίκη είναι στα χέρια του και σ’ αυτή στέλνει το 324 να κρατηθεί ο αιχμάλωτός του πια και τελευταίος των αντιπάλων του Λικίνιος, όπου και δολοφονείται, ύστερα από 5 χρόνια, με εντολή του μονοκράτορα τώρα και αγίου αργότερα Κωνσταντίνου.

Τώρα, ολόκληρο το απέραντο ρωμαϊκό κράτος υπάγεται στον αυτοκράτορα, που το κυβερνάει απ’ τη νέα του πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή αυτή, ο Κωνσταντίνος διαίρεσε το κράτος του σε επαρχίες και τη Μακεδονία τη χώρισε σε Πρώτη και Δεύτερη. Η Πρώτη Μακεδονία εκτεινόταν απ’ το Νέστο ως τον Πηνειό και είχε πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή υπαγόταν και το Κίτρος1.
Κι άλλος διοικητικός διαχωρισμός του ρωμαϊκού κράτους επακολούθησε αργότερα. Ο Μ. Θεοδόσιος (379-395) το χώρισε το 395 σε Ανατολικό και Δυτικό. Η Πιερία, όπως κι ολόκληρη η Ελλάδα, υπάχθηκε στο Ανατολικό κράτος κι ακολούθησε πολιτικά τη μοίρα της Κωνσταντινούπολης. Θρησκευτικά, όμως, η περιοχή υπαγόταν στην Εκκλησία της Ρώμης, μέχρι την εποχή του Λέοντα του Γ’ (717-741).
Το 396, το Κίτρος βρίσκεται πάνω στην πορεία των Βησιγότθων του Αλάριχου και υποφέρει τα πάνδεινα. Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αρκάδιος, για να απαλλαγεί απ’ τους φοβερούς επιδρομείς, που έχουν κατακλύσει τη Θράκη και απειλούν και την Κωνσταντινούπολη, τους πείθει να στραφούν προς δυσμάς και να περάσουν στην Ιταλία. Κι εκείνοι, λεηλατώντας τα παράλια της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, διέσχισαν ολόκληρη την Ελλάδα κι έφτασαν μέχρι την Αθήνα. Στο διάβα τους, φανατικοί Αρειανοί καθώς ήταν, κατέστρεψαν κάθε τι που δεν ήταν σύμφωνο με τις δικές τους πεποιθήσεις2.

Ο Αττίλας εισβάλει στην Ιταλία. Πίνακας του V. Checa, 19ος αιώνας. (φωτο Wikipedia)
Ορμητικοί και αδάμαστοι οι Βησιγότθοι εισβάλλουν στην Ιταλία και το 410 κυριεύουν και λεηλατούν τη Ρώμη. Οι ειδολωλάτρες της Ιταλίας διακηρύττουν ότι οι Ρωμαίοι τιμωρήθηκαν γιατί εγκατέλειψαν τους αρχαίους θεούς και στράφηκαν προς το Χριστιανισμό. Το ίδιο περίπου θα πουν χίλια χρόνια αργότερα και οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης για την πτώση τους στο Μουράτ Β’, καθώς και οι ανθενωτικοί της Κωνσταντινούπολης για την άλωση της Πόλης απ’ το Μουράτ Β’ το 1453. Ότι δηλαδή τιμωρήθηκαν απ’ το Θεό γιατί εγκατέλειψαν την ορθοδοξία και προσπάθησαν να συνδιαλλαγούν με τους αιρετικούς της Δύσης.
Αλλά, σα να μην έφτανε η αρπακτικότητα και η καταστροφική μανία των Γότθων, το Κίτρος σαρώνεται 40 χρόνια αργότερα απ’ τη λαίλαπα των Ούννων. Το 447, οι Ούννοι του Αττίλα εισβάλλουν στο Βυζάντιο και φτάνουν απειλητικοί μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από ανεπιτυχή πολιορκία της Πόλης, στρέφονται προς τη Θράκη και προχωρούν μέχρι τη Θεσσαλία. Στο δρόμο τους λεηλατούν κι αυτοί και ρημάζουν τα πάντα. Το Κίτρος γνωρίζει τη βαρβαρότητα της μάστιγας των Εθνών.
Τριάντα χρόνια μετά τους Ούννους (479-480), νέα βαρβαρικά στίφη, οι Ουστρογότθοι περνούν το Δούναβη, εισβάλλουν στο βυζαντινό κράτος και ξαπλώνονται στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία και «εις όλον το Ιλλυρικόν», όπως λέγει ο Παπαρρηγόπουλος και λεηλατούν κι αυτοί με τη σειρά τους και ερημώνουν τον τόπο. Ο αρχηγός τους Θεοδώριχος αρνείται να εγκαταλείψει τη Μακεδονία και ο τότε αυτοκράτορας Ζήνωνας, για να τον δελεάσει και να τον πείσει, του προσφέρει σε αντάλλαγμα την Πύδνα, τη Μεθώνη, τη Βέροια, την Πέλλα και άλλες πόλεις, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός των Γότθων Jordanes3, ώσπου τελικά τον πείθει να στραφεί κατά της Ιταλίας, κάνοντας δηλαδή ότι έκανε παλιότερα και ο Αρκάδιος στον Αλάριχο.
