Το ελληνικό λαθρεμπόριο όπλων στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο
24grammata.com- ιστορικά γεγονότα
Το ελληνικό λαθρεμπόριο όπλων στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο
του Θανάση Δ. Σφήκα, Αναπληρωτής Καθηγητής στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας
Ύστερα από γαλλική πρωτοβουλία, στις 9 Σεπτεμβρίου 1936 συστάθηκε στο Λονδίνο η Επιτροπή Μη Επεμβάσεως στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο με σκοπό να αποτρέψει την έξωθεν επέμβαση και αποστολή όπλων στους αντιμαχόμενους.
Στην πράξη, η Επιτροπή υπονόμευσε την πολεμική προσπάθεια των Δημοκρατικών,καθώς αρνήθηκε στη Νόμιμη Ισπανική Δημοκρατική κυβέρνηση (ΝΙΔΚ) το δικαίωμα να αγοράζει όπλα στη διεθνή αγορά, και τούτο τη στιγμή που η Γερμανία και η Ιταλία όχι μόνο πολεμούσαν στο πλευρό των Εθνικιστών αλλά τους εφοδίαζαν και με τεράστιες ποσότητες πολεμικού και άλλου υλικού.
Η υποκρισία και ο κυνισμός της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βοήθεια της ΕΣΣΔ προς τους Δημοκρατικούς υπολειπόταν κατά πολύ της βοήθειας του Άξονα προς τους Εθνικιστές, ανάγκασε τη ΝΙΔΚ να προσφύγει σε ιδιώτες εμπόρους όπλων.
Η Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου (ΕΕΠΚ) του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη έλαβε την πρώτη παραγγελία για πέντε εκατομμύρια φυσίγγια από τους Δημοκρατικούς στα μέσα Σεπτεμβρίου 1936.
Λίγες ημέρες αργότερα,η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά εξέδωσε βασιλικό διάταγμα που απαγόρευε την εξαγωγή όπλων και πολεμοφοδίων στην Ισπανία, συμμορφούμενη κατ’ αυτό τον τρόπο προς τις υποχρεώσεις της ως μέλους της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως.
Εν τούτοις, κατά τον Μποδοσάκη, ο δικτάτορας κατάλαβε αμέσως ότι η συναλλαγματική ωφέλεια από την εκτέλεση παραγγελιών αυτού του είδους θα ήταν για την Ελλάδα πολύ μεγάλη. Η πληρωμή θα γινόταν αμέσως και σε υγιές νόμισμα.
Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση,αλλά προσφέρθηκε να κάνει και κάθε απαραίτητη διευκόλυνση.
Καθώς η Ισπανία βυθιζόταν σε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, οι ανάγκες των Δημοκρατικών για πολεμοφόδια αυξήθηκαν τόσο ώστε ενώ η ΕΕΠΚ ετοίμαζε ακόμη την πρώτη παραγγελία, έφτασε και δεύτερη για είκοσι εκατομμύρια φυσίγγια.
Για την εκτέλεση των δύο αυτών παραγγελιών η Εταιρεία έφτασε στο ανώτατο όριο απόδοσής της, αυξάνοντας το τεχνικό προσωπικό της ώστε να επιτευχθεί παραγωγή 400.000 φυσιγγίων ημερησίως.
Το 1937, όταν ήλθαν περισσότερες παραγγελίες, ο Μποδοσάκης αγόρασε καινούργια μηχανήματα από τη Γερμανία και προσέλαβε χιλιάδες εργάτες, αυξάνοντας την ημερήσια παραγωγή σε ένα εκατομμύριο φυσίγγια και, λίγο αργότερα, σε δύο εκατομμύρια.
Για να προλαβαίνει, αγόραζε και έτοιμους κάλυκες, τους έφερνε στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ στην Αθήνα, τους γέμιζε με πυρίτιδα και αμέσως τους έστελνε στην Ισπανία.
Σε αυτό χρειάστηκε άμεση κρατική βοήθεια. Την εξασφάλισε κι αυτή χωρίς καθυστέρηση. Έχοντας την επίσημη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι τα αγοραζόμενα υλικά ήσαν απαραίτητα για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, πέτυχε να κλείσει αμέσως συμφωνίες με γερμανικά, αυστριακά και με σουηδικά εργοστάσια για την αγορά καλύκων, βολίδων και πυρίτιδας σε πολύ μεγάλες ποσότητες.
Ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες του Μποδοσάκη, η ΝΙΔΚ του ζήτησε να την εφοδιάζει με πρώτες ύλες ούτως ώστε να παράγει η ίδια πολεμοφόδια στα δικά της εργοστάσια.
Ο Μποδοσάκης αρνήθηκε φοβούμενος ότι στην περίπτωση αυτή οι Δημοκρατικοί ίσως ακύρωναν τις παραγγελίες για έτοιμα φυσίγγια. Αλλά για να μην τους δυσαρεστήσει,προσφέρθηκε να ενεργήσει ως πληρεξούσιος τους για την αγορά τυφεκίων και πυροβόλων από άλλες χώρες, παραγγέλνοντάς τα δήθεν για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού.
Επιπλέον, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει στους Ισπανούς απαρχαιωμένο και άχρηστο πολεμικό υλικό από τις αποθήκες του Ελληνικού Στρατού και να χρησιμοποιήσει το κέρδος για την αντικατάστασή του με σύγχρονα εφόδια.
Όλα τα συμβόλαια του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς ήταν τύπου “φόμπ”, δηλαδή χωρίς ευθύνη του προμηθευτή για τη φόρτωση ή την παράδοση του φορτίου σε συγκεκριμένο λιμάνι.
Οι πελάτες του, από την άλλη πλευρά, πλήρωναν σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα εκ των προτέρων και χωρίς την δυνατότητα να πάρουν τα χρήματά τους πίσω σε καμιά περίπτωση.
Μολονότι όμως, ο Μποδοσάκης δεν ήταν υπεύθυνος για τη φόρτωση και μεταφορά των παραγγελιών στους Δημοκρατικούς, φρόντιζε προσωπικά για την ασφαλή άφιξη στον προορισμό τους διότι φοβόταν ότι ακόμη και αν χανόταν ένα μόνο φορτίο, οι Ισπανοί θα έχαναν την εμπιστοσύνη τους και θα διέκοπταν τις παραγγελίες στην ΕΕΠΚ.
Ο φόβος αυτός οδήγησε τον ευρηματικό επιχειρηματία να ρυθμίζει ο ίδιος τους τρόπους αποστολής των παραγγελιών.
Τα φορτία υλικού πολέμου που παρήγαγε ή αγόραζε για τους Δημοκρατικούς φορτώνονταν στον Πειραιά, ενώ και οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει από πρίν ότι εικονικός προορισμός θα ήταν το Μεξικό -χώρα που βοηθούσε αφειδώς τη Β΄Ισπανική Δημοκρατία με ποικίλους τρόπους, μεταξύ των οποίων και η έκδοση ψευδών πιστοποιητικών από τις προξενικές αρχές της.
Μετά τη φόρτωση στον Πειραιά, τα πλοία έπλεαν σε απόμερα νησιά του Αιγαίου, όπου “καμουφλαριζόντουσαν” και άλλαζαν ακόμη και όνομα για να μη δώσουν υποψίες στους Ιταλούς περνώντας από τα στενά της Μεσσήνης.
Εάν, πριν φτάσουν σε κάποιο λιμάνι της Δημοκρατικής Ισπανίας τα σταματούσαν, οι πλοίαρχοι ισχυρίζονταν ότι ο προορισμός τους ήταν το Μεξικό.
Όταν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και ο Φράνκο έμαθαν γι’αυτά τα φορτία, διαμαρτυρήθηκαν στην Αθήνα. Ο Μεταξάς απάντησε πως προορισμός των ελληνικών πλοίων είναι το Μεξικό, άρα οι κατηγορίες ήσαν αβάσιμες.
Οι ενδείξεις και τα στοιχεία για συμμετοχή της Ελλάδος στην προμήθεια οπλισμού στους Δημοκρατικούς, με το πέρασμα του χρόνου πλήθαιναν.
Το καλοκαίρι του 1937 ο Φράνκο άρχισε να κατηγορεί ανοικτά την Ελλάδα για παράνομη εισαγωγή πολεμικού υλικού στη Δημοκρατική Ισπανία, αλλά και για την προσφορά 15 εμπείρων Ελλήνων πλοιάρχων, όπως υπηρετήσουν ως πιλότοι των ερυθρών ισπανικών πλοίων (εμπορικών και πολεμικών).
