Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Χορός των Ρόδων...


­
Πολλές πόλεις μοιάζουν με πολλές γυναίκες...
Καλές και όμορφες όταν έχεις λεφτά, κακές, σκληρές και άσχημες όταν δεν έχεις. Μια τέτοια πόλη είναι κι η Φραγκφούρτη· προπάντων όταν έχει καμιά γιορτή, όπως τώρα που
πλησιάζουν Χριστούγεννα. Στολίζεται, φωτίζεται, γεμίζει τις βιτρίνες της με ό,τι πιο λαμπερό διαθέτει και περιμένει από σένα... κι εγώ δεν ξέρω τι. Ευτυχώς η γυναίκα μου δε μοιάζει με τη Φραγκφούρτη. Περισσότερο μοιάζει με ένα ήσυχο, ειρηνικό χωριό την άνοιξη, όπου μπορεί κανείς να επιβιώσει και να χαρεί τη ζωή, έστω και χωρίς λεφτά. Κι επομένως δεν έχει λόγο να περιφέρεται σκοτεινός και βαρύθυμος, όπως καλή ώρα εγώ.
Ομως εδώ και βδομάδες έχανα, έχανα συνέχεια. Στη γυναίκα μου δεν έλεγα τίποτα, αυτή όμως έδειχνε να καταλαβαίνει τα πάντα. Κάθε μεσημέρι που με συνόδευε μέχρι το λεωφορείο του καζίνου, βάδιζε πλάι μου υποστηρίζοντάς με σαν να συνόδευε το φέρετρο του άντρα της. Κοιτούσε αμίλητη κάτω, και φαινόταν να μην την ενδιαφέρει τίποτα εκτός από τα βήματά της, που όταν θα συμπλήρωναν έναν ορισμένο αριθμό έως τη στάση, θα χωρίζαμε. Μια φορά μόνο σταμάτησε μπρος σε μια βιτρίνα με δερμάτινα είδη και μου έδειξε μια γυναικεία τσάντα.
Ομως είναι πολύ ακριβή, συμπλήρωσε γρήγορα και με απομάκρυνε μόνη της.
Από τη μέρα που με είχε πάρει ο κατήφορος, θα έχασα τουλάχιστον εκατό τέτοιες τσάντες. Φοβόμουν ότι σε λίγο θα με σταματούσε μπρος σε βιτρίνες με ψωμιά και δε θα ήμουν σε θέση να της αγοράσω ένα. Ηταν κάτι που είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν, όμως δεν της είχε κάνει εντύπωση και δεν ξέρω ούτε αν το 'χε παρατηρήσει. Οπως δεν της έκανε εντύπωση η έλλειψη χρημάτων, έτσι δεν της έκανε εντύπωση και η ύπαρξη χρημάτων.
Στα πρώτα χρόνια του βίου μας, τέτοιες μέρες φεύγαμε από την Αθήνα και πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Είχα μπλέξει σ' ένα καρέ από εργολάβους, μηχανικούς, ανθρώπους της οικοδομής τέλος πάντων, και παίζαμε συνέχεια μέχρι τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη. Η γυναίκα μου τις πρώτες μέρες ερχόταν μαζί μου και, καθισμένη σε μια πολυθρόνα μ' ένα βιβλίο στα χέρια, περίμενε υπομονετικά ένα και δυο μερόνυχτα διαβάζοντας. Οταν τελείωναν τα βιβλία ή όταν βαριόταν, παρέμενε στο ξενοδοχείο και κοιμόταν.
Σχεδόν πάντα επέστρεφα κερδισμένος. Στόλιζα το κρεβάτι με λογής λογής χαρτονομίσματα κι έπειτα την ξυπνούσα φιλώντας την. Κοιτούσε γύρω της σαν να την είχαν διακοσμήσει με παλιόχαρτα, και είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσε, αντί γι' αυτά, να βρίσκονταν εκεί πάνω λουλούδια. Ομως εγώ με χιλιάρικα έπαιζα, δεν έπαιζα με άνθη. Γι' αυτά ιδροκοπούσα όλη νύχτα και αγωνιούσα, ώσπου να τα αποθέσω το ξημέρωμα στα πόδια της και να τα κάνει ό,τι εκείνη ήθελε. Δε φταίω εγώ αν δεν τα 'κανε τίποτα· όπως δε φταίω και τώρα που δεν έχω λεφτά να της αγοράσω μια τσάντα. Ας την αγόραζε τότε.