Στο πέρασμά του προς τα Τέμπη, ο Θεοδώριχος λεηλατεί την Πιερία και ετοιμάζεται να λεηλατήσει και τον Πλαταμώνα (Ηράκλεια). Οι κάτοικοί του, όμως, οχυρώθηκαν και προετοιμάστηκαν να αμυνθούν και να υπερασπιστούν τις οικογένειές τους και τα υπάρχοντά τους απ’ τις ορδές των Οστρογότθων. Έδωσαν δε απόλυτη εξουσία στον τότε επίσκοπό τους  και του εμπιστεύτηκαν να συνδιαλλαγεί με τους εχθρούς. Ο Θεοδώριχος, βλέποντας τις αμυντικές προετοιμασίες και το θάρρος των κατοίκων, προτίμησε να πάρει ορισμένα εφόδια, παρά να διακινδυνεύσει μια δια της βίας λεηλασία4.
Αλλά και οι Σλάβοι νωρίς κινήθηκαν κατά της πεδινής και παραλιακής Μακεδονίας. Ο μονοφυσίτης ιστορικός Ιωάννης της Εφέσου μας λέγει ότι το 584 κυρίεψαν τη χώρα των Θεσσαλονικέων και τη Θράκη και δυο χρόνια αργότερα, το 586, εκπόρθησαν και τη Θεσσαλονίκη. Η Πιερία έπεσε κι αυτή στα χέρια τους5.
Γύρω στην περίοδο αυτή (6ο με 7ο αιώνα), πιστεύεται πως ιδρύθηκε και η επισκοπή του Κίτρους6. Την ίδια περίπου περίοδο, γεννήθηκε στη Μέκκα και ο Μωάμεθ (570-632), ο ιδρυτής του Ισλάμ, απ’ τους πιστούς του οποίου τόσα πολλά επρόκειτο να υποφέρει αυτός ο τόπος.
Την εποχή της διαμάχης των εικόνων, επί Λέοντα του Γ’, του εικονομάχου (717-741), η Ελλάδα, πιστή στις εικόνες και υποκινούμενη κι απ’ τον πάπα της Ρώμης, Γρηγόριο τον Β’, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν τότε θρησκευτικά, επαναστάτησε κατά του αυτοκράτορα (727). Ετοίμασε μάλιστα και στόλο και με ναύαρχο κάποιον Κοσμά, ο οποίος αναγορεύεται και βασιλιάς, τον έστειλε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, για να υπερασπιστεί τις εικόνες και να τιμωρήσει τον «ασεβή» αυτοκράτορα. Εκεί, όμως, ο μεν στόλος κατακάηκε απ’ το υγρό πυρ των Βυζαντινών (18 Απρ. 727), ο δε Κοσμάς πιάστηκε και θανατώθηκε7.
Ύστερα απ’ τη στάση αυτή της Ελλάδας, ο αυτοκράτορας (Λέοντας Γ’) απέσπασε την Ιλλυρία και όλη την Ελλάδα απ’ τη θρησκευτική δικαιοδοσία της Ρώμης και την προσάρτησε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, όταν αργότερα έγινε το σχίσμα των Εκκλησιών (867), η Ελλάδα και φυσικά και η Πιερία, βρέθηκαν στον ορθόδοξο κόσμο και ακολούθησε τη μοίρα του.
Επί Λέοντος του Στ’ (886-912), όταν έγινε η διατύπωση της τάξης των θρόνων, ο επίσκοπος Κίτρους υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και ονομάζεται πρωτόθρονος. Είναι ο πρώτος ανάμεσα στους ένδεκα επισκόπους της Μητρόπολης.
Το 904, οι Σαρακηνοί κυριεύουν και λεηλατούν τη Θεσσαλονίκη. Ο Θερμαϊκός γεμίζει από κουρσάρικα καράβια και οι ακτές του πλημμυρίζουν από βάρβαρους επιδρομείς8. Το Κίτρος είναι μέσα στην ακτίνα δράσης τους.
Το 917-986, οι Βούλγαροι με το Σαμουήλ κυριεύουν και λεηλατούν τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Το Κίτρος δοκιμάζει τη βαρβαρότητά τους. Το ίδιο γίνεται και το 1304-1341.
Κατά τον 10ο αιώνα, το Κίτρος ανήκει διοικητικά στο θέμα της Θεσσαλονίκης10. Ο Βασίλειος ο Βος (976-1025), όμως, το απέσπασε απ’ αυτό, δημιουργώντας ξεχωριστό «Καπετανίκιον». Την εποχή του Αλεξίου του Α’ (1081-1118) το «Καπετανίκιον Κίτρον» συμπίπτει με την περιοχή της επισκοπής Κίτρους11. Το «Καπετανίκιον Κίτρον» συνεχίζει να υπάρχει και την εποχή του Αλεξίου του Γ’ (1195-1203), όπως αναφέρεται σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα, που έχει χρονολογία 1198.
