ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΜΕ ΕΠΙΦ/ΞΗ – ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού, κατοίκου Αθηνών, οδός ….
ΠΡΟΣ
Τον κ. Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Υπουργό Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατοικοεδρεύει στην Αθήνα.
Αξιότιμε κ. Υπουργέ, καθηγητά κ. Παρασκευόπουλε,
Μεταξύ των ετών 2010 και 2012, μετά την προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους είναι πασίδηλο ότι λήφθηκαν μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, που οδήγησαν στη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την ύφεση της ελληνικής οικονομίας μεταβάλλοντας προς το χειρότερο όλους τους δείκτες της. Εντός του έτους 2010 λήφθηκαν τρία πακέτα οικονομικών μέτρων (1° πακέτο Φεβρουάριος 2010: πάγωμα μισθών, περικοπές επιδομάτων 10%, περικοπές υπερωριών και οδοιπορικών στο δημόσιο τομέα, 2° πακέτο Μάρτιος 2010: μείωση 30% στα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας, μείωση 12% σε όλα τα επιδόματα του Δημοσίου, μείωση 7% στις αποδοχές υπαλλήλων ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, ΝΠΙΔ, 3° πακέτο – Μάιος 2010: αντικατάσταση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων με επίδομα 500 € σε όλους όσους έχουν αποδοχές μέχρι 3.000 € και πλήρης κατάργησή των δύο μισθών για μεγαλύτερες αποδοχές, αντικατάσταση 13ης και 14ης σύνταξης με επίδομα 800 € για συντάξεις ως 2500 €, περαιτέρω περικοπή επιδομάτων 8% στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων και 3% στους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ όπου δεν υπάρχουν επιδόματα, αύξηση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ [και αντίστοιχα του μειωμένου σε 5, 9 και 16%] από 21% σε 23%, του μεσαίου από 10% σε 11% [από 1η Ιουλίου 2010] και από 11% σε 13% [από 1η Ιανουαρίου 2011] και αντίστοιχα του χαμηλού στο 6,5% [από 1η Ιανουαρίου 2011], αύξηση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε καύσιμα, τσιγάρα και ποτά κατά 10%, αύξηση στις αντικειμενικές τιμές ακινήτων, πρόσθεση ενός επιπλέον 10% στους φόρους εισαγωγής επί της αξίας των περισσότερων εισαγόμενων αυτοκινήτων) και εντός του έτους 2011 λήφθηκε ένα πακέτο οικονομικών μέτρων (Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015 – αλλαγή φορολογικής κλίμακας με επιβάρυνση σε όλους όσους δηλώνουν εισόδημα πάνω από 8.000 €, έκτατη εισφορά για όλους όσους έχουν εισόδημα πάνω από 12.000 €, μετάβαση σε ανώτερη κλίμακα ΦΠΑ προϊόντων και υπηρεσιών εστίασης, επιβολή κλιμακωτής αντικειμενικής δαπάνης κατοικίας, επιβολή ετήσιου τέλους για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας ύψους 2%, επιβολή Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, που θα παρακρατείται μηνιαία, αύξηση του ποσοστού παρακράτησης ΛΑΦΚΑ σε όλες τις συντάξεις άνω των 1450 €, από 4% έως 10% που ίσχυε μέχρι τότε, σε 6% έως 14%, εργασιακή εφεδρείας για οργανισμούς που καταργούνται, αμοιβή με μισθό χαμηλότερο κατά 20% από το όριο της ΕΣΣΕ για όσους προσλαμβάνονται χωρίς εμπειρία). Περαιτέρω, λόγω της μη επίτευξης των στόχων των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής ανακοινώθηκε η λήψη νέων μέτρων τον Οκτώβριο 2011 (βαθμολόγιο – μισθολόγιο Δημοσίου, μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, μειώσεις στα εφάπαξ, επιβολή τέλους ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών, νέα