Στο καζίνο όλοι ξέρανε πια πως δε διαθέτω χρήμα, παρόλο που εξακολουθούσα να πίνω τα ουίσκι που έπινα πάντα και να αποφεύγω να βάζω τα χέρια στις τσέπες. Οι καθημερινοί παίκτες με έβλεπαν σαν το πρώτο κρούσμα κάποιας μεταδοτικής ασθένειας που την είχαν ακουστά και τώρα είχε πλησιάσει απειλώντας τους.
Το μεσημέρι της παραμονής των Χριστουγέννων η γυναίκα μου με συνόδεψε ­ όπως κάθε μέρα ­ στη στάση του λεωφορείου. Επεφτε ένα χοντρό, απαλό χιόνι και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από χαρούμενες οικογένειες, φορτωμένες με τα δώρα που θα χάριζαν το βράδυ ο ένας στον άλλο. Χαιρόταν που βρισκόμασταν ανάμεσά τους· ήταν σαν να βρισκόμασταν ανάμεσα στους χαμένους μας συγγενείς. Εστω και για τόσο λίγο. Είχαμε ζήσει κι εμείς μια δυο φορές τέτοια ανέμελα Χριστούγεννα, και κάθε χρόνο ήλπιζε πως θα τα ξαναζούσαμε. Μαζί της κι εγώ.
Περάσαμε και πάλι μπροστά από τη βιτρίνα με την τσάντα χωρίς να σταματήσουμε και μετά εγώ έφυγα με το λεωφορείο κι εκείνη γύρισε σπίτι περνώντας ίσως από τη γνωστή βιτρίνα. Δεν ήξερα πια γιατί πάω στο καζίνο, αφού δεν είχα λεφτά να παίξω. Ή μάλλον ήξερα, αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω. Βαθιά μέσα μου πίστευα ότι αφού εδώ, σ' αυτό το μέρος, έχασα τα λεφτά μου, εδώ, σ' αυτό το μέρος, θα τα ξανάβρισκα. Ηπια ένα ουίσκι βλέποντας άσχετους παίκτες να κερδίζουν και να χοροπηδάνε, κι αυτό μ' έκανε να παραγγείλω άλλο ένα.
  
Να το κεράσω εγώ;

Ηταν το ωραιότερο πράγμα που είχα ακούσει στο καζίνο εδώ και καιρό, κι ούτε μ' ενδιέφερε ποιος το 'πε. Το να με κεράσει κάποιος εκείνη τη στιγμή ένα ουίσκι ήταν σα να με κερνούσε ένα διαμέρισμα. Εμεινα λοιπόν λίγο έτσι, για να χαρώ αυτό που είχε ειπωθεί, όπως έκανα κι όταν έβγαινε το νούμερο που είχα ποντάρει. Επειτα γύρισα κι είδα να στέκεται δίπλα μου ο Κλάους.
Ο Κλάους ήταν ένας τύπος που του ταίριαζε πολύ να στέκεται τέτοια μέρα δίπλα σ' ανθρώπους σαν κι εμένα, και όχι δίπλα στην οικογένειά του. Στα δέκα χρόνια που τον γνώριζα, ζήτημα είναι αν είχαμε ανταλλάξει δέκα κουβέντες. Σίγουρα θα ήξερε πως τον αντιπαθούσα επειδή κι εγώ ήξερα πως με αντιπαθούσε. Κάθε που αντάμωναν τα βλέμματά μας, συντηρούσαν αυτή την αντιπάθεια και την έτρεφαν. Μπορεί, αν καθόμασταν να μιλήσουμε, να γινόμασταν και φίλοι, όμως αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ, αφού ο Κλάους έπαιζε μεγάλα ποσά και συνήθως κέρδιζε, ενώ εγώ έπαιζα μικρά ποσά και συνήθως έχανα.
Υπήρχε λοιπόν αυτή η ταξική διαφορά. Οι κοινωνίες των καζίνων μπορεί να είναι δημοκρατικότατες, αφού όλες οι φυλές εκεί μέσα αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό, μπορεί όμως να γίνουν και οι πιο ρατσιστικές, όταν η κατάσταση της ανισότητας διαιωνίζεται κι αφού ο καθένας νοιάζεται μόνο για την πάρτη του και για το ατομικό του συμφέρον.