Στη βυζαντινή περίοδο, το Κίτρος είναι ένα απ’ τα τέσσερα αστικά κέντρα της Πιερίας και η πρωτεύουσα της περιοχής12. Τα άλλα είναι ο Πλαταμώνας, η Πέτρα και ο Κολινδρός. Την εποχή του Βασιλείου του Βου , το κάστρο του Κίτρους κατέχεται απ’ τα βυζαντινά στρατεύματα, ενώ στο κάστρο Κολινδρού κυριαρχούν για μια περίοδο οι Βούλγαροι. Το 1014, ο αυτοκράτορας αναγκάζει το Βούλγαρο Δημ Τειχωνά να εγκαταλείψει τον Κολινδρό και να του παραδώσει το κάστρο. Έτσι, οι Βυζαντινοί γίνονται κύριοι και του ορεινότερου αυτού οχυρού και εξασφαλίζουν την Πιερία απ’ τους επιδρομείς13.
Ο άραβας περιηγητής Idrisi, που επισκέφτηκε το Κίτρος στα μέσα του 12ου αιώνα, το περιγράφει σαν κέντρο πολυάνθρωπο, με πολλές αγορές και μεγάλη κίνηση.
Οι Φράγκοι Σταυροφόροι, ύστερα απ’ τη διακήρυξη του πάπα Ουρβανού Β’ στην Κλερμών της Γαλλίας το 1095, την έγγραφη και επίσημη άφεση των αμαρτιών, που έδωσε ο ποντίφικας στο συρφερό των δυτικών επιδρομένων και τον ξεσηκωμό τους για την κατάκτηση των Αγίων Τόπων κ.λ.π., στην πορεία τους για την Κωνσταντινούπολη πέρασαν κι απ’ το Κίτρος. Το 1185, οι Νορμανδοί, κυριεύοντας τη Θεσσαλονίκη14, το λεηλάτησαν. Και το 1204 νέες στρατιές Φράγκων Σταυροφόρων το κυρίεψαν και του προξένησαν μεγάλες καταστροφές.
Ο Γοδεφροίγος ο Βελλαρδουίνος το κατέλαβε το 1204 και το παραχώρησε σα φέουδο στο Λομβαρδό Virich von Daum. Τότε ιδρύθηκε στην πόλη καθολική εκκλησία με λατίνο επίσκοπο.
Ύστερα απ’ την άλωση της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Σταυροφόρους (1204), τη φοβερή λεηλασία της και τη διανομή των κατακτηθέντων απ’ αυτούς εδαφών ανάμεσα στους αρχηγούς και στους άρχοντές τους, ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός δημιούργησε δικό του βασίλειο στη Μακεδονία κι ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη και άμεση επιδίωξη του Βονιφάτιου ήταν η εδραίωση του βασιλείου του και η προς νότο επέκταση των  συνόρων της επικράτειάς του. Γι’ αυτό και προσπάθησε να καταλάβει τα γύρω επίκαιρα σημεία. Ένα απ’ αυτά ήταν και το κάστρο του Κίτρους, που, όπως φαίνεται, ήταν σημαντικό και δέσποζε της περιοχής. Και πράγματι, τον επόμενο χρόνο, με τη συνδρομή των Γάλλων, Γερμανών και Ιταλών Ιπποτών, κυρίεψε τα κάστρα του Κίτρους και του Πλαταμώνα και το Σεπρέμβριο του 1205 πέρασε τα Τέμπη και μπήκε στη Θεσσαλία15. Την εκστρατεία προς το νότο του Βονιφάτιου διευκόλυνε πολύ και η συμπαράταξη μαζί του του Μανουήλ Άγγελου, γιου της γυναίκας του Μαργαρίτας από προηγούμενο γάμο της. Οι Μακεδόνες έτρεφαν κάποια εκτίμηση στο Μανουήλ κι είχαν εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, γι’ αυτό και προσχώρησαν εύκολα στο στρατόπεδο του Βινιφάτιου.
Οι Φράγκοι, κυριεύοντας το Κίτρος, επισκεύασαν το κάστρο του και ενίσχυσαν τα τείχη και τα αμυντικά έργα, που είχαν χτίσει εκεί οι Βυζαντινοί, οικοδομώντας και μεγάλο πύργο. Την εποχή αυτή, ίσως να καταστράφηκε και ο χριστιανικός ναός της Πύδνας, όπως συμπεραίνουν οι αρχαιολόγοι από ένα φράγκικο νόμισμα που βρέθηκε στα παλιά προσχώματα κατά την ανασκαφή. Δεν είναι δυνατό ακόμα να υποστηριχτεί με βεβαιότητα ότι οι Σταυροφόροι έκαψαν το χριστιανικό ναό, που υπήρχε στο χώρο του κάστρου. Πιθανό να είχε καταστραφεί από προγενέστερες επιθέσεις άλλων επιδρομέων και οι Φράγκοι να τον βρήκαν καμμένο. Υποστηρίζεται όμως με σιγουριά, ότι πάνω στα ερείπια του ναού Σταυροφόροι έχτισαν το μεγάλο ορθογώνιο πύργο τους.