Στις 16 Αυγούστου του 1937 τα βρετανικά υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών συνέταξαν υπόμνημα στο οποίο ανέλυαν λεπτομερώς τη συμμετοχή της Ελλάδος στον εφοδιασμό των Δημοκρατικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεταν οι Βρετανοί, “Η εταιρεία του Μποδοσάκη ετοιμάζει τον τελευταίο καιρό παραγγελίες πυρομαχικών για την Ισπανική κυβέρνηση. Ο κύριος πράκτορας σε αυτές τις συναλλαγές είναι κάποιος George Roseberg, γιός του πρώην Σοβιετικού πρέσβη στη Μαδρίτη (Marcel Rosenberg), αντιπρόσωπος της Ισπανικής κυβέρνησης.
Ο George Roseberg, έχει ένα κεντρικό γραφείο στο Παρίσι και συνεχώς επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου διανέμει στο ξενοδοχείο ¨Μεγάλη Βρετανία¨ στην Αθήνα.
Χρήματα εμβάζονται από το Παρίσι μέσω της Banque Popular στην Αθήνα.
Τα φορτία πολεμοφοδίων μεταφέρονται στη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη με πλοία των οποίων οι σημαίες και το όνομα αλλάζουν περιοδικά αλλά η κυρίως σημαία που υψώνουν είναι η ελληνική”.
Ενώ η Ελλάδα επίσημα αρνούνταν τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων στην Ισπανία, το βρετανικό υπόμνημα πρόσθεσε μια άλλη διάσταση στις δοσοληψίες του Μποδοσάκη, κάνοντας λόγο για τις σχέσεις του με Σοβιετικούς αντιπροσώπους και για το Παρίσι ως ένα από τα κέντρα των συναλλαγών του.
Ως το φθινόπωρο του 1937 οι συναλλαγές του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς είχαν επεκταθεί τόσο ώστε για τη διεκπεραίωσή τους, ο Έλληνας επιχειρηματίας ταξίδευε στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Σε ένα από τα ταξίδια του αυτά, τον Νοέμβρη του 1937, βρέθηκε στη Βαρκελώνη για να συναντήσει τον υπουργό Στρατιωτικών της ΝΙΔΚ.
Με απόλυτη μυστικότητα οι Δημοκρατικοί τον μετέφεραν από το Παρίσι στη Βαρκελώνη με όπου έμεινε για δύο ημέρες κι ενώ η πόλη τελούσε υπό βομβαρδισμό.
Εκεί υπέγραψε νέο συμβόλαιο με τους Δημοκρατικούς για την προμήθεια πολεμοφοδίων αξίας 2.100.000 στερλινών (1.155.000.000 δραχμών) και μετά επέστρεψε στο Παρίσι και από εκεί στην Αθήνα.
Τον Νοέμβριο του 1937 ο εμπορικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας επισκέφθηκε την ΕΕΠΚ συνοδευόμενος από τον Μποδοσάκη, ο οποίος υπερηφανεύτηκε ανοιχτά ότι το εργοστάσιο δούλευε εξ ολοκλήρου για παραγγελίες από την Ισπανία, πολλές φορές 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Στην ετήσια έκθεσή του για το 1937 ο Βρετανός πρέσβης ανέφερε ότι κύρια φροντίδα της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να είναι να κερδίσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί πωλώντας πολεμικό υλικό και στις δύο πλευρές του ισπανικού εμφυλίου, πρωτίστως στους Δημοκρατικούς.
Και ο ίδιος ο Μποδοσάκης στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι ο Μεταξάς του επέτρεψε να εφοδιάζει τους Δημοκρατικούς και με βαρέα όπλα.
Στην περίπτωση αυτή τα παράγγελνε από μια Τρίτη χώρα,κυρίως τη Γερμανία, με εικονικό προορισμό τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα απαραίτητα έγγραφα γι’ αυτές τις μεγάλες αγορές πολλές φορές υπογράφονταν από τον ίδιο τον Μεταξά.
Τον Ιανουάριο του 1939 ήταν πλέον σαφές ότι οι Δημοκρατικοί είχαν ηττηθεί στρατιωτικά, και ήδη από το τέλος του προηγούμενου χρόνου οι παραγγελίες στον Μποδοσάκη για όπλα και πυρομαχικά είχαν μειωθεί σημαντικά.