φορολογική κλίμακα). Στη συνέχεια, εντός του έτους 2012, εγκρίθηκε από την Βουλή των Ελλήνων το Μνημόνιο II (συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών τον Οκτώβριο 2011) και τα μέτρα, που το συνόδευαν (μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα σε όλα τα κλιμάκια του βασικού μισθού [από 751€ σε 586€] και 32% στους νεοεισερχόμενους μέχρι 25 ετών, κατάργηση 150.000 θέσεων εργασίας από το δημόσιο τομέα έως το 2015, εκ των οποίων 15.000 μέσα στο 2012, ατομικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας αντί για κλαδικές, άρση μονιμότητας σε ΔΕΚΟ και υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες, περικοπές συντάξεων, επιδομάτων, δαπανών υγείας, άμυνας, λειτουργιών του Κράτους και εκλογών, κατάργηση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εστίας, αύξηση αντικειμενικών αξιών και ενοποίηση φόρων στα ακίνητα, πλήρες άνοιγμα 20 κλειστών επαγγελμάτων, αύξηση των εισιτηρίων στις Αστικές Συγκοινωνίες και στον ΟΣΕ κατά 25%, κλείσιμο 200 εφοριών, κατάργηση φοροαπαλλαγών και χαμηλού ΦΠΑ στα νησιά), ενώ ψηφίστηκε σε υλοποίηση των παραπάνω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, το οποίο προβλέπει μέτρα 18,9 δις €, από τα οποία 9,4 δις € αφορούν στο έτος 2013 (αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 2 έτη, από 1.1.2013, μείωση στις συντάξεις από 5 έως και 15%, από τα 1.000 € και άνω, μειώσεις στο εφάπαξ έως 83%, κατάργηση της καθολικότητας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κατάργηση των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και των επιδομάτων αδείας για τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, μείωση χρόνου προειδοποίησης για απολύσεις σε 4 αντί 6 μήνες, περικοπές στα ειδικά μισθολόγια, ένταξη στο ενιαίο μισθολόγιο των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, εφαρμογή διαθεσιμότητας ενός έτους, με μειωμένο μισθό σε μόνιμους υπαλλήλους του δημοσίου, οι θέσεις των οποίων καταργούνται, κατάργηση των πολυάριθμων οικογενειακών επιδομάτων και αντικατάστασής τους από το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων, αύξηση φόρου στο υγραέριο κίνησης κατά 23 λεπτά, εισαγωγή έκτακτης εισφοράς στα φωτοβολταϊκά, αντίτιμο 25 € για εισαγωγή σε νοσοκομείο). Περαιτέρω, πασίδηλο είναι και το γεγονός ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και μείωσης της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας, ανήλθε για το έτος 2011 σε 6,8%, για το έτος 2010 σε 4,6% και για το έτος 2009 σε 2% (πηγή ΕΛΣΤΑΤ), ενώ δυσοίωνες είναι οι προοπτικές και για το έτος 2012 (με πρόβλεψη κατά τον Οκτώβριο 2012 για ύφεση 6,6% – πηγή Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών Περαιτέρω, σύμφωνα με το ψηφισθέντα κρατικό προϋπολογισμό για το 2013, και κατά το έτος αυτό η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει ύφεση 3,8%, η εγχώρια ζήτηση θα παρουσιάσει μείωση 6,1% και η εγχώρια κατανάλωση 5,9% (πηγή Υπουργείο Οικονομικών -www.minfin.gr).
Στο πλαίσιο αυτό, το ΣτΕ σε πλήθος αποφάσεών του δέχεται ότι, «δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι απότοκη του σοβαρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού Κράτους, λόγω της εκτόξευσης σε πρωτοφανή για την ιστορία των δημοσίων οικονομικών της Χώρας επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και συνακόλουθα, το διαθέσιμο κατά κεφαλή εισόδημα».