Όπως απέδειξαν οι ανασκαφές16, τον πύργο τον έχτισαν μέσα στο Άγιο Βήμα του ναού οι Φράγκοι με διάφορες ξυλοδεσιές, όπως συνήθιζαν τότε. Εντός του πύργου βρέθηκε το πετρόχτιστο κατασκεύασμα, είδος Αγίας Τράπεζας, το οποίο έφερε στο κέντρο οπή, μέσα στην οποία σωζόταν ακόμα καμμένα κάρβουνα. Απ’ αυτά συμπεραίνουν οι ειδικοί ότι εκεί θα έπρεπε να λειτουργούσε ο φάρος, ο οποίος να επικοινωνούσε με τα διερχόμενα στο Θερμαϊκό πλοία και με τις απέναντι ακτές της Χαλκιδικής. Επίσης, μέσα στο Άγιο Βήμα του μεσοβυζαντινού ναού ανακαλύφτηκε φράγκικο πηγάδι, στη θέση περίπου που ήταν η Αγία Τράπεζα. Το πηγάδι αυτό έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί είναι σπάνιο. Κατά τους αρχαιολόγους και πάλι, δεν έχουν βρεθεί άλλα φράγκικα πηγάδια στην Ελλάδα, παρά μόνο στην Κρήτη.
Επίσης, από διάφορα βυζαντινά πιάτα και άλλα κεραμικά, που βρέθηκαν θρυμματισμένα στο χώρο του πύργου και του ναού και τα οποία ανάγονται και στις αρχές του 13ου  αιώνα, επιβεβαιώνεται ότι ο χριστιανικός ναός που υπήρχε εκεί καταστράφηκε γύρω στην εποχή της άλωσης του Κίτρους απ’ τους Φράγκους. Με τα υλικά δε χτίστηκε ο Πύργος και επισκευάστηκαν και άλλα οχυρώματα του κάστρου.
Με τις πρόσφατες ανασκαφές και μέσα στην επίχωση του ναού, βρέθηκε μεγάλος αριθμός παλαιοχριστιανικών μαρμάρων και γλυπτών εξαιρετικής ποιότητας του 10ου και 11ου αιώνα. Επίσης, κατά την αρχαιολόγο Ε. Μακρή, βρέθηκαν μαρμάρινοι πρόβολοι του φράγκικου πύργου, όστρακα βυζαντινών αγγείων, νομίσματα, κομμάτια από μαρμαροθετήματα και τοιχογραφίες, που αποδεικνύουν τη σπουδαιότητα του χώρου και των οικοδομημάτων και υπογραμμίζουν την πρωτεύουσα θέση της Πύδνας και κατά τη βυζαντινή περίοδο17.
Αλλά και τα άλλα απομεινάρια των τοίχων και τα λείψανα οικοδομών και μνημείων, που αποκαλύφτηκαν στην περιοχή, αποδείχνουν ότι πρόκειται για ευρύ και ακμάσαντα οικισμό, ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί με τη χριστιανική πόλη του Κίτρους18.
Αργότερα, την εποχή της τουρκοκρατίας, πολλά υλικά, τελευταία εμφανή απομεινάρια πανάρχαιων κτιρίων, μεταφέρθηκαν από διάφορους κατά καιρούς κατοίκους του Κίτρους και χρησιμοποιήθηκαν στην τοιχοποιία νεότερων οικοδομημάτων. Παλαιότερα, είχαν βρεθεί στα ερείπια του Αγίου Αθανασίου και στους τοίχους της Αγίας Παρασκευής, καθώς και στους γύρω χώρους των δύο αυτών εκκλησιών, αρχαία μάρμαρα με διάφορες επιγραφές, παραστάσεις και ποικίλα σκαλίσματα. Από μια μάλιστα τέτοια επιγραφή, ο Γ. Οικονόμου διαπίστωσε και τη λατρεία του Δία στην Πύδνα19.
Με την κατάληψη του Κίτρους απ’ τους Σταυροφόρους, πολλοί Φράγκοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό και ιδίως στο κάστρο του. Τότε ιδρύθηκαν καθολικές εκκλησίες στο Κίτρος και στον Πλαταμώνα και εγκαταστάθηκε, όπως προαναφέραμε, λατίνος επίσκοπος στην περιοχή, με έδρα το Κίτρους. Ο καθολικός επίσκοπος είχε τον τίτλο citrensis, όπως δικαπιστώνεται από επιστολές του πάπα Ιννοκεντίου του Γ’20. Την εποχή αυτή, επίσκοπος Κίτρους ήταν ο Ιωάννης, ο οποίος διώχτηκε τότε απ’ τους καθολικούς21.
Το 1207, ο τσάρος των Βουλγάρων Καλογιάννης εισέβαλε στη Μακεδονία, τη λαφυραγώγησε και πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη. Το Κίτρος υπέστη και τότε νέες καταστροφές.
Το 1222, όταν το κράτος της Θεσσαλονίκης καταλύθηκε απ’ το Θεόδωρο Δούκα της Ηπείρου, το Κίτρος, όπως και ο Πλαταμώνας, απαλλάχτηκε απ’ τους Φράγκους –ενώ η εξουσία τους συνεχιζόταν σε άλλα μέρη της Ελλάδας- και περιήλθε στην εξουσία του δεσποτάτου της Ηπείρου22.
Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία των Φράγκων δεν εξαλείφτηκε τελείως απ’ την περιοχή, γιατί η έδρα του καθολικού επισκόπου συνεχίστηκε να υπάρχει στο Κίτρος μέχρι την κατάληψη της Μακεδονίας απ’ τους Τούρκους23. Με την κατάκτηση του Κίτρους απ’ το Θεόδωρο της Ηπείρου, διώχτηκε μεν ο καθολικός επίσκοπος (και επανήλθε ο ορθόδοξος, ο οποίος πιθανόν να ήταν ο Θεόφιλος), για να επανέλθει και πάλι το 1423, όταν ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Η’, πούλησε τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς για 50 χιλιάδες χρυσά νομίσματα24. Έτσι, η ορθόδοξη επισκοπή του Κίτρους διατηρήθηκε από το 1223 ως το 1423. Αλλά και η επικράτηση των Βενετών δεν κράτησε πολύ. Μόνο 7 χρόνια. Οι Τούρκοι, το 1430, κυρίεψαν τη Θεσσαλονίκη και κατέκτησαν οριστικά πια τη Μακεδονία. Ύστερα μάλιστα απ’ την κατάκτηση και της Κωνσταντινούπολης και με τα προνόμια που ο πορθητής σουλτάνος αναγνώρισε στην Εκκλησία, η επισκοπή του Κίτρους αναβιώνει κανονικά και συνεχίζει να υπάρχει έκτοτε.
Το 1309, οι Καταλανοί του Rocafort, αφού δεν μπόρεσαν να εκπορθήσουν τη Θεσσαλονίκη, λόγω της αντίστασης που πρόβαλε ο κυβερνήτης της Ιωάννης Β’ ο Δούκας κι ούτε κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους στην Κασσανδρεία της Χαλκιδικής, αποφάσισαν να περάσουν τα Τέμπη και να μπουν στη Θεσσαλία, όπως οι Γότθοι και οι Ούννοι παλιότερα. Ανάμεσα στους Καταλανούς ήταν και πολλοί Τούρκοι. Όλος αυτός ο συρφετός διαχείμασε στην Πιερία, λεηλατώντας και ρημάζοντας τα χωριά.
Το Κίτρος, σαν ευρισκόμενο πάνω στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Τεμπών. έχοντας και τη θαλάσια πρόσβασή του, ένιωσε σ’ όλο της το μέγεθος τη βαρβαρότητα των Καταλανών. Την άνοιξη του 1309, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, περίπου 9 χιλιάδες, πέρασαν στη Θεσσαλία, ενώ ένα μέρος τους, κυρίως Τούρκοι, έμειναν στα σύνορα της Μακεδονίας25.
Αλλά και στην περίοδο των μεγάλων εμφυλίων πολέμων των Βυζαντινών και ιδίως την εποχή των δύο Ανδρόνικων (παππού και εγγονού 1330) και την εποχή των δύο Γιάννηδων (Παλαιολόγου 1341-1376 και Κατακουζηνού 1341-1347), τότε που οι Τούρκοι έβαλαν πόδι στην Ευρώπη, το Κίτρος ξαναπαρουσιάζεται εντυπωσιακά στο προσκήνιο της ιστορίας.
Με το ξέσπασμα της εμφύλιας σύγκρουσης στην Κωνσταντινούπολη και την ανακήρυξη του Κατακουζηνού σε αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο (26-10-1341), ο μέγας Δούκας Απόκαυκος, αφού επικράτησε στην πρωτεύουσα, ενήργησε διώξεις κατά των συγγενών και των φίλων του Κατακουζηνού. Ο Κατακουζηνός, με το μέρος του οποίου πήγαν οι ευγενείς και η τάξη των αριστοκρατών του Βυζαντίου, για να αντιμετωπίσει τον Απόκαυκο, κάλεσε σε βοήθειά του τους Σέρβους του Δουσάν στην αρχή και τους Τούρκους του Αμούρ αργότερα. Η βασιλομήτορα Άννα, επίτροπος του νεαρού γιου της Ιωάννη του Ε’, με τη συμβολή και συμπαράσταση του Απόκαυκου, καθώς και του πατριάρχη Ιωάννη, οι οποίοι ήταν και συνεπίτροποι στην κηδεμονία του θρόνου, ζήτησε κι αυτή τη βοήθεια των Βουλγάρων και των Σέρβων κι έταξε μάλιστα εγγράφως στο Δουσάν, ότι θα του παραχωρήσει τη Μακεδονία, αν εγκαταλείψει τον Κατακουζηνό και πάει με το μέρος της. Ταυτόχρονα δε ζήτησε και τη βοήθεια άλλων οθωμανών εμίρηδων, στους οποίους υποσχέθηκε μεγάλες αμοιβές, με χρήματα που πήρε απ’ τους Βενετούς, βάζοντας σαν ενέχυρο τους αυτοκρατορικούς και τους άλλους θησαυρούς του Βυζαντίου, οι οποίοι ποτέ πια δεν ξαναεπέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Με δανεικά, λοιπόν, χρήματα πληρώνει η Άννα αδρά τον εμίρη Φιλαδέλφειας, ο οποίος της στέλνει 6 χιλιάδες οθωμανούς πολεμιστές. Αυτοί πέρασαν στη Θράκη κι έγιναν μάστιγα της περιοχής.
