Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Αφηγήσεις αναμνήσεων συνέχεια: ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΥΜΜΑΘΗΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ – ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Μας το έστειλε ο Βασίλειος Τραούδας..... Ευχαριστούμε πολύ


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΥΜΜΑΘΗΤΩΝ
ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ – ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
52 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΚΑΘΗΣΑΜΕ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΘΡΑΝΙΑ(1960)
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ(1972)
  
        ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ  10/6/2012
Ας βάλω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και με τη βοήθειά τους να γυρίσω το
χρόνο πίσω μισό αιώνα και κάτι.
Είμαστε παιδιά στο Δημοτικό Σχολείο των Παλιαμπέλων, Πέτρινο σχολείο μονοθέσιο, όλες οι τάξεις μαζί απ’ την πρώτη έως την έκτη. Ωστόσο υπήρχε και μια αίθουσα για τα πολιτιστικά δρώμενα. Εκεί παιζόταν όλα τα σκετς 25ης Μαρτίου και 28ης Οκτωβρίου και οι απαγγελίες των ποιημάτων. 
Τα αναφέρω γιατί έχουν άμεση σχέση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις ανάγλυφες αναμνήσεις που θα διηγηθώ. Δεν θα αναφερθώ πόσο δύσκολα ήταν εκείνα τα χρόνια, όλοι το γνωρίζουμε. Σήμερα είναι μέρα χαράς και σ’ αυτό το αντάμωμα θέλω να διηγηθώ αυτά με την γλυκόπικρη γεύση και την έντονη ανάμνηση.
Στην αυλή του σχολείου μας συμπωματικά, ίσως τυχαίο δεν νομίζω, έβλεπε το παράθυρο του μπακάλικου του μπάρμπα – Μήτσου. Από κει με δεκάρες, εικοσάρες ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μισή δραχμή αγοράζαμε καραμέλες φλόκες, μπισκότα Μιράντα Παπαδοπούλου, τα μαντζούνια καραμέλες με χοντρή ζάχαρη, και τη μαστίχα που ήταν κι αυτή ένα μακρύ ροζ μαντζούνι που ο μπακάλης το έκοβε σε κομματάκια με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε τη λακέρδα, το χαλβά και μερικές φορές την πράσινη πλάκα σαπουνιού αφού το σκούπιζε πρώτα στη θεοβρώμικη ευτυχώς μπεζ ποδιά του.

Εμένα λοιπόν φαίνεται πως οι επέτειοι μου πήγαιναν πολύ. Ήταν παραμονή μάλλον 25ης Μαρτίου και στη διπλανή αίθουσα ο δάσκαλος έδινε τις τελευταίες οδηγίες πώς θα παίξουμε το έργο. Εγώ πριν λίγο είχα αγοράσει ένα κομμάτι από τη ροζ μαστίχα και απολάμβανα τη γλύκα της και όχι μόνο, έκανα και κάτι ωραίες φούσκες που έσκαγαν με θόρυβο ενώ άλλες κολλούσαν στη μύτη μου. Βέβαια τις ξεκόλλαγα και συνέχιζα απτόητη. Ο δάσκαλος με κοίταξε λοξά. Σιγά μη το κατάλαβα. Τη δεύτερη φορά επίσης γιατί η φούσκα έκανε θόρυβο και τα παιδιά έκαναν στροφή κεφαλής όπως όταν έφτανε η παρέλαση στους επισήμους. Ευτυχώς σήμερα η στροφή έγινε αποστροφή. Την τρίτη φορά όμως μου’ρθε ένα χαστούκι ξεγυρισμένο σαν μπαταριά απ΄το καριοφίλι του 21, κατάπια τη μαστίχα χωρίς να το καταλάβω τόσο αναπάντεχα ήταν που άρχισα να κλαίω. Εάν νομίζετε ότι έκλαιγα για το χαστούκι απατάσθε. Τη μαστίχα μου έκλαιγα  που δεν πρόλαβα να την ευχαριστηθώ αλλά και γιατί χάλασαν τα σχέδιά μου. Σκόπευα αφού τη μασήσω να την κολλήσω κάτω απ’ το θρανίο για να την μασήσω την επόμενη που δεν θα είχα χαρτζιλίκι.