Ο πολυμήχανος επιχειρηματίας είχε κιόλας στρέψει την προσοχή του στον πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας με σκοπό να εφοδιάζει τους Κινέζους.
Μολονότι η πλειονότητα του πολεμικού υλικού που ο Μποδοσάκης κατασκεύαζε προοριζόταν για τους Δημοκρατικούς,μερικά φορτία κατέληγαν στους Εθνικιστές.
Τον Δεκέμβριο του 1936 οι Ισπανοί Εθνικιστές ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την προμήθεια οβίδων πυροβολικού Schneider, τις οποίες κατασκεύαζε η ΕΕΠΚ.
Απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπάρχει στα αρχεία του υπουργείου εξωτερικών,αλλά μεταγενέστερα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τελικά οι Εθνικιστές κάτι θα πρέπει να αγόρασαν από την Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1937 ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός είπε στο Βρετανό πρέσβη ότι, όσον αφορά τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τραπέζης, “αυτή τη χρονιά ευνοηθήκαμε από αναπάντεχη τύχη καθώς πάνω από 600.000 αγγλικές λίρες μπήκαν στα ταμεία μας από τον στρατηγό Φράνκο”.
Οι Βρετανοί θεωρούσαν ένοχους γι’ αυτό το διπλό παιχνίδι ορισμένους Έλληνες πλοιοκτήτες.
Λάμβαναν, πάντα με τα όσα λένε οι Βρετανοί, μία πληρωμή από τους Δημοκρατικούς και μετά άλλη μία από τους Εθνικιστές για να τους αφήσουν να καταλάβουν το ίδιο φορτίο.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου μερικά ελληνικά πλοία που μετέφεραν φορτία στους Δημοκρατικούς, ενώ βρίσκονταν εν πλώ, ενημέρωναν τις δυνάμεις του Φράνκο και τους επέτρεπαν να καταλάβουν τα φορτία τους.
Αν και τέτοιου είδους διπλές συμφωνίες δεν αποτελούσαν τον κανόνα, η αλήθεια του ειρωνικού σχολίου του Frank Gervasi παραμένει: “σε κάποιες μάχες Ισπανοί Δημοκρατικοί θα πρέπει να σκοτώθηκαν από σφαίρες που οι ίδιοι είχαν προπληρώσει”.
www.ispania.gr
Το ελληνικό λαθρεμπόριο όπλων στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο
του Θανάση Δ. Σφήκα, Αναπληρωτής Καθηγητής στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας
Ύστερα από γαλλική πρωτοβουλία, στις 9 Σεπτεμβρίου 1936 συστάθηκε στο Λονδίνο η Επιτροπή Μη Επεμβάσεως στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο με σκοπό να αποτρέψει την έξωθεν επέμβαση και αποστολή όπλων στους αντιμαχόμενους.
Στην πράξη, η Επιτροπή υπονόμευσε την πολεμική προσπάθεια των Δημοκρατικών,καθώς αρνήθηκε στη Νόμιμη Ισπανική Δημοκρατική κυβέρνηση (ΝΙΔΚ) το δικαίωμα να αγοράζει όπλα στη διεθνή αγορά, και τούτο τη στιγμή που η Γερμανία και η Ιταλία όχι μόνο πολεμούσαν στο πλευρό των Εθνικιστών αλλά τους εφοδίαζαν και με τεράστιες ποσότητες πολεμικού και άλλου υλικού.
Η υποκρισία και ο κυνισμός της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βοήθεια της ΕΣΣΔ προς τους Δημοκρατικούς υπολειπόταν κατά πολύ της βοήθειας του Άξονα προς τους Εθνικιστές, ανάγκασε τη ΝΙΔΚ να προσφύγει σε ιδιώτες εμπόρους όπλων.
Η Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου (ΕΕΠΚ) του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη έλαβε την πρώτη παραγγελία για πέντε εκατομμύρια φυσίγγια από τους Δημοκρατικούς στα μέσα Σεπτεμβρίου 1936.
Λίγες ημέρες αργότερα,η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά εξέδωσε βασιλικό διάταγμα που απαγόρευε την εξαγωγή όπλων και πολεμοφοδίων στην Ισπανία, συμμορφούμενη κατ’ αυτό τον τρόπο προς τις υποχρεώσεις της ως μέλους της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως.