Ο Κατακουζηνός ζήτησε τη συμδρομή του Ορχάν, εμίρη της Βιθυνίας και γαμπρού του στην κόρη του Θεοδώρα, ο οποίος του έστειλε ισχυρή βοήθεια με επικεφαλής το γιο του Σουλεϊμάν. Έτσι, ένας εξοντωτικός πόλεμος αρχίζει στη Μακεδονία και στη Θράκη και οι δυο επαρχίες, οι μόνες αξιόλογες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καταστρέφονται ολότελα.
Ο Κατακουζηνός απ’ το Διδυμότειχο κινήθηκε προς το Θερμαϊκό και προσπάθησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, διοικητής της οποίας ήταν τότε ο Θεόδωρος Συνοδινός, άνθρωπος δικός του. Δεν τα κατάφερε, όμως, γιατί καθυστέρησε στη Βέροια. Κι έτσι, όταν αυτός έφτανε στο Λαγκαδά, ο απεσταλμένος του Απόκαυκου, στρατηγός Μονομάχος, που είχε φτάσει με πλοία και με ισχυρό βυζαντινό και περσικό στρατό στο Θερμαϊκό, γινόταν κύριος της πόλης.
Μαζί με το Μονομάχο συντάχτηκε και το κόμμα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης, το οποίο είχε διώξει νωρίτερα το Συνοδινό και τις λιγοστές δυνάμεις του απ’ την πόλη. Ο Κατακουζηνός πολιόρκησε μεν την πόλη, δεν μπόρεσε όμως να την εκπορθήσει, γιατί οι Τούρκοι σύμμαχοί του, δωροδοκηθέντες αδρά απ’ τη βασιλομήτορα Άννα, τον εγκατέλειψαν. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να φύγει. Αυτός μεν έφυγε προς τη Θράκη, ο γιος του δε Ματθαίος προς τη Βέροια. Με τη βοήθεια, όμως και του διοικητή της Ηπείρου, Ιωάννη Άγγελου, κατάφερε να κρατήσει τα φρούρια της Πέτρας και του Πλαταμώνα και να κυριέψει και το κάστρο της Πύδνας, το οποίο, όμως, δεν κράτησε για πολύ, γιατί ο Μονομάχος με έφοδο εξουδετέρωσε τη φρουρά του κι έγινε κύριος του σπουδαίου αυτού οχυρού. Έχοντας τώρα το κάστρο της Πύδνας ο Μονομάχος, κατάφερε γρήγορα να κυριέψει και το κάστρο του Πλαταμώνα και να γίνει κύριος ολόκληρης της Πιερίας.
Νέα, όμως δεινά επιφυλάσσονται για το Κίτρος. Σε λίγο ήρθε προς βοήθεια του Κατακουζηνού ο εμίρης του Αϊδινίου Αμούρ, με ισχυρό στόλο, αποτελούμενο από 22 πλοία και αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Κλωπά, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ο Θερμαϊκός γέμισε ασιατικά καράβια. Την άλλη μέρα, ο Αμούρ απέσπασε από το στόλο του 50 διαλεχτά πλοία και τα έστειλε κατά του κάστρου της Πύδνας.
Ο Κατακουζηνός, που βρισκόταν στη Βέροια, μόλις πληροφορήθηκε τον ερχομό των βαρβάρων, παρ’ ότι ήταν σύμμαχοί του και έρχονταν να τον βοηθήσουν, έδωσε εντολή επαγρύπνησης στο στρατό και σύστησε στο λαό να κλειστεί στα φρούρια, γιατί φοβόταν αρπαγές, εξανδραποδισμούς και κακοποιήσεις των κατοίκων26. Οι κάτοικοι του Κίτρους, φοβούμενοι τον ερχομό των βαρβάρων, αποσύρθηκαν ψηλότερα στα δασωμένα βουνά, όπως έκαναν συνήθως, όταν κίνδυνος απειλούσε την πόλη τους.
Ο Απόκαυκος στο μεταξύ, μόλις έμαθε τον ερχομό του Αμούρ, από φόβο έφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Ο δε Μονομάχος απέσυρε αμέσως στη Θεσσαλονίκη όλες τις φρουρές που είχε εγκαταστήσει στην ύπαιθρο. Έτσι, τα κάστρα του Κίτρους και του Πλαταμώνα κυριεύτηκαν απ’ τον Αμούρ και πέρασαν στα χέρια του Κατακουζηνού. Η περιοχή λεηλατήθηκε απ’ τους ασιάτες του Αϊδινίου και οι κάτοικοι υπέφεραν πολλά απ’ την παρουσία τους.
Με την ευκαιρία των εμφυλίων αυτών πολέμων, εκτός του ότι πάτησαν γερά το πόδι τους στην Ευρώπη οι Τούρκοι, επεξέτειναν και την κυριαρχία τους προς νότο και οι Σέρβοι, οι οποίοι είχαν καταλάβει πολλές παραλιακές πόλεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Το Βυζάντιο απογυμνώθηκε απ’ τις καλύτερες επαρχίες του κι έχασε όλες τις ισχυρές και στρατηγικές περιοχές του. Η βασιλομήτωρ Άννα το απογύμνωσε από κάθε οικονομικό αντίκρυσμα, χρεώνοντάς το ανεπανόρθωτα στους Βενετούς και αμφότεροι οι αντιμαχόμενοι το γονάτισαν οικονομικά με τα ασυλλόγιστα και πλουσιοπάροχα δοσίματα και ταξίματά τους στους ηγεμόνες και ηγεμονίσκους των γύρω περιοχών.