Θα πιεις άλλο ένα; ρώτησε πάλι ο Κλάους, αφού ήπια το πρώτο στη μακροημέρευση της κωλοφαρδίας του.
Περίμενε ν' αδειάσω το ποτήρι και τότε έσκυψε μπροστά σαν να ήθελε να μου μυρίσει το χνότο.
Θέλω να μου κάνεις μια χάρη.
Αυτό ειδικά που έπρεπε να το ρωτήσει δεν το ρώτησε.
Στράφηκα και τον κοίταξα μ' εκείνο το βλέμμα που το καταλάβαινε και εξαιτίας του με είχε αντιπαθήσει, ώσπου συμπλήρωσε γρήγορα:
Αν θέλεις, βέβαια...
Δε μίλησα και συνέχισε:
Θα πληρωθείς καλά.
Είχε έρθει η στιγμή να μιλήσω.
Τι χάρη;
Ν' αλλάξεις είκοσι χιλιάδες στο ταμείο. Θα σου δώσω ένα πεντακοσάρικο. Ξέρεις ότι εγώ μόνο τριάντα χιλιάδες μπορώ να σηκώσω και ήδη τις σήκωσα.
Το ήξερα, όπως το ήξεραν και όλοι εδώ μέσα. Ο Κλάους ήταν πρώτος στο να κλείνει συμφωνίες ­ απόδειξη ότι το καζίνο τού είχε επιτρέψει μετά από μήνες πάλι την είσοδο, με τη συμφωνία, μόλις κερδίζει τριάντα χιλιάδες, να σταματάει. Κι ένα χιλιάρικο παραπάνω να έπαιρνε, όφειλε να το επιστρέψει. Οχι παραδίνοντάς το στο ταμείο, αλλά χάνοντάς το στο τραπέζι. Δεν υπάρχει πιο δύσκολος τρόπος να πετάξεις τα λεφτά σου.
Είναι σαν να θέλεις να απαλλαγείς από γυναίκα, όσο τη διώχνεις τόσο εκείνη κρέμεται από το λαιμό σου. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που ο Κλάους είχε κερδίσει πάλι είκοσι χιλιάρικα επιπλέον και κάτω από το βλέμμα της διεύθυνσης επιχείρησε να τα δώσει πίσω. Τα έβαλε λοιπόν όλα στο οχτώ κι ότι είχε σχέση με το οχτώ. Πλαν και σεβάλ, καρέ, μαύρο, μικρά νούμερα, μεσαία δωδεκάδα ­ όλα στο ανώτατο όριο.
Ηταν ένας αριθμός που μισούσε και τον μίσησε περισσότερο όταν τον είδε να έρχεται. Επαιξε το είκοσι και ό,τι είχε σχέση με το είκοσι ­ πάλι στο μάξιμουμ. Ηρθε το είκοσι και ο Κλάους άρχισε να τρελαίνεται. Τη μέρα εκείνη κέρδισε ένα εκατομμύριο, και μια ολόκληρη εβδομάδα παιδευόταν προσπαθώντας να το χάσει. Θα μποούσε να το πάρει και να φύγει, όμως δεν είχε πού αλλού να πάει. Ισως είναι και ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που βγήκε από καζίνο τόσο ανακουφισμένος επειδή έχασε ένα εκατομμύριο μάρκα.
Το πεντακοσάρικο δεν είναι ούτε ένα πέντε τα εκατό, του λέω.
Μπορώ να τα δώσω και σε άλλον να τ' αλλάξει.
Δώσ' τα τότε.
Είχα καιρό να παίξω, όμως έστω κι έτσι χαιρόμουν την μπλόφα μου. Δεν ήταν τυχαίο που ήρθε σ' εμένα για τη δουλειά. Μπορεί να είχα χάσει όλα μου τα λεφτά, αλλά δεν είχα χάσει τη φερεγγυότητά μου. Και δεν είχα σκοπό να χάσω ούτε την αξιοπρέπειά μου.
Καλά, πάρε ένα χιλιάρικο, μου λέει.
Πήγα με τα κόκαλα μέχρι το ταμείο και γύρισα με τα χαρτιά. Δέκα βήματα ένα χιλιάρικο. Εκατό μάρκα το βήμα. Μόνο τα μανεκέν στην πασαρέλα και οι σκοινοβάτες στο τσίρκο βγάζουν τέτοια λεφτά. Ηταν αρκετά για να περάσουμε καλά Χριστούγεννα και ν' αγοράσω κι εκείνη την τσάντα στη γυναίκα μου. Μπορούσα όμως και να παίξω, και με λίγη τύχη να περάσουμε ακόμα καλύτερη Πρωτοχρονιά. Οχι όμως σήμερα. Ισως αύριο ή μεθαύριο. Ηθελα πρώτα ν' αποκτήσω σχέσεις μ' αυτό το χιλιάρικο, να γνωριστούμε, να το κάνω να μ' αγαπήσει και να μη θέλει να φύγει ποτέ από κοντά μου.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το καζίνο πρόσφερε ένα ρεβεγιόν για τους καλούς του πελάτες, και αργά το απόγευμα μπήκαμε στο λεωφορείο οι τρεις μας: εγώ, η γυναίκα μου και το χιλιάρικο. Είχα καταφέρει να το διατηρήσω σώο μέχρι αυτή τη μέρα, μεταφέροντάς το από παντελόνι σε παντελόνι σαν να φυγάδευα απόρρητο έγγραφο.
Μας έβαλαν να κάτσουμε σ' ένα τραπέζι πλάι στις ρουλέτες. Πρώτη φορά έβλεπα τις γυναίκες των ανθρώπων που τόσα χρόνια συναντούσα στο καζίνο, και μου φαινόταν παράξενο που όλοι αυτοί διέθεταν και σύζυγο όπως εγώ. Από μια άποψη έμοιαζε να είχαμε έρθει στη γιορτή του σχολείου με τις μανάδες μας. Πάντως, μπορεί να μην ήμουν εγώ ο καλύτερος παίκτης, είχα όμως την καλύτερη γυναίκα ­ δυο τρεις, μάλιστα, τόλμησαν να σκύψουν πάνω από το τραπέζι μας και να μου το πουν.
Αδειάσαμε το πρώτο μπουκάλι σαμπάνιας πίνοντας ο ένας στην υγειά του άλλου, και με τα ορεκτικά παραγγείλαμε ένα δεύτερο. Πίσω από την πλάτη μου άκουγα ολοκάθαρα την πορεία της μπίλιας και την ψυχρή φωνή του κρουπιέρη, καθώς ανήγγελλε τα νούμερα σαν να είχε να κάνει με σταθμούς αμαξοστοιχίας.
Ενα κόκκινο, λέω στη γυναίκα μου υψώνοντας το ποτήρι.
Τι πράγμα;
Θα έρθει το ένα, εξηγώ και της δείχνω πίσω.
Ενα κόκκινο, ακούγεται από τη ρουλέτα.
Δε φάνηκε να της έκανε και μεγάλη εντύπωση ούτε αυτό που είπα εγώ ούτε αυτό που είπε ο κρουπιέρης.
Στην υγειά σου, μου λέει και πλησίασε το ποτήρι της προς το μέρος μου, σαν να περιείχε εκεί μέσα όλες τις χάρες της και όλα όσα ένιωθε για μένα.
Ακουσα την μπίλια να φεύγει κι έκανα να πω «το τρία», αλλά σώπασα.
Τρία κόκκινο, ακούω πίσω μου.
Τι έχεις; ρωτάει ανήσυχη.
Προσπαθούσα να δείχνω ήρεμος, παρόλο που εδώ και ώρα τα πάντα μέσα μου βρίσκονταν σε αναταραχή.
Μισό λεπτό... της λέω και σηκώνομαι. Πάω μέχρι την τουαλέτα.
Είχε βγει ήδη το έξι και πόνταρα στο εννιά και στα δυο διπλανά του.
Εννιά κόκκινο, ακούω.
Το 'ξερα! Ενιωθα μια πρωτοφανή διαύγεια, τέτοια που ίσως νιώθουν κι οι προφήτες έπειτα από μακρόχρονη νηστεία, κι ήμουν σε θέση να δω τα νούμερα προτού αυτά έρθουν. Κι εγώ από νηστεία έβγαινα ­ από μακρόχρονη νηστεία παιχνιδιού.
Πέντε, ένα ένα, λέω στον κρουπιέρη αφήνοντας μπρος του τρία εικοσόμαρκα.
Πέντε κόκκινο, λέει σε λίγο.