Εν τούτοις, κατά τον Μποδοσάκη, ο δικτάτορας κατάλαβε αμέσως ότι η συναλλαγματική ωφέλεια από την εκτέλεση παραγγελιών αυτού του είδους θα ήταν για την Ελλάδα πολύ μεγάλη. Η πληρωμή θα γινόταν αμέσως και σε υγιές νόμισμα.
Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση,αλλά προσφέρθηκε να κάνει και κάθε απαραίτητη διευκόλυνση.
Καθώς η Ισπανία βυθιζόταν σε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, οι ανάγκες των Δημοκρατικών για πολεμοφόδια αυξήθηκαν τόσο ώστε ενώ η ΕΕΠΚ ετοίμαζε ακόμη την πρώτη παραγγελία, έφτασε και δεύτερη για είκοσι εκατομμύρια φυσίγγια.
Για την εκτέλεση των δύο αυτών παραγγελιών η Εταιρεία έφτασε στο ανώτατο όριο απόδοσής της, αυξάνοντας το τεχνικό προσωπικό της ώστε να επιτευχθεί παραγωγή 400.000 φυσιγγίων ημερησίως.
Το 1937, όταν ήλθαν περισσότερες παραγγελίες, ο Μποδοσάκης αγόρασε καινούργια μηχανήματα από τη Γερμανία και προσέλαβε χιλιάδες εργάτες, αυξάνοντας την ημερήσια παραγωγή σε ένα εκατομμύριο φυσίγγια και, λίγο αργότερα, σε δύο εκατομμύρια.
Για να προλαβαίνει, αγόραζε και έτοιμους κάλυκες, τους έφερνε στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ στην Αθήνα, τους γέμιζε με πυρίτιδα και αμέσως τους έστελνε στην Ισπανία.
Σε αυτό χρειάστηκε άμεση κρατική βοήθεια. Την εξασφάλισε κι αυτή χωρίς καθυστέρηση. Έχοντας την επίσημη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι τα αγοραζόμενα υλικά ήσαν απαραίτητα για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, πέτυχε να κλείσει αμέσως συμφωνίες με γερμανικά, αυστριακά και με σουηδικά εργοστάσια για την αγορά καλύκων, βολίδων και πυρίτιδας σε πολύ μεγάλες ποσότητες.
Ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες του Μποδοσάκη, η ΝΙΔΚ του ζήτησε να την εφοδιάζει με πρώτες ύλες ούτως ώστε να παράγει η ίδια πολεμοφόδια στα δικά της εργοστάσια.
Ο Μποδοσάκης αρνήθηκε φοβούμενος ότι στην περίπτωση αυτή οι Δημοκρατικοί ίσως ακύρωναν τις παραγγελίες για έτοιμα φυσίγγια. Αλλά για να μην τους δυσαρεστήσει,προσφέρθηκε να ενεργήσει ως πληρεξούσιος τους για την αγορά τυφεκίων και πυροβόλων από άλλες χώρες, παραγγέλνοντάς τα δήθεν για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού.
Επιπλέον, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει στους Ισπανούς απαρχαιωμένο και άχρηστο πολεμικό υλικό από τις αποθήκες του Ελληνικού Στρατού και να χρησιμοποιήσει το κέρδος για την αντικατάστασή του με σύγχρονα εφόδια.
Όλα τα συμβόλαια του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς ήταν τύπου “φόμπ”, δηλαδή χωρίς ευθύνη του προμηθευτή για τη φόρτωση ή την παράδοση του φορτίου σε συγκεκριμένο λιμάνι.
Οι πελάτες του, από την άλλη πλευρά, πλήρωναν σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα εκ των προτέρων και χωρίς την δυνατότητα να πάρουν τα χρήματά τους πίσω σε καμιά περίπτωση.
Μολονότι όμως, ο Μποδοσάκης δεν ήταν υπεύθυνος για τη φόρτωση και μεταφορά των παραγγελιών στους Δημοκρατικούς, φρόντιζε προσωπικά για την ασφαλή άφιξη στον προορισμό τους διότι φοβόταν ότι ακόμη και αν χανόταν ένα μόνο φορτίο, οι Ισπανοί θα έχαναν την εμπιστοσύνη τους και θα διέκοπταν τις παραγγελίες στην ΕΕΠΚ.
Ο φόβος αυτός οδήγησε τον ευρηματικό επιχειρηματία να ρυθμίζει ο ίδιος τους τρόπους αποστολής των παραγγελιών.