Την εποχή αυτή, που το Βυζάντιο κρημνιζόταν οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά, οι «Ησυχαστές» του Παλαμά απ’ τη μια και οι αντίπαλοί τους οι Βαρααμίτες απ’ την άλλη φιλονικούσαν στην Κωνσταντινούπολη και συντάραζαν τα τρίζοντα ήδη θεμέλια της φθίνουσας αυτοκρατορίας, για την υφή του φωτός του Θαβώρ. Αν είναι δηλαδή το φως αυτό «κτιστόν» ή «άκτιστον».
Στην αρχή, με το μέρος του Βαρλαάμ, ο οποίος διακήρυττε ότι το φως αυτό ήταν κτιστό, πήγαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους ο τότε οικουμενικός πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, ο λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς, οι πατριάρχες Αντιοχείας Ιγνάτιος και Ισήδωρος, καθώς και ο μοναχός Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος και αναδείχτηκε μεγάλος πολέμιος των Ησυχαστών του Παλαμά, ή των Ομφανοψύχων, όπως τους αποκαλούσαν οι Βαρλααμίτες27. Η διαμάχη των παπάδων οξυνόταν άσχημα και έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις και το πρόβλημα της υφής του φωτός του Θαβώρ εντεινόταν και περιπλεκόταν περισσότερο και παρ’ ολίγο να βυθίσει στο σκοτάδι ολόκληρη την αυτοκρατορία. Τη λύση έδωσε ο Κατακουζηνός, σαν πρόεδρος Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη (1351), η οποία αποφάνθηκε ότι το φως του Θαβώρ ήταν άκτιστο και ήταν το ίδιο ακριβώς με το φως που είχαν τη δυνατότητα να βλέπουν οι τέλειοι Ησυχαστές28. Καταδίκασε το Βαρλαάμ και υιοθέτησε τις απόψεις του Παλαμά29.
Με την επικράτησή τους οι Ησυχαστές, προέβηκαν σε πολλά έκτροπα. Τότε, το νεκρό σώμα του αποθανόντα τις μέρες εκείνες Νικηφόρου Γρηγορά, αντίπαλου του Παλαμά, εκτέθηκε σε ύβρεις και σύρθηκε στους δρόμους της πόλης, όπως αναφέρει ένας άλλος αντίπαλος, ο Ιωάννης Κυπαρισσιώτης, ο επονομαζόμενος «Σοφός»30.
Έτσι, ενώ η αυτοκρατορία διαλυόταν, αυτοκράτορας και ιεράρχες ασχολούνταν με άλλα, τελείως διαφορετικά θέματα. Θέματα πείσμονων εγωισμών, στριφνής ισχυρογνωμοσύνης και πικρού και απύθμενου φατριαστικού μίσους. Το διαβρωτικό αυτό μίσος, μαζί και με άλλες παρόμοιες έριδες και εσωτερικές διαμάχες, οι τότε διάφοροι μεγαλόσχημοι ιεράρχες και οι μεταγενέστεροι ισχυρόγνωμοι οπαδοί τους θα το ονομάσουν λάμψη της αλήθειας, επικράτηση της σωστής πίστης, θρίαμβο του άλφα ή βήτα «καλλικέλαδου» και «θεόπνευστου» συνοδικού κ.λ.π., αντί να το πουν μαχαίρι δίκοπο, που θέριζε τα σπλάχνα του Βυζαντίου, σφύρα καταστροφική, που καταθριμμάτιζε τη σπονδυλική στήλη μιας ένδοξης φυλής και δυναμίτη κουφών και άμυαλων, που υπονόμευε συστηματικά και άσπλαχνα και ναρκοθετούσε χωρίς καμιά συστολή και τύψη τα θεμέλια ενός μεγάλου πολιτισμού και μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας.
Οι Ησυχαστές επικράτησαν και πανηγύριζαν. Το Βυζάντιο, όμως, θρηνούσε την απώλεια της Καλλίπολης (1354). Οι Βαρλααμίτες αφορίζονταν και διώχνονταν. Οι Τούρκοι πατούσαν στην καρδιά της αυτοπκρατορίας και εδραιωνόταν οριστικά στην Ευρώπη.
Το Νοέμβριο του 1371, ο γιος του δεσπότη Θεσσαλονίκης Ιωάννη του Ε’, Μανουήλ, σύμφωνα μ’ ένα αγιορείτικο χρονογραφικό σημείωμα, κατέλαβε τις Σέρρες και πολλές παράλιες πόλεις της Μακεδονίας και Θεσσαλίας και «τας ηλευθέρωσεν από του ζυγού των Σέρβων»31.
Το 1385, οι στρατηγοί του Μουράτ Α’, Εβρέν και Καρά-Χαλίλ, κυριεύουν τη Βέροια και συνεχίζουν τις επιθέσεις τους κατά της Θεσσαλονίκης. Τις περισσότερες παραλιακές πόλεις της Μακεδονίας τις έχουν ήδη κυριέψει από νωρίτερα32. Τελικά, κυρίεψαν και τη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1391 και, προχωρώντας προς νότο, λεηλάτησαν την Πιερία και πέρασαν στη Θεσσαλία.
Αλέκος Ν. Αγγελίδης
“Αναδρομή στην Ιστορία της Μακεδονίας – Τόμος Α’ ”
Εκδόσεις Μάτι, 1989
Επιμέλεια ηλεκτρονικής έκδοσης Ιάκωβος Γαριβάλδης


1 . Δήμιτσα Μ.: «Αρχ. Γεωγρ. Μακεδον.» σελ. 158.
2 . Αναγνωστόπου Π.: «Αρχ. Ολυμπική Πιερία» σελ. 71
3 . Tafel T.: «De Thessalonica Eiusque Agro Dissertatio Geografica» p. 184-86.
4 .  Finley G.: «Greeks and Romans» p. 202.
5 .  Obolenscy D.: «The Byzantine Commonwealth» p. 51.
6 . Δες Κεφάλ. 11 «Επισκοπή και Επίσκοποι Κίτρους».
7 . Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπ. τόμ 8 σελ. 652-653.
8 . Μελ. Ελλην. Εγκυκλοπ. τόμ 8 σελ. 652-653.
9 . Racinmans S.: «Byzantine Civilization» p. 59.
10 . Την εποχή αυτή η Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι χωρισμένη σε θέματα. Ο Κν/νος Πορφυρογέννητος αναφέρει 17 ασιατικά θέματα και 12 ευρωπαϊκά Ανάμεσά τους είναι και το θέμα Θεσ/νίκης. (B. J. Bury: «Hist. of the Late Roman Empire» vol. 2 p. 351).
11 . Βακαλόπ.  Α.: «Το κάστρο του Πλαταμώνα» σελ. 62 («Μακεδονικά» τόμ. Α’).- Θεοχάρη Γ.: «Καπετανίκια της Μακεδονίας» σελ. 2 και 33.
12 . Αναγνωστ. Π.: «Αρχαία Ολυμπική Πιερία» σελ. 142.
13 . Παπαζώτου Αθ.: «Οι αρχαιλόγοι μιλούν για την Πιερία» σελ. 63.
14 . Για τις βαρβαρότητές τους γράφει ο αυτόπτης μάρτυς αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος.
15 . Μεγ. Ελλην. Εγκυκλ. Πυρσός, λέξη Βονιφάτιος.
16 . «Οι αρχαιολ. μιλούν για την Πιερία». Έκδοση ΝΕΛΕ Πιερίας 1985.
17 . «Οι αρχαιολ. μιλούν για την Πιερία».  σελ. 62.
18 . Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη. σελ. 19.
19 . Οικονόμου Γ.: «Επιγραφαί της Μακεδονίας» Αθήνα 1915 σελ. 38-39.
Πρώτο τεκμήριο της λατρείας του Δία στην Πύδνα αποτελεί κατά τον Γ. Οικονόμου η ανεύρεση λίθινου βωμού (ύψους 0,94, μήκ. 0,33 και πάχ. 0,28) γύρω στα χαλάσματα της ερειπωμένης εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου, προσχωμένου στο έδαφος, πάνω στον οποίο αναγράφονταν οι λέξεις
                             Joci O(ptimoM(aximo)
                             L(ucius Domitius
                                   Paullus        (αριθμ. επιγραφής 64).                                                                   
20 . Χρονικό Μορέως σελ. 175.
21 . Δες Κεφ. 11 «Επισκοπή και Επίσκοποι Κίτρους».
22 . Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, τόμ. 2 σελ. 204, ο Θεόδωρος διαδέχτηκε το Μιχαήλ που δολοφονήθηκε το 1214. Το 1218-1223 ο Θεόδ.  κυριεύει πόλεις της Μακεδονίας και Θεσσαλίας και το 1223 στέφεται στη Θεσ/νίκη.  βασιλιάς.
23 .  Tafel: «Thessalonica… » 6.57.86.- Heuzey σελ. 162.
24 . Ελευθερουδ.: «Παγκόσμ. Ιστορία» (Αθήνα 1933) τόμ Β. σελ. 310.
25 .  Nicol M.: «The Lasts centuries of Byzantium» σελ. 142.
26 . Κατακουζηνού τόμ 2 σελ. 391. «… τους βαρβάρους Πύδναν προσχόντας».
27 . Ελευθερουδ.: «Παγκόσμ. Ιστορία» τόμ 2 σελ. 302.
28 . Βασίλιεφ Α.Α.: «Ιστορία της Βυζ. Αυτοκρατορίας 324-1453» τόμ Ε’ σελ. 89.
29 . Ουσπένσκη: «Βυζαντινός Πολιτισμός» (ρωσικά) 336.
30 . Βασίλιεφ Α.Α.: .: «Ιστορία της Βυζ. Αυτοκρατορίας» τόμ. Β’ σελ. 90.
31 . Ελευθερουδάκη: «Παγκ. Ιστορία» τόμ 2 σελ. 305.
32 . Ελευθερουδάκη: «Παγκ. Ιστορία» τόμ 2 σελ. 305



http://diasporic.org/