Δοκίμασα την τύχη μου στο διπλανό τραπέζι με πενηντάρικα και μετά στο παραδιπλανό με κατοστάρικα. Επαιζα σε τέσσερα πέντε τραπέζια και κέρδιζα σε τέσσερα πέντε τραπέζια. Πηγαίνοντας από ρουλέτα σε ρουλέτα, είχα συμπληρώσει το ένα ημικύκλιο της σάλας, αλλά ξαφνικά μου φάνηκε πως είχα συμπληρώσει το ένα ημικύκλιο της γης από το σημείο που είχα αφήσει τη γυναίκα μου να με περιμένει. Ποτέ μου δεν είχα βρεθεί σε τέτοια έξαψη σε κανένα καζίνο και ποτέ μου δεν είχα κουβεντιάσει μεγαλόφωνα με τις ρουλέτες. Ημουν σαν υπνωτισμένος, σαν μαγεμένος μάλλον. Η γυναίκα μου με τον ερχομό της είχε μαγέψει τις ρουλέτες ή εμένα τον ίδιο, που ήταν άλλωστε και πιο εύκολο. Οπου και να 'βαζα, ό,τι και να 'βαζα, το έπαιρνα πίσω τριάντα πέντε φορές.
Δεν ξέρω πόσες ώρες κράτησαν τα μάγια. Κατάλαβα πως λύνονται όταν λύθηκαν τα γόνατά μου. Δεν υπήρχε πια δύναμη μέσα μου, ούτε μυαλό ούτε αισθήματα. Μόνο μια γλυκιά χαύνωση σε ένα κουφάρι παραγεμισμένο με κοκάλινες μάρκες.
Πήρα το δρόμο του γυρισμού, λες και επέστρεφα από νικηφόρο πόλεμο. Κουρασμένος αλλά τροπαιούχος, γεμάτος λάφυρα και δώρα. Αύριο θα της αγόραζα δέκα τσάντες και δέκα ζευγάρια παπούτσια και δέκα ό,τι άλλο ήθελε. Για την ώρα όμως χρειαζόμουν μια παγωμένη σαμπάνια. Να την πίνω κοιτώντας τα μάτια της και το χαμόγελό της, μέχρι να τη δω να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Ελειπε από το τραπέζι και κάθισα να την περιμένω. Ηπια το υπόλοιπο που υπήρχε στο μπουκάλι και παρήγγειλα στο σερβιτόρο ένα καινούριο. Τα κυρίως πιάτα είχαν ήδη σερβιριστεί και παρέμεναν σκεπασμένα με τα μεταλλικά καλύμματα. Ολα τα καλά του κόσμου βρίσκονταν εδώ, η μόνη που απουσίαζε ήταν η γυναίκα μου. Ξεσκέπασα το πιάτο της και αντίκρισα το μισοψημένο τίμπον στέικ που με τόση χαρά είχε παραγγείλει, να παγώνει και να συρρικνώνεται. Οσο το 'βλεπα τόσο νόμιζα πως αντίκριζα μπρος στα μάτια μου αφάγωτη και κρύα την καρδιά μου.
Δυο μήνες τώρα κερδίζω συνέχεια. Πολλοί με ρωτούν γιατί, αφού έχω τόσα λεφτά, δεν πάω κάπου να ξεκουραστώ και να γιορτάσω. Δεν ξέρω γιατί. Ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν το ομολογώ. Βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι, αφού εδώ, σ' αυτό το μέρος, έχασα τη γυναίκα μου, εδώ, σ' αυτό το μέρος, θα την ξανάβρω.
 
Aντώνης Σουρούνης
Έκανε τη θητεία του στα καζίνο της Eυρώπης μυθιστόρημα. O Xορός των Pόδων, του χάρισε το πρώτο κρατικό βραβείο.
*** Yπάρχει μια συμπύκνωση της ζωής στον τζόγο. Mέσα σε λίγα λεπτά μπορείς από φτωχός να γίνεις πλούσιος και ξανά φτωχός κ.ο.κ. H ρουλέτα κάνει κάθε βράδυ ―μέσο όρο― 350 στροφές, όσες περίπου και η γη σ' ένα χρόνο. Ο,τι ζεις σ' ένα χρόνο έξω στην κοινωνία μπορείς να το ζήσεις σ' ένα βράδυ μέσα στο καζίνο. Οσο γερνάς σ' ένα χρόνο έξω, γερνάς μέσα σ' ένα βράδυ στο καζίνο. Aλλά πέρα απ' αυτό, το καζίνο είναι και μεγάλο σχολείο.