Τα φορτία υλικού πολέμου που παρήγαγε ή αγόραζε για τους Δημοκρατικούς φορτώνονταν στον Πειραιά, ενώ και οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει από πρίν ότι εικονικός προορισμός θα ήταν το Μεξικό -χώρα που βοηθούσε αφειδώς τη Β΄Ισπανική Δημοκρατία με ποικίλους τρόπους, μεταξύ των οποίων και η έκδοση ψευδών πιστοποιητικών από τις προξενικές αρχές της.
Μετά τη φόρτωση στον Πειραιά, τα πλοία έπλεαν σε απόμερα νησιά του Αιγαίου, όπου “καμουφλαριζόντουσαν” και άλλαζαν ακόμη και όνομα για να μη δώσουν υποψίες στους Ιταλούς περνώντας από τα στενά της Μεσσήνης.
Εάν, πριν φτάσουν σε κάποιο λιμάνι της Δημοκρατικής Ισπανίας τα σταματούσαν, οι πλοίαρχοι ισχυρίζονταν ότι ο προορισμός τους ήταν το Μεξικό.
Όταν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και ο Φράνκο έμαθαν γι’αυτά τα φορτία, διαμαρτυρήθηκαν στην Αθήνα. Ο Μεταξάς απάντησε πως προορισμός των ελληνικών πλοίων είναι το Μεξικό, άρα οι κατηγορίες ήσαν αβάσιμες.
Οι ενδείξεις και τα στοιχεία για συμμετοχή της Ελλάδος στην προμήθεια οπλισμού στους Δημοκρατικούς, με το πέρασμα του χρόνου πλήθαιναν.
Το καλοκαίρι του 1937 ο Φράνκο άρχισε να κατηγορεί ανοικτά την Ελλάδα για παράνομη εισαγωγή πολεμικού υλικού στη Δημοκρατική Ισπανία, αλλά και για την προσφορά 15 εμπείρων Ελλήνων πλοιάρχων, όπως υπηρετήσουν ως πιλότοι των ερυθρών ισπανικών πλοίων (εμπορικών και πολεμικών).
Στις 16 Αυγούστου του 1937 τα βρετανικά υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών συνέταξαν υπόμνημα στο οποίο ανέλυαν λεπτομερώς τη συμμετοχή της Ελλάδος στον εφοδιασμό των Δημοκρατικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεταν οι Βρετανοί, “Η εταιρεία του Μποδοσάκη ετοιμάζει τον τελευταίο καιρό παραγγελίες πυρομαχικών για την Ισπανική κυβέρνηση. Ο κύριος πράκτορας σε αυτές τις συναλλαγές είναι κάποιος George Roseberg, γιός του πρώην Σοβιετικού πρέσβη στη Μαδρίτη (Marcel Rosenberg), αντιπρόσωπος της Ισπανικής κυβέρνησης.
Ο George Roseberg, έχει ένα κεντρικό γραφείο στο Παρίσι και συνεχώς επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου διανέμει στο ξενοδοχείο ¨Μεγάλη Βρετανία¨ στην Αθήνα.
Χρήματα εμβάζονται από το Παρίσι μέσω της Banque Popular στην Αθήνα.
Τα φορτία πολεμοφοδίων μεταφέρονται στη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη με πλοία των οποίων οι σημαίες και το όνομα αλλάζουν περιοδικά αλλά η κυρίως σημαία που υψώνουν είναι η ελληνική”.
Ενώ η Ελλάδα επίσημα αρνούνταν τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων στην Ισπανία, το βρετανικό υπόμνημα πρόσθεσε μια άλλη διάσταση στις δοσοληψίες του Μποδοσάκη, κάνοντας λόγο για τις σχέσεις του με Σοβιετικούς αντιπροσώπους και για το Παρίσι ως ένα από τα κέντρα των συναλλαγών του.
Ως το φθινόπωρο του 1937 οι συναλλαγές του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς είχαν επεκταθεί τόσο ώστε για τη διεκπεραίωσή τους, ο Έλληνας επιχειρηματίας ταξίδευε στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Σε ένα από τα ταξίδια του αυτά, τον Νοέμβρη του 1937, βρέθηκε στη Βαρκελώνη για να συναντήσει τον υπουργό Στρατιωτικών της ΝΙΔΚ.
Με απόλυτη μυστικότητα οι Δημοκρατικοί τον μετέφεραν από το Παρίσι στη Βαρκελώνη με όπου έμεινε για δύο ημέρες κι ενώ η πόλη τελούσε υπό βομβαρδισμό.
Εκεί υπέγραψε νέο συμβόλαιο με τους Δημοκρατικούς για την προμήθεια πολεμοφοδίων αξίας 2.100.000 στερλινών (1.155.000.000 δραχμών) και μετά επέστρεψε στο Παρίσι και από εκεί στην Αθήνα.
Τον Νοέμβριο του 1937 ο εμπορικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας επισκέφθηκε την ΕΕΠΚ συνοδευόμενος από τον Μποδοσάκη, ο οποίος υπερηφανεύτηκε ανοιχτά ότι το εργοστάσιο δούλευε εξ ολοκλήρου για παραγγελίες από την Ισπανία, πολλές φορές 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Στην ετήσια έκθεσή του για το 1937 ο Βρετανός πρέσβης ανέφερε ότι κύρια φροντίδα της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να είναι να κερδίσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί πωλώντας πολεμικό υλικό και στις δύο πλευρές του ισπανικού εμφυλίου, πρωτίστως στους Δημοκρατικούς.
Και ο ίδιος ο Μποδοσάκης στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι ο Μεταξάς του επέτρεψε να εφοδιάζει τους Δημοκρατικούς και με βαρέα όπλα.
Στην περίπτωση αυτή τα παράγγελνε από μια Τρίτη χώρα,κυρίως τη Γερμανία, με εικονικό προορισμό τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα απαραίτητα έγγραφα γι’ αυτές τις μεγάλες αγορές πολλές φορές υπογράφονταν από τον ίδιο τον Μεταξά.
Τον Ιανουάριο του 1939 ήταν πλέον σαφές ότι οι Δημοκρατικοί είχαν ηττηθεί στρατιωτικά, και ήδη από το τέλος του προηγούμενου χρόνου οι παραγγελίες στον Μποδοσάκη για όπλα και πυρομαχικά είχαν μειωθεί σημαντικά.
Ο πολυμήχανος επιχειρηματίας είχε κιόλας στρέψει την προσοχή του στον πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας με σκοπό να εφοδιάζει τους Κινέζους.
Μολονότι η πλειονότητα του πολεμικού υλικού που ο Μποδοσάκης κατασκεύαζε προοριζόταν για τους Δημοκρατικούς,μερικά φορτία κατέληγαν στους Εθνικιστές.
Τον Δεκέμβριο του 1936 οι Ισπανοί Εθνικιστές ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την προμήθεια οβίδων πυροβολικού Schneider, τις οποίες κατασκεύαζε η ΕΕΠΚ.
Απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπάρχει στα αρχεία του υπουργείου εξωτερικών,αλλά μεταγενέστερα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τελικά οι Εθνικιστές κάτι θα πρέπει να αγόρασαν από την Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1937 ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός είπε στο Βρετανό πρέσβη ότι, όσον αφορά τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τραπέζης, “αυτή τη χρονιά ευνοηθήκαμε από αναπάντεχη τύχη καθώς πάνω από 600.000 αγγλικές λίρες μπήκαν στα ταμεία μας από τον στρατηγό Φράνκο”.
Οι Βρετανοί θεωρούσαν ένοχους γι’ αυτό το διπλό παιχνίδι ορισμένους Έλληνες πλοιοκτήτες.
Λάμβαναν, πάντα με τα όσα λένε οι Βρετανοί, μία πληρωμή από τους Δημοκρατικούς και μετά άλλη μία από τους Εθνικιστές για να τους αφήσουν να καταλάβουν το ίδιο φορτίο.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου μερικά ελληνικά πλοία που μετέφεραν φορτία στους Δημοκρατικούς, ενώ βρίσκονταν εν πλώ, ενημέρωναν τις δυνάμεις του Φράνκο και τους επέτρεπαν να καταλάβουν τα φορτία τους.
Αν και τέτοιου είδους διπλές συμφωνίες δεν αποτελούσαν τον κανόνα, η αλήθεια του ειρωνικού σχολίου του Frank Gervasi παραμένει: “σε κάποιες μάχες Ισπανοί Δημοκρατικοί θα πρέπει να σκοτώθηκαν από σφαίρες που οι ίδιοι είχαν προπληρώσει”.
www.ispania.gr