Δεν θυμάμαι και πολύ καλά διότι ου γαρ έρχεται μόνο του.  Δεν εννοώ το γήρας αλλά τα λίγα χρόνια που πέρασαν από πάνω μας. Πάντως ήταν πάλι εθνική επέτειος. Έπρεπε εγώ και ο αδελφός μου ένα χρόνο μικρότερος να ντυθούμε τσολιαδάκια να τιμήσουμε την οικογένεια, να δοξάσουμε την πατρίδα και να ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις του σχολείου. Όλα υπήρχαν, φουστανέλες, φέσια, τσαρούχια, γιλέκα αλλά ένα μόνο καλσόν.
Η μητέρα μας παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες να ψάξει σ’ όλο το χωριό δεν στάθηκε τυχερή. Έπρεπε όμως κάτι να γίνει. Αφού έστυψε το μυαλό της μας είπε: «παιδιά, ένας από σας θα φορέσει το άσπρο σώβρακο του πατέρα σας». Αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο γιατί κανείς δεν το ήθελε. Εγώ σαν μεγαλύτερη άσκησα βέτο θεωρώντας αυτονόητο ότι το καλσόν είναι γυναικεία υπόθεση, λίγο με μπέρδευε το γεγονός ότι το φορούσαν οι τσολιάδες, αλλά δεν ήταν ώρα για αναλύσεις.
Η μητέρα πήρε τη σίνγκερ μηχανή της γιαγιάς, το’ φερε από δω το μάζεψε από κει και κανείς δεν το κατάλαβε, εκτός από τον αδελφό μου που είχε τη μύγα και μυγιαζόταν. Απόδειξη η φωτογραφία που έχει το κεφάλι κάτω γιατί θεωρούμε ότι όλα έβλεπαν αυτόν. 

Τελευταία κλείνω με μια ανάμνηση τόσο ζωντανή σαν να συνέβη χθες. (Νερό ο χρόνος κυλάει). Το μπακάλικο – καφενείο του Μπάρμπα- Μήτσου γινόταν το χειμώνα και σινεμά. Έβαζε τις μπλε κόλλες στα παράθυρα, αράδιαζε τις ξύλινες καρέκλες και μερικά κασόνια γιατί η προσέλευση ήταν μεγάλη όπως και η λαχτάρα για το έργο. Τίτλος ‘’Διψασμένη γι’ αγάπη’’, Μάρθα Βούρτση – Νίκος Κούρκουλος. Εγώ ορίστηκα ως ομάδα περιφρούρησης, δεν έπρεπε να αφήσω τα παιδιά να μπουν. Το δέλεαρ μεγάλο. Αποφάσισα να πάω μ’ όποιο κόστος (ασυνείδητη επαναστάτρια ίσως και δεν μου φαινότανε). Αδύνατη και μικροκαμωμένη χώθηκα ανάμεσα στα εμπριμέ φουστάνια και να’ σου η καλή σου μέσα στο σινεμά  και χωρίς εισιτήριο.  Το έργο δακρύβρεχτο το τσιμέντο άρχισε να υγραίνεται (τα μωσαϊκά ανακαλύφθηκαν αργότερα), και κατόπιν να σκεπάζεται από τα μαύρα και άσπρα πασατέμπο. Το τέλος του έργου αίσιο, είναι όλοι περιχαρείς και ευχαριστημένοι φύγαμε.
Στο διάλειμμα είχα νιώσει κάποιο σπιούνικο βλέμμα αλλά κάθε απόλαυση έχει το ρίσκο της. Τη Δευτέρα το πρωί χτύπησε η καμπάνα για το σχολείο. Καθόμουν πρώτο θρανίο, ο δάσκαλος ήδη είχε πάρει τις πληροφορίες του (κάπως έτσι χάσαμε τις Θερμοπύλες αλλά έμεινε η δόξα της ιστορίας). Με ρώτησε: ‘’Ελένη, τι έργο είχε χθές;’’ αφού με κάλεσε στην έδρα. ‘’Διψασμένη γι’ αγάπη κύριε’’ είπα. ‘’Λάθος τίτλο μου λες’’ είπε ο δάσκαλος. Εγώ απόρησα γιατί εκατό φορές είχα δει τις αφίσες με τους πρωταγωνιστές. Το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να αντιληφθεί το σκεπτικό του δασκάλου. Διψασμένη για ξύλο, μου λέει ήταν ο τίτλος και άπλωσε τα χέρια σου. Ήταν χειμώνας, τα χέρια μου παγωμένα γιατί η ξυλόσομπα δεν έφτανε να ζεστάνει. Δέκα απ’ το ένα χέρι δέκα από το άλλο και η βέργα από κρανιά. Κάθισα στο θρανίο έβαλα τα χέρια μου ανάμεσα στα πόδια μου αλλά δεν έκλαψα. Δεν ήθελα να δώσω τη χαρά σ’ αυτόν που με πρόδωσε αλλά δεν τόλμησε να κάνει το ίδιο. Αν γύριζα το χρόνο πίσω να είστε σίγουροι ότι θα έκανα πάλι το ίδιο.

Κλείνοντας θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ πρώτα στους γονείς μας αλλά και στους δασκάλους και καθηγητές μας αργότερα, όχι τόσο για τις σπουδές μας ή ότι γίναμε κάποιοι επαγγελματικά, αλλά για τις αξίες της ζωής που μας μετέδωσαν και γίναμε Άνθρωποι σωστοί και πιστεύω ότι αυτό αξίζει περισσότερο από κάθε τι.

Ευχαριστώ που μοιραστήκατε τις αναμνήσεις μου και εύχομαι σ’ όλους υγεία και σε 20 χρόνια να’ μαστε πάλι μαζί ΟΛΟΙ. Εννοείται ότι ενδιάμεσα θα ξαναβρεθούμε.

ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ Ελένη  του Θεοδώρου