Πριν δυο χρόνια, στενός οικογενειακός φίλος αναζητά ελληνικά φυτά ντομάτας για να τα φυτέψει στον μικρό κήπο του εξοχικού του. Στα φυτώρια που πήγε εντός της Αττικής του
λένε πως είναι δύσκολο να βρεθούν και με το που έρχονται, εξαφανίζονται αμέσως. Ό, τι πήρε, έβγαλε ντομάτες αλλά αυτές δεν μύριζαν σαν ντομάτες, ούτε είχαν γεύση ντομάτας…. Την επόμενη χρονιά με παρακαλά να του φέρω φυτά ντομάτας από το χωριό. Πράγματι, έτσι και έγινε. «Αυτό το καλοκαίρι φάγαμε πραγματικές ντομάτες» μου έλεγε. Τι τρώμε, λοιπόν; Είμαστε από τις πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο από πλευράς βιοποικιλότητας και όμως, φαίνεται πως τελικά είναι δύσκολο να βρει κανείς σήμερα στην Ελλάδα ελληνικά φυτά, δηλαδή φυτά που προέκυψαν από σπόρους μοναδικών φυτών της ελληνικής γης για να τα καλλιεργήσει. Και ενώ υπάρχει η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού, ο μοναδικός επίσημος φορέας συλλογής και διατήρησης των σπόρων όλων των ελληνικών φυτικών ειδών –ακόμα και εκείνων που δεν καλλιεργούνται πια- ο οποίος συστάθηκε το 1981, από τότε καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έδειξε πραγματική διάθεση αξιοποίησης αυτού του τόσο πολύτιμου υλικού της.
Πολύτιμου από κάθε πλευρά, μιας και η Ελλάδα αποτελεί το κέντρο καταγωγής των περισσότερων ποικιλιών των Βαλκανίων και της Μεσογείου. Με άλλα λόγια, από την χώρα μας ξεκίνησαν και εξαπλώθηκαν χιλιάδες ποικιλίες και η διεθνής κοινότητα την έχει αναγνωρίσει ως σημαντικό κρίκο στην παγκόσμια προσπάθεια για γεωργική βελτίωση, εξαιτίας αυτού του γενετικού πλούτου. Παρόλα αυτά, η διευθύντρια της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού, Φωτεινή Μυλωνά, τονίζει πως «δεν αξιοποιούμε το γενετικό υλικό της Ελλάδας» και επιμένει πως δεν αρκεί μόνον η συλλογή και η διατήρησή του ώστε να είναι διαθέσιμο για τις μελλοντικές γενιές.
Η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού έχει αυτή την στιγμή γύρω στους 5.500- 6.000 σπόρους διαφορετικών φυτικών ειδών. Αν υπολογίσει κανείς, όμως, και το φυτικό υλικό που δεν είναι διαφορετικό αλλά έχει συλλεχθεί από διαφορετικά γεωγραφικά τμήματα της χώρας μας (π.χ. ένα μπρόκολο που καλλιεργείται στην Κρήτη και ένα μπρόκολο που καλλιεργείται στον Έβρο) τότε φθάνουμε συνολικά περίπου στους 15.000 φυλαγμένους σπόρους. Οι σπόροι φυλάσσονται σε θαλάμους θερμοκρασίας 4 βαθμών Κελσίου. Για να διατηρηθούν, ωστόσο, μακροπρόθεσμα χρειάζεται βαθιά κατάψυξη στους -20 βαθμούς Κελσίου. Και για να πούμε ότι αξιοποιείται αυτό το υλικό με στόχο όχι μόνον την κληροδότησή του στις επόμενες γενιές αλλά και με στόχο την δημιουργία μιας ισχυρής μηχανής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σαφώς απαιτείται ο αναπολλαπλασιασμός του. Κάτι που σύμφωνα με την κ. Μυλωνά προσκρούει πάντα στο κόστος. Κοινώς, στην έλλειψη χρηματοδότησης.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