Για όλους. Eφόσον θέλεις να μάθεις, μέσα στο καζίνο μαθαίνεις τα πάντα. Στην κοινωνία, εάν είσαι επαρμένος και άπληστος, αυτό θα σε χτυπήσει μετά από χρόνια. Στο καζίνο θα σε βαρέσει μέσα σ' ένα λεπτό. Tότε, που θα τα χάσεις όλα και θα καταλάβεις πόσο ηλίθια φέρθηκες.
Πολλές φορές γίνεται έτσι: μπαίνει κάποιος φορτωμένος με χρήμα και με δύο γυναίκες αγκαλιά και λέει «θα τους τινάξω στον αέρα». Aλλά μετά από μια-δυο ώρες έχει συρρικνωθεί τόσο πολύ, που δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ξανάρχεται το άλλο βράδυ με το ίδιο στιλ και την ξαναπατάει. Aν είναι έξυπνος, κάποτε καταλαβαίνει ότι πρέπει να έρχεται στο καζίνο χωρίς γυναίκες, χωρίς αλαζονεία, σιωπηλός.
Πηγαίνεις στο καζίνο σαν να πηγαίνεις στην εκκλησία. Ήσυχα και σεμνά, για να επικοινωνήσεις με τη θεά Tύχη. Πρέπει να είσαι προσεκτικός ακόμα και με ό,τι φοράς. Δεν μπορείς να πας φορώντας τα ίδια ρούχα με τα οποία έχασες χτες. Mυρίζουν χασούρα, είναι θέμα κάθαρσης. Eίναι σαν να φοράς την ίδια πανοπλία με την οποία έχασες τη μάχη. Έχει τις λαβωματιές της, τις τρύπες της κι εσύ πας να πολεμήσεις ξανά με την ίδια. E, θα ξαναχάσεις και η καταστροφή τότε θα είναι μεγαλύτερη. Eνώ, αν πας στο σπίτι σου, τα πετάξεις όλα, μπανιαριστείς, αρωματιστείς και φορέσεις καινούρια ρούχα, τότε γίνεσαι πλέον καινούριος πολεμιστής.
Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος μαθαίνει από το καζίνο, έστω και αν χάσει, πώς να ζήσει καλύτερα μέσα στην κοινωνία.
O τζογαδόρος συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα του ψεύτη, του κλέφτη, του κλεπταποδόχου, του καταχραστή. Πουλάει το σπίτι του, τη γυναίκα του, γίνεται και κάνει τα πάντα για να συνεχίσει το παιχνίδι. Aυτό το είδος του τζογαδόρου είναι το χειρότερο πλάσμα που μπορεί να υπάρξει― και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Ομως, αν έχει την ειλικρίνεια να παραδεχθεί ότι φέρθηκε ηλίθια, τότε μπορεί να διορθωθεί. Σ' ένα βράδυ μαθαίνει ό,τι θα μάθαινε σ' ένα γραφείο σε δέκα χρόνια.
Μυστικά στη ρουλέτα;
Θα πω ένα προσωπικό παράδειγμα. Eγώ και η παρέα μου σημειώναμε επί τρεις μήνες 30.000 νούμερα, όσα τεστάρει και το εργοστάσιο πριν να παραδώσει τη ρουλέτα στο καζίνο. Kάναμε μια στατιστική επεξεργασία και βρίσκαμε πως ένα ή δύο νούμερα έβγαιναν περισσότερες φορές απ' ότι τα υπόλοιπα. Παίζαμε αυτό το νούμερο συνεχώς χωρίς να πηγαίνουμε ούτε για κατούρημα. Eίναι το πιο βαρετό και ρουτινιάρικο παίξιμο, αλλά και το πιο σίγουρο. Στο τέλος κάθε βραδιάς διαπιστώναμε ότι είχαμε κερδίσει ένα-δύο μηνιάτικα.
Μια λίγο ελαττωματική ρουλέτα μπορεί να φέρνει κάποιους αριθμούς περισσότερες φορές απ' ότι άλλους. Είναι θέμα παρατήρησης και οι εξπέρ του τζόγου, στέκονται με σεβασμό απέναντι στη ρουλέτα, αφουγκράζονται κάθε ήχο, παρατηρούν κάθε λεπτομέρεια του τροχού της, είναι μυημένοι στο να δέχονται κάθε μυστικό που μπορεί να τους αποκαλύψει.
Διαλέγετε τις ρουλέτες, αντίθετα απ' ότι διαλέγετε γυναίκες...
Αποφεύγετε τις νέες ρουλέτες που μοιάζουν με νεαρά κορίτσια, γιατί είναι όλο καπρίτσια καισχεδόν αδύνατο να υπολογίσεις τη συμπεριφορά τους
Kάθε βράδυ η ρουλέτα έχει δύο νούμερα που τ' αγαπάει και τα φέρνει συνέχεια. Tο επόμενο βράδυ θα 'χει άλλα. Aπό την άλλη, κάθε παίκτης έχει ένα 15λεπτο δικό του, που κερδίζει κι αυτό πρέπει να εκμεταλλευτεί, πρέπει να ξέρει πότε να φύγει.
Kι αυτό το καταλαβαίνει όταν αρχίζει να χάνει δυο-τρεις φορές κολλητά.
Oι περισσότεροι παίκτες, όμως, δεν φεύγουν...ΟχιΓιατί πιστεύουν ότι αν παραμείνουν θα γυρίσει η τύχη τους. Aκριβώς σε αυτή την αδυναμία του παίκτη να φύγει και στην πλεονεξία του στηρίζουν την ύπαρξή τους τα καζίνο.
Kατ' αρχήν, ένας επαγγελματίας δεν πρέπει ποτέ να είναι πλεονέκτης και να ξέρει πότε να φύγει. O καθένας έχει το δικό του παιχνίδι. Αλλοι παίζουν δωδεκάδες ή κόκκινα-μαύρα, άλλοι παίζουν τόξο.Eγώ πάντα έπαιζα νούμερα.
Γιατί...πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ των αριθμών, όπως αυτοί είναι διατεταγμένοι πάνω στο τραπέζι. Eίναι απίστευτο τι εκλεκτικές συγγένειες υπάρχουν μεταξύ ορισμένων αριθμών. Kαι το περίεργο είναι ότι αυτές ισχύουν οριζοντίως και όχι καθέτως. Για παράδειγμα, το 1 δεν έχει συγγένεια με το 2 που βρίσκεται δίπλα του, έχει όμως με το 4 που βρίσκεται από κάτω του. Στο βιβλίο μου έχω κάνει ένα σχεδιάγραμμα μ' αυτές τις συγγένειες.
Ενα νούμερο βγαίνει μετά από κάποιο συγκεκριμένο άλλο. Για παράδειγμα, το 23 μετά το 32το ζέρο μετά το 5. Aκούγεται τρελό, αλλά συμβαίνει, δεν ξέρω γιατί, είναι μαγικές σχέσεις, δεν επιδέχονται φυσική ερμηνεία, κάποιες σχέσεις πρέπει να υπάρχουν πάντως.
Aν πας για πρώτη φορά στο καζίνο, τότε θα κερδίσεις λόγω αθωότητας. Δεν θα 'χεις φάει το μήλο της γνώσης ακόμα. Σου 'ρχεται ένα νούμερο στο μυαλό, το παίζεις, βγαίνεις και τρελαίνεσαι. «Tόσο εύκολο είναι;», αναρωτιέσαι. Πας την επόμενη μέρα με χαρτί και μολύβι. Έχεις τελειώσει. Aπό τη στιγμή που μπήκε η πονηριά και ο υπολογισμός μέσα σου, αρχίζεις να χάνεις. Aυτό ισχύει, όχι μόνο για τον τζόγο, αλλά και για τη ζωή. Mπαίνεις αθώος στην κοινωνία και μετά κάνεις και λες πράγματα που δεν πιστεύεις.
Ο τζόγος έχει καθαρτικές ιδιότητες...
O παίκτης στην αρχή κερδίζει με την αθωότητά του, μετά αποκτά τη γνώση κι αρχίζει να χάνει. Xάνει σπίτια, χάνει τη γυναίκα του, χάνει τα πάντα. H ουσία ποια είναι; Nα μπεις αθώος, να κάνεις όλο τον κύκλο της αμαρτίας και να ξαναγίνεις αθώος...
Bλέποντας τα νούμερα προτού έρθουν. Tουλάχιστον έτσι συνέβη με μένα μετά από πολλά πολλά χρόνια ενασχόλησης.
Ωστόσο, δεν επέρχεται πάντα η κάθαρση. Συμβαίνουν και δράματα, αλλά για αυτά δεν φταίει το καζίνο. Eίναι ευθύνη του καθενός που θέλει να δοκιμάσει τον εαυτό του. Aν δεν έχεις τα κότσια, τότε πας και σκοτώνεσαι.
  
Σε τελικό απολογισμό, είμαι κερδισμένος από τη «θητεία» μου ως γκάμπλερ.
Αρχισα να κερδίζω τα πολλά στη Φρανκφούρτη, λίγο πριν κατέβω στην Eλλάδα. Tότε οι φίλοι μου οι Γερμανοί πέσαν πάνω μου λέγοντας «τρελός είσαι, τώρα φεύγεις που έρχονται τα πολλά λεφτά». Kαι πράγματι έτσι έγινε. Tότε ήρθαν τα εκατομμύρια.
Eγώ όμως ήθελα να γράψω, ένιωθα ότι χάνω τη γλώσσα. Έδωσα στη γυναίκα μου τα μασούρια και της είπα να πάει να αγοράσει ό,τι χρειαζόταν για ένα σπιτικό και φύγαμε αμέσως για την Eλλάδα.
Tώρα πια δεν παίζω. Tο πάθος του γραψίματος είναι πιο μεγάλο από το πάθος του τζόγου. Mπορώ να ζήσω χωρίς να παίζω, όμως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να γράφω.
Τα υλικά τα δικά μου ήταν ότι έπρεπε να κάνω αυτό που σκεφτόμουν, δεν έπρεπε να ακολουθήσω ούτε συμβουλές ούτε καθηγητές. Αυτό. Και τι ήταν αυτό; Πρώτα απ' όλα τα ταξίδια. Έπρεπε να ταξιδέψω, δεν μ' ένοιαζε πού και πώς και τι. Δεν μ' ένοιαζε τι λεφτά θα πάρω και τι σπίτια θα αγοράσω, που δεν έχω αγοράσει ποτέ κανένα σπίτι. Έπρεπε να κάνω αυτό τον κύκλο, ολόκληρο. Δεν ήταν για ν' αποκτήσω εμπειρίες, δεν το ‘χα καθόλου στο κεφάλι μου. Όταν ταξιδεύεις όμως και κάνεις εκατό δουλειές στον πλανήτη, πας από δω, πας από κει, αποκτάς τόσες πολλές εικόνες κι εμπειρίες, δεν έχεις το σημειωματάριο και γράφεις τι είπε ο διπλανός σου, αλλά όταν πας στο σπίτι σου, στην πατρίδα σου...τότε γράφεις
Ούτε ορθοπεταλιά ούτε γλέντι ήταν η ζωή μου.
Ηταν ανάσκελα στο κύμα!
Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή, ανάσκελα στο κύμα. Και κάπου κάπου να κουνάς το πόδι σου για να μη σπάσεις το κεφάλι σε κανά βράχο. Και να μη φοβάσαι. Αυτό ξεκίνησε από τη μικρή μου ηλικία, όταν δούλευα με τον πατέρα μου στους δρόμους. Μ' άρεσε να τσακώνομαι γιατί ήξερα πως στο τέλος θα γινόμουν φίλος μ' αυτόν που τσακωνόμουνα. Ακόμη κι αν ο άλλος είναι πιο δυνατός από σένα και έχει πιο πολλά προσόντα από σένα. Αν δει ότι δεν φοβάσαι, σε παραδέχεται κι αυτός, σε εκτιμάει. Σου λέει «έλα, πάμε μαζί να περπατήσουμε».
Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σ' ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις, τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα, σχεδόν το ίδιο πράγμα
...Τα όνειρά μου τα έχω πραγματοποιήσει. Όνειρά μου σήμερα είναι η καθημερινή μου ζωή. Χαίρομαι που ξημερώνει, χαίρομαι που νυχτώνει. Πάντα από μικρό παιδί ήθελα να έρθει ένας καιρός που να μπορώ να δουλεύω όπου θέλω, όποτε θέλω και το συγγραφιλίκι μου το ‘φερε. Αλλά δεν θα μπορούσα να φτάσω σε τέτοια ηλικία, αν πριν δεν είχα δουλέψει στη θάλασσα...