Είναι πασίδηλο ότι, οι ως άνω οικονομικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν μεταξύ των ετών 2010-2012 και συνεχίστηκαν επί τα χείρω έως και το 2015, με το Μνημόνιο ΙΙΙ, έφεραν το σύνολο των Ελλήνων (με μικρή εξαίρεση), στη κατάσταση της αναξιοπρεπούς διαβίωσης, της ανεργίας και της φτώχιας.
Παρά τις δυσβάσταχτες και μεγάλες μειώσεις των εισοδημάτων του Ελληνικού Λαού, η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη έγινε οικονομικά δυσκολότερη και δαπανηρότερη, με τις αυξήσεις σε παράβολα (Μηνύσεις, Εφέσεις, Αιτήσεις Ακυρώσεως, Αναιρέσεις κλπ) καθώς και στην υποχρεωτική κατάθεση Αγωγόσημου στις αναγνωριστικές αγωγές. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α’ του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεσή της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας. Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Άλλωστε, η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση. Πρώτον, διότι το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Δεύτερον, διότι ηΔικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης. Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών». Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη Δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης, να προστατεύσει το εμπράγματο δικαίωμά του από την ανακριβή πρώτη εγγραφή με την οποία αμφισβητείται ολικά ή μερικά το δικαίωμά που έχει επί ενός κτηματογραφημένου ακινήτου, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές.Ειδικά στην τελευταία περίπτωση των κτηματολογικών αγωγών, είναι σύνηθες οι εναγόμενοι να συνομολογούν ή να αποδέχονται την αγωγή, αφού δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων των διαδίκων και η όποια αμφισβήτηση ανακύπτει τυπικά κατά την κτηματογράφηση εξ αφορμής πράξεων του ΟΚΧΕ. Άλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια Δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205) και κυρώσεις (άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση. Επιπλέον, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη Δικαιοσύνη. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα τέτοιου ύψους, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (Ολ. ΣΤΕ 601/2012 ΝΟΒ 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 Α Δημοσίευση Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 Garcia Manipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη).
Συναφώς των ανωτέρω θα πρέπει να μειωθούν άμεσα τα διάφορα παράβολα και να καταργηθεί το αγωγόσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, καθώς η οικονομική δυσμενής κατάσταση θα παραμείνει επί μακρόν και άγνωστο ένα θα επανακάμψει η Ελληνική οικονομία πρίν το 2022.
Σας υπενθυμίζω τις προεκλογικές σας υποσχέσεις στο Δ.Σ.Α. όπου μεταξύ πολλών άλλων και την άμεση κατάργηση του αγωγόσημου στην αναγνωριστική αγωγή.
Επειδή, είστε ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός, το είχατε εξαγγείλει προεκλογικά, καθηγητής της Νομικής και άτομο με δημοκρατικές αξίες.
Επειδή, αδυνατώ να πιστέψω ότι ως Υπουργός Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα ανεχτείτε την όποια στέρηση του Συνταγματικού δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, στο σύνολο των Ελλήνων πολιτών που πλέον η οικονομική τους κατάσταση δεν τους επιτρέπει να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με ρητή επιφύλαξη παντός ετέρου νομίμου δικαιώματός μου.
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ για την συνεχιζόμενη και απαράδεκτη κατάσταση, όπως αυτής της οικονομικά απαγορευτικής πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
ΣΑΣ ΚΑΛΩ όπως αναπροσαρμόσετε τα διάφορα παράβολα, σύμφωνα με τη παρούσα οικονομική κατάσταση καθώς και να καταργήσετε το προδήλως αντισυνταγματικό αγωγόσημο στην αναγνωριστική αγωγή.
ΑΛΛΩΣ, ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ ότι θα προβώ σε κάθε απαραίτητη κατά Νόμον ενέργεια προς προστασία των εννόμων δικαιωμάτων, που θίγονται από τα ανωτέρω.
Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα προς για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφοντας ολόκληρο το περιεχόμενό της στην έκθεση επιδόσεως που θα συντάξει.
Αθήνα 1 Δεκεμβρίου 2015
Ο Εξωδίκως καλών και διαμαρτυρόμενος
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Δ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