Τις τελευταίες ημέρες έχει αρχίσει μια συζήτηση ο τόπος για
τις προτάσεις τω κομμάτων όπως αυτές εκφράζονται στα προγράμματα τους.
Ιδίως οι συμμετέχοντες σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές
εκπομπές διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους
σχετικά με το πόσο καλό ή κακό θα
προκαλέσει στη χώρα η εφαρμογή των προγραμματικών δηλώσεων του Α ή Β κόμματος.
Η συζήτηση αυτή πάσχει.
Πρώτα από όλα η ελληνική πολιτική ιστορία δεν καταδεικνύει
ότι τα κόμματα «αισθάνονται» την ανάγκη να υλοποιήσουν τα προγράμματα τους,
καθώς μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης είτε γίνονται πιο πραγματιστικά, είτε
υιοθετούν άλλες επιλογές.
Δεύτερον, αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις όχι μόνο κανένα
κόμμα δεν θα έχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία αλλά δύσκολα θα συγκεντρώσει
περισσότερο από το ¼ των θετικών ψήφων των ψηφισάντων, επομένως θα έχει την
αποδοκιμασία του 75% των εκλογέων που θα προσέλθουν στις κάλπές. Επιπροσθέτως,
το πρώτο κόμμα θα αναγκαστεί να συμμαχήσει με άλλες πολιτικές δυνάμεις και,
συνεπώς, θα υποχρεωθεί να αλλοιώσει τις προγραμματικές του θέσεις. Η εμπειρία
των κυβερνήσεων Τζανετάκη (ΝΔ, ΣΥΝ) και Ζολώτα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ) έδειξε ότι
προφανώς κανένα κόμμα δεν εφάρμοσε το πρόγραμμα του.
Τρίτον, οι ειδικές οικονομικές συνθήκες της χώρας καθιστούν
αυτονόητο ότι όσο η χώρα εξακολουθήσει να λειτουργεί χάριν των πιστοδοτήσεων των
ΕΕ και ΔΝΤ, τις προθέσεις της επόμενης
κυβέρνησης θα πρέπει να ενστερνιστούν και οι εκπρόσωποι των πιστωτών της.
Μολονότι -μετά τις τελευταίες εκλογές- υπάρχούν ενδείξεις
για μια αμυδρή πρόθεση αναδιαπραγμάτευσης ορισμένων διατάξεων του Μνημονίου από
την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, ωστόσο η διαπραγμάτευση με την Τρόϊκα ενδέχεται να θυμίζει
λίγο τη συζήτηση του βαριά καρδιοπαθούς με τον χειρουργό του για την αμοιβή της
επέμβασης: ο ιατρός δε θα ήθελε να φύγει ο ασθενής του, αλλά αν η συμφωνία καθυστερήσει
πολύ να επιτευχθεί, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην έχει πλέον αντικείμενο.
* Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου