Η ιδεολογία του κεμαλισμού ως κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας στο τουρκικό κράτος.
Τα βασικά στοιχεία της κεμαλιστικής ιδεολογίας, επίσημης ιδεολογίας του τουρκικού
κράτους, διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919-1922) και του μονοκομματικού καθεστώτος της Τουρκίας (1923-1946). Ο Kemal Atatürk υπήρξε ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορικής περιόδου, νικηφόρος στρατηγός στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, ιδρυτής Της Τουρκικής Δημοκρατίας και πρώτος _Πρόεδρος της Τουρκίας ως το θάνατό του, το 1938. Από το 1923 ως το θάνατο του Atatürk μια σειρά μεταρρυθμίσεων κυρίως σε πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο θα εφαρμοστούν και θα επιφέρουν τεράστιες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Οι μεταρρυθμίσεις του κεμαλικού μονοκομματικού καθεστώτος φανερώνουν και τα βασικά σημεία της κεμαλιστικής ιδεολογίας. Η κεμαλιστική ιδεολογία δεν ήταν ένα συστηματικά συγκροτημένο σύνολο ιδεών που υποστήριξε και εφάρμοσε το εθνικιστικό κίνημα και ο ίδιος ο Kemal. Αναπτύχθηκε σταδιακά με βάση τις συνθήκες και τον τρόπο που αυτές αξιολογήθηκαν από τον ίδιο τον Kemal καθώς και με βάση τους συσχετισμούς δυνάμεων της εποχής. Οι βασικές αρχές της κεμαλιστικής ιδεολογίας και κατ’ επέκταση και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος διατυπώθηκαν πολύ αργότερα στο πρόγραμμα του κόμματος το 1931 και εντάχθηκαν στο Σύνταγμα της Τουρκίας το 1937. Πρόκειται για τις έξι αρχές που συμβολίζονται με έξι βέλη στο έμβλημα του κόμματος: ρεπουμπλικανισμός, εθνικισμός, εκκοσμίκευση, λαϊκισμός, κρατισμός και επαναστατικότητα(
Για τους υποστηρικτές του κεμαλισμού, η κεμαλιστική ιδεολογία συνιστά ρήξη με το παρελθόν, το κεμαλικό καθεστώς διαφέρει ριζικά από το οθωμανικό πολιτικό σύστημα. Ο Kemal Atatürk θεωρείται ότι σχεδόν μόνος οργάνωσε την εθνική αντίσταση, εμπνεύστηκε και εφάρμοσε τις μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της Τουρκίας. Περίπου αυτή την εικόνα έδωσε και ο ίδιος άλλωστε στο λόγο που εκφώνησε στο Συνέδριο του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 1927, γνωστό ως Nutuk (Η Ομιλία). Ωστόσο, ο κεμαλισμός έχει τις ρίζες του στους μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα, στην εποχή του Τανζιμάτ (1839-1876) και βέβαια στην εποχή των Νεότουρκων (1908-1918).
Παρακάτω, παραθέτω μια ανάλυση της κεμαλιστικής ιδεολογίας με άξονες τις έξι αρχές του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και με βάση το λόγο αλλά και την πρακτική του κεμαλικού μονοκομματικού καθεστώτος.
Ρεπουμπλικανισμός
Μια από τις βασικές αρχές του κεμαλισμού είναι ο ρεπουμπλικανισμός, δηλαδή η αβασίλευτη δημοκρατία, η οποία ανακηρύχθηκε ως νέο πολίτευμα τον Οκτώβριο του 1923.
Ήδη από την εποχή του Τανζιμάτ ρεπουμπλικανισμός σήμαινε δημοκρατία, περισσότερο όμως με την έννοια του συνταγματικού πολιτεύματος, καθώς η ιδέα της κατάργησης του αξιώματος του Σουλτάνου ήταν μάλλον πρόωρη. Στις δεκαετίες του 1860 και 1870 μέλη των Νεοοθωμανών τάσσονταν υπέρ ενός ρεπουμπλικανικού καθεστώτος, με την έννοια της συνταγματικής μοναρχίας.
Από το 1923 ως το 1946 στην Τουρκία υπήρξε μόνο ένα κόμμα, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, που ίδρυσε ο Mustafa Kemal και το οποίο στελεχώθηκε από τους Συλλόγους για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων, που είχαν παίξει καίριο ρόλο στο εθνικιστικό κίνημα της Ανατολίας. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα εξέφραζε τη συμμαχία της στρατιωτικής και γραφειοκρατικής ελίτ με τους τοπικούς προύχοντες. Προσπάθειες για την έκφραση αντιπολίτευσης προς το καθεστώς δεν ευδοκίμησαν. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κεμαλικό καθεστώς στην Τουρκία ιδίως μετά το 1925 ήταν ένα δικτατορικό καθεστώς. Στην πολιτική σκηνή απαγορεύονταν κάθε αντιπολίτευση, ενώ ο έλεγχος της πολιτιστικής και πνευματικής ζωής ήταν αυστηρός. Η λογοκρισία του Τύπου ήταν έντονη και σταδιακά έκλεισαν όλες οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Ο εργατικός νόμος του 1936 ήταν αντίγραφο του αντίστοιχου νόμου της φασιστικής Ιταλίας και απαγόρευε το συνδικαλισμό και την απεργία. Ο ρεπουμπλικανισμός σημαίνει περισσότερο άρνηση του θεϊκά εγκεκριμένου σουλτάνου ως αρχηγού του κράτους και αντικατάστασή του από έναν κοσμικό άρχοντα που κέρδισε το αξίωμα αυτό λόγω της στρατιωτικής του αρετής. Ο ρεπουμπλικανισμός, παρόλη τη ρητορεία περί λαϊκής κυριαρχίας που τον συνόδευε, δε συμβάδιζε με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Εθνικισμός
Με αυτή την έννοια, ο κεμαλισμός διαφοροποιείται από παλαιότερες ιδεολογίες που εμφανίστηκαν στο 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπως είναι ο πανισλαμισμός, ο παντουρανισμός και ο παντουρκισμός. Ενώ ο πανισλαμισμός πρέσβευε την ένωση των μουσουλμάνων σε ένα ενιαίο κράτος υπό την ηγεσία του χαλίφη, ο παντουρανισμός την ενότητα των τουρκικών λαών καθώς και των Φινλανδών και Ούγγρων και ο παντουρκισμός την ένωση των τουρκικών λαών της Ανατολίας και του Καυκάσου, ο κεμαλισμός στόχευε στη δημιουργία ενός τουρκικού έθνους στα εδαφικά όρια που μπόρεσε να επικρατήσει το εθνικιστικό κίνημα της Ανατολίας.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, στοιχεία του κεμαλιστικού εθνικισμού, όπως η έμφαση στην κοινή γλώσσα και τον κοινό πολιτισμό, συναντώνται σε θεωρητικούς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Oι Ahmet Ağaoğlu, Yusuf Akçura, Mehmed Emin είχαν τονίσει τη σημασία της γλώσσας για την εθνική ενότητα, ενώ ο Ziya Gökalp έδινε έμφαση στα γραπτά του στο ρόλο της γλώσσας αλλά και του πολιτισμού. Η επίκληση της κοινής γλώσσας και του κοινού πολιτισμού στόχευε στη διατήρηση της ενότητας της Τουρκικής Δημοκρατίας, στην αποτροπή αποσχιστικών κινημάτων και γεννούσε την ελπίδα ότι μια πολιτική εκτουρκισμού των διαφόρων εθνοτήτων ενός της επικράτειας θα ήταν εφικτή. Πτυχές αυτής της πολιτικής μπορούν να θεωρηθούν η προσπάθεια γλωσσικής μεταρρύθμισης, οι διάφορες θεωρίες για την τουρκική γλώσσα και ιστορία καθώς και η έμφαση του καθεστώτος στην προώθηση της εκπαίδευσης.
Η γλωσσική μεταρρύθμιση ήταν μια προσπάθεια εξάλειψης των αραβικών και περσικών λέξεων από την καθομιλουμένη και αντικατάστασής τους από τουρκικές λέξεις ή λέξεις με τουρκική προέλευση. Το 1932 πραγματοποιήθηκε το Πρώτο Συνέδριο για την Τουρκική Γλώσσα, όπου επικράτησαν οι οπαδοί της «κάθαρσης» της γλώσσας. Ιδρύθηκε η Εταιρία για τη Μελέτη της Τουρκικής Γλώσσας, η οποία άρχισε να συγκεντρώνει λέξεις από διαλέκτους, από αρχαίες πηγές και από τουρκικές γλώσσες της Κεντρικής Ασίας με στόχο την αντικατάσταση της οθωμανικής γλώσσας. Ωστόσο, το όλο εγχείρημα δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχές, καθώς οι νέες λέξεις που επινοήθηκαν δεν μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τις παλιές, οι οποίες συνέχισαν να χρησιμοποιούνται. Η τεχνητή γλώσσα που προέκυψε ήταν ακατανόητη στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ο εθνικισμός είναι βασική αρχή της κεμαλιστικής ιδεολογίας. Μέσω του εθνικισμού ο κεμαλισμός προσπάθησε να διαμορφώσει μια νέα συλλογική ταυτότητα για τους κατοίκους της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η εννοια του Τούρκου προσδιορίστηκε γλωσσικά, πολιτισμικά και εδαφικά αλλά επίσης και φυλετικά και θρησκευτικά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ίδια η Τουρκική Δημοκρατία υπήρξε αποτέλεσμα ενός εθνικιστικού κινήματος που άνθισε κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, ενάντια σε αλλόθρησκους και αλλοεθνείς. Βασικός στόχος του εθνικισμού στον κεμαλισμό είναι η διατήρηση της ενότητας της τουρκικής επικράτειας μέσω του εκτουρκισμού και της απάλειψης γλωσσικών, πολιτισμικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων των κατοίκων της Τουρκίας.
Εκκοσμίκευση
Το κεμαλικό καθεστώς έδωσε μεγάλη βαρύτητα στον περιορισμό της επιρροής της θρησκείας στο κράτος και την κοινωνία. Στόχος ήταν η μετατροπή μιας θεοκρατικής κοινωνίας σε μια σύγχρονη κοινωνία, βασισμένη στις δυτικές αξίες. Το κεμαλικό καθεστώς δεν ήταν ενάντια στη θρησκεία, αλλά θέλησε αφενός να την περιορίσει στην ιδιωτική σφαίρα και αφετέρου να την ελέγξει, καθώς θα μπορούσε να είναι πηγή αντιπολίτευσης στο καθεστώς.
Προσπάθειες εκκοσμίκευσης του κράτους και της κοινωνίας είχαν ξεκινήσει ήδη από το 19ο αιώνα. Οι οθωμανοί γραφειοκράτες, διαπνεόμενοι από πραγματισμό, επιδίωξαν να εκσυγχρονίσουν τον κρατικό μηχανισμό και να ενδυναμώσουν το στρατό μέσα από μια σειρά από νόμους. Την εποχή του Τανζιμάτ εμφανίστηκαν κοσμικά δικαστήρια, ιδρύθηκαν η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και η Στρατιωτική Ακαδημία καθώς και μια σειρά δημοσίων σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με κοσμικό χαρακτήρα.
Η κατάργηση του χαλιφάτου το 1924 ήταν από τα πρώτα μέτρα προς την κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης κοσμικού κράτους. Την ίδια χρονιά έγιναν παρεμβάσεις για τον περιορισμό της εξουσίας των ουλεμάδων, οι οποίοι βρίσκονταν στην κορυφή της θρησκευτικής ιεραρχίας ως ερμηνευτές και εφαρμοστές του ισλαμικού νόμου .Τα θρησκευτικά σχολεία έκλεισαν με το Νόμο για την Ενότητα της Εκπαίδευσης και ιδρύθηκαν κάποια σχολεία για ιμάμηδες και ιερείς υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Στην δημιουργίας ενός κοσμικού κράτους και μιας κοσμικής κοινωνίας εντάσσεται και η κατάργηση θρησκευτικών και παραδοσιακών συμβόλων. Το 1925 καταργήθηκε με νόμο το φέσι, το οποίο ο Kemal θεωρούσε «έμβλημα άγνοιας, αμέλειας, φανατισμού και μίσους εναντίον της προόδου και του πολιτισμού», και αντικαταστάθηκε από το καπέλο.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι εκκοσμίκευση στον κεμαλισμό δε σημαίνει τόσο διάκριση θρησκείας και κράτους, αλλά περιορισμός της θρησκευτικής επιρροής στην ιδιωτική σφαίρα και έλεγχος της θρησκευτικής ηγεσίας. Η αρχή της εκκοσμίκευσης συνδέεται με τον εθνικισμό, καθώς μέσω της εκκοσμίκευσης το κεμαλικό καθεστώς επιχείρησε να αντικαταστήσει τη θρησκευτική πίστη με το εθνικό φρόνημα. Με αυτή την έννοια το κράτος στον κεμαλισμό θεοποιείται , ο ίδιος ο κεμαλισμός συνιστά μια «τουρκική θρησκεία» ή «κοσμική θρησκεία». Σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητή και η λατρεία του Kemal στην Τουρκία και η εμμονή στην απεικόνισή του στους δημόσιους χώρους, σε μια χώρα όπου παραδοσιακά υπήρχε βαθύτατη προκατάληψη ενάντια στην απεικόνιση προσώπων
Λαϊκισμός
Η έννοια του λαϊκισμού στον κεμαλισμό δεν είναι σαφής. Σημαίνει καθοδήγηση των μαζών και δράση υπέρ αυτών καθώς επίσης και άρνηση της ύπαρξης ταξικών διακρίσεων στην κοινωνία. Το 1921 ο Kemal κάνοντας λόγο για κυβέρνηση του λαού τόνιζε τη σημασία της εργασίας και τον αγώνα του έθνους ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 η αντικαπιταλιστική ρητορεία εγκαταλείφθηκε και γινόταν πλέον λόγος μόνο για λαϊκή κυριαρχία και ισονομία. Παράλληλα, οι οπαδοί του κεμαλισμού υιοθέτησαν την ερμηνεία του Gökalp για το λαϊκισμό ως απόρριψη της ταξικής σύγκρουσης, άποψη που διατυπώθηκε αρχικά στο Οικονομικό Συνέδριο της Σμύρνης το 1923. Με αυτόν τον τρόπο ο κεμαλισμός αντιτάσσονταν στον κομμουνισμό και τόνιζε την εθνική ενότητα και αλληλεγγύη. Επιπλέον, η αρχή αυτή νομιμοποιούσε την ύπαρξη μονοκομματικού συστήματος, καθώς το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκπρόσωπος ολόκληρου του έθνους, του λαού.
Κρατισμός
Το κράτος κατέχει ιδιαίτερη θέση στον κεμαλισμό. Η αρχή του κρατισμού, με την ευρεία έννοια, αναφέρεται στην παρέμβαση του κράτους σε όλους τους τομείς, όπως στην κοινωνία, στην οικονομία, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό. Με τη στενή έννοια, ο κρατισμός εκφράζει την ανάγκη επέμβασης του κράτους στην οικονομία με στόχο πρωτίστως την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας.
Από το 19ο αιώνα ήδη το οθωμανικό κράτος ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και διαχειριζόταν τα μεγαλύτερα εργοστάσια της αυτοκρατορίας. Αργότερα οι οθωμανοί σουλτάνοι ενθάρρυναν τη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου. Η ιδέα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία ήταν δημοφιλής ήδη από την εποχή του Abdülhamit II και υποστηρίχθηκε αργότερα και από το καθεστώς των Νεότουρκων. Το 1914 ο Νόμος για την Ενθάρρυνση της Βιομηχανίας περιλάμβανε σειρά μέτρων για τη δημιουργία εγχώριου κεφαλαίου. Έντονη κρατική παρέμβαση στην οικονομία ασκήθηκε σε όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ γνωστοί θεωρητικοί, όπως ο Ziya Gökalp και Tekin Alp έκαναν έκκληση για παρέμβαση του κράτους υπέρ της ανάδειξης μιας εθνικής επιχειρηματικής τάξης. Το κεμαλικό καθεστώς υιοθέτησε την αρχή του κρατισμού, τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτικό και πολιτιστικό τομέα. Είχε έντονα πατερναλιστικό και αυταρχικό χαρακτήρα θεωρώντας ότι όλες οι σημαντικές αλλαγές και τομές μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με κρατικές αποφάσεις. Η έκφραση «devlet baba» (κράτος πατέρας) αλλά και το επώνυμο που δόθηκε στον Kemal Atatürk, δηλαδή πατέρας των Τούρκων, εκφράζουν αυτή την πραγματικότητα. Ο κρατισμός, ως οικονομική πολιτική, εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη ένταση στη δεκαετία του 1930 μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, η οποία έπληξε και την Τουρκία. Το 1931 εντάχθηκε ως αρχή στο πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος. Το κράτος ανέλαβε τη δημιουργία και λειτουργία βιομηχανιών και μάλιστα εφαρμόστηκαν πενταετή προγράμματα στο πρότυπο των σοβιετικών πενταετών προγραμμάτων και με καθοδήγηση σοβιετικών ειδημόνων. Πάντως, ο κρατισμός δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με το σοσιαλισμό, καθώς ο κρατισμός άφηνε άθικτο το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας και καθώς στόχος του ήταν η δημιουργία τουρκικής αστικής τάξης, στην οποία σταδιακά θα μεταβιβαστούν οι κρατικές επιχειρήσεις. Η επέμβαση του κράτους περιορίστηκε στο δευτερογενή τομέα αφήνοντας άλυτο το αγροτικό ζήτημα στην ύπαιθρο ίσως λόγω των στενών δεσμών του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος με τους τοπικούς προύχοντες της επαρχίας.
Επαναστατικότητα ή μεταρρυθμισμός
Η επαναστατικότητα ως έννοια του κεμαλισμού χαρακτηρίζεται από κάποιο βαθμό ασάφειας. Για κάποιους σημαίνει αφοσίωση στις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις και προστασία των μεταρρυθμίσεων αυτών, ενώ για άλλους σημαίνει τη συνεχή αλλαγή και πρόοδο προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού.
Ο όρος inkilab (επανάσταση) χρησιμοποιούνταν ήδη στην περίοδο του Τανζιμάτ και αργότερα στην εποχή του Abdülhamit II από θεωρητικούς και οπαδούς του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας, πολλοί από τους οποίους πρότειναν κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που αργότερα θα εφαρμόσει ο Kemal στον τομέα της εκπαίδευσης, της εκκοσμίκευσης και της θέσης των γυναικών. Μετά το κίνημα των Νεότουρκων εφαρμόστηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι οπαδοί του κεμαλισμού πίστεψαν στη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, ιδίως στον κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα. Και έκαναν λόγο για «επανάσταση του καπέλου», «γλωσσική επανάσταση» ή «επανάσταση του αλφάβητου». Οι όποιες αλλαγές έγιναν κυρίως σε πολιτισμικό επίπεδο, ενώ οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις παρέμειναν άθικτες. Ο δρόμος προς τον εκσυγχρονισμό και τον εκδυτικισμό, προς τη δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κράτους, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να γίνει με την επιβολή νόμων και την υιοθέτηση των δυτικών αξιών, με την έννοια της απομάκρυνσης από παραδοσιακές και θρησκευτικές αξίες.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η κεμαλιστική ιδεολογία επιχείρησε να μεταβάλει τις συλλογικές αναπαραστάσεις των κατοίκων της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, να επιβάλει μια νέα ταυτότητα, την ταυτότητα του Τούρκου στη θέση άλλων θρησκευτικών, τοπικών ή εθνοτικών ταυτοτήτων. Ο Τούρκος στον κεμαλισμό είναι ο σύγχρονος άνθρωπος που έχει απαρνηθεί τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και τις παραδοσιακές συνήθειες και εργάζεται για τη δημιουργία ενός ισχυρού τουρκικού κράτους, το οποίο αποτελεί εγγύηση εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικής ενότητας.
Από τις έξι βασικές αρχές του κεμαλισμού η πιο σημαντική και αυτή που διαπνέει κατά κάποιο τρόπο και όλες τις άλλες είναι ο εθνικισμός. Η κατάργηση του σουλτανάτου και του χαλιφάτου έχει και εθνικιστικό χαρακτήρα, καθώς οι δύο αυτοί θεσμοί ήταν κατεξοχήν διεθνιστικοί. Αναλόγως, οι μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της εκκοσμίκευσης εναντιώνονταν στο μουσουλμανικό διεθνισμό. Ο κρατισμός στόχευε στη δημιουργία τουρκικής αστικής τάξης, ενώ ο λαϊκισμός λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος του τουρκικού έθνους.
Ο κεμαλισμός αντιμετωπίστηκε συχνά με θαυμασμό από θεωρητικούς τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής και του δόθηκαν ποικίλες ερμηνείες. Για πολλούς αποτελεί ένα μοντέλο για την ανάπτυξη των κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου, μια «επανάσταση από τα πάνω», που μπορεί να φέρει τις «καθυστερημένες» κοινωνίες στο δρόμο της προόδου. Πάντως, αντίθετα από ότι συχνά γράφεται, η εξάπλωση της κεμαλιστικής ιδεολογίας δεν έγινε χωρίς εμπόδια ούτε ήταν αναίμακτη. Στον κεμαλισμό αντιτάχθηκαν οι ισλαμικές αδελφότητες, μεγάλο τμήμα των Κούρδων, οι κομμουνιστές καθώς και πολλοί από τους παλιούς ηγέτες της Επιτροπής για την Ενότητα και την Πρόοδο. Ο Kemal εμπλέκοντας τους τελευταίους σε μια συνωμοσία εναντίον του κατάφερε να τους εξοντώσει. Με το στρατιωτικό νόμο, που ίσχυσε από το 1925 ως το 1929 και με τα ειδικά «δικαστήρια της ανεξαρτησίας» το καθεστώς κατάφερε να επιβάλει τη σιωπή σε κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή. Η κεμαλιστική ιδεολογία αναδείχτηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία του τουρκικού κράτους. Σήμερα οι πιο σημαντικές αρχές του κεμαλισμού είναι ο εθνικισμός και η εκκοσμίκευση. Ο κρατισμός ως οικονομική πολιτική πήρε τη μορφή της υποκατάατασης των εισαγωγών κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70, αλλά άρχισε να υποχωρεί από τη δεκαετία του ’80. Δεν έπαψε όμως να είναι παρών με την ευρεία έννοια ως παρέμβαση του κράτους στην κοινωνική ζωή, ιδίως μέσω της ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών του. Η αρχή του λαϊκισμού διατηρήθηκε ως ελιτίστικη αντίληψη του κρατικής γραφειοκρατίας απέναντι στους πολίτες και ως άρνηση άλλων διαιρετικών τομών κυρίως εθνοτικών και πολιτισμικών. Συνέχισε να χρησιμοποιείται μόνο η κυρίαρχη διαιρετική τομή που επικαλείται ο κεμαλισμός, αυτή ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους παραδοσιακούς ή οπισθοδρομικούς. Στις δεκαετίες ’60 και ’70 ο κεμαλισμός απέκτησε έντονο αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Έκτοτε αμφισβητήθηκε όχι μόνο από τους σοσιαλιστές αλλά και από τους Κούρδους εθνικιστές, τους ισλαμιστές και τους υπέρμαχους του φιλελευθερισμού.
Νικολόπουλος Ε. Κων/νος
-Απόφοιτος ΑΣΕΙ (Σ.Σ.Ε)
-Εξειδίκευση σε Ζητήματα Γεωπολιτικής και Ασφάλειας στο Ισλαμικό Σύμπλοκο Τουρκίας-Μέσης Ανατολής του Κ.Ε.Κ / Eθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών