Πώς κατάφεραν οι τουρκικές τράπεζες να αφήσουν πίσω τους τα δύσκολα και να αποτελούν την ατμομηχανή της σημερινής τουρκικής οικονομίας; Ένα στέλεχος της
AKbank περιγράφει την ανοδική πορεία των ιδρυμάτων και τη σημερινή τους θέση.
AKbank περιγράφει την ανοδική πορεία των ιδρυμάτων και τη σημερινή τους θέση.
Η πτώση στην τιμή του πετρελαίου μπορεί να μοιάζει «λαχείο» για την Τουρκία που είναι εισαγωγές ενέργειας, όπως και οι κινήσεις για αναθέρμανση της Ευρωζώνης. Οι τουρκικές τράπεζες έμαθαν να μην εμπιστεύονται την τύχη.
Αντί για αυτό, για περισσότερο από μια δεκαετία, η τραπεζική κοινότητα πόνταρε στη σύνεση, την καινοτομία και την σκληρή δουλειά. Ήταν ένα στοίχημα που απέδωσε με το παραπάνω.
Το αποτέλεσμα είναι ένας καλά εποπτευόμενος και ισχυρός χρηματοοικονομικός τομέας να γίνει η ατμομηχανή της τουρκικής ανάπτυξης Αυτό είναι ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, δεδομένου του τέλματος στο οποίο βρέθηκε η οικονομία της χώρας το 2001, όταν μια ντουζίνα υποκεφαλαιοποιημένες τράπεζες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σύστημα με το αξιοσημείωτο κόστος του 32% του ΑΕΠ. Από τότε και παρά την κρίση του 2009, η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με, κατά μέσο όρο, 5% ετησίως.
Μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «τώρα» και το «τότε» είναι ότι το τουρκικό υπουργείο Οικονομικών έχει τα δημοσιονομικά του τακτοποιημένα. Η κυβέρνηση υποχώρησε και δεν παρενοχλεί πλέον τον ιδιωτικό τομέα, αλλά η ίδια στηρίζεται στη επιχειρηματική ορμή των δικών της ανθρώπων. Οι ανόδου και πτώσης έχουν πλέον αντικατασταθεί από σταθερή ανάπτυξη. Ένας νέος τραπεζικός νόμος το 2005 έφερε μια αποτελεσματική ρύθμιση. Ωστόσο, οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες της Τουρκίας ήταν ήδη σε ετοιμότητα ώστε να εκμεταλλευθούν τις ριζικές βελτιώσεις στο μακροοικονομικό περιβάλλον.
Τουρκικό γλύκισμα
Έτσι, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος έδειξε τον δρόμο. Το έκανε με διάφορους τρόπους, από την αυξημένη πολυπλοκότητα στη διαχείριση κινδύνου έως τις σημαντικές επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους, και στο να καταστεί ο κλάδος κέντρο βέλτιστων πρακτικών και τεχνολογικής μεταρρύθμισης. Ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στις κορυφαίες τράπεζες της χώρας και σε νέους παίκτες με προέλευση εκτός των τουρκικών συνόρων, σημαίνει ότι οι τουρκικές τράπεζες ανέπτυξαν ένα επίπεδο υπηρεσιών και διοικητικής εξειδίκευσης που σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασε τους ευρωπαίους ανταγωνιστές. Μια ένδειξη της ισχυρής διακυβέρνησης είναι ότι από τις τράπεζες προέρχεται το 35% του δείκτη BIST 100 του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης.
Οι τράπεζες τροφοδότησαν την οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας και μάλιστα διατηρώντας σε υψηλό επίπεδο την ποιότητα του ενεργητικού τους. Το 2020 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν στο 17,6%, ενώ σήμερα βρίσκεται εντός του ορίου του 3%.
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκεται για τα καλά πάνω από τις απαιτήσεις της Βασιλείας, στο εντυπωσιακό 16%. Ένας από τους «οδηγούς» του τουρκικού χρηματοπιστωτικού κλάδου είναι η ικανότητά του να αρπάζει την ευκαιρία. Η Τουρκία έχει νεανικό δημογραφικό μίγμα- ο μισός πληθυσμός είναι κάτω των 30. Ανάμεσα στον πληθυσμό που θα ήταν δυνητικά πελάτες της τράπεζας, το 25% δεν έχει καθόλου σχέσεις με την τράπεζα και άλλο 50% χρησιμοποιεί μόνο ένα πολύ περιορισμένο εύρος προϊόντων. Ο κλάδος παραμένει υπομοχλευμένος σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες αγορές αλλού.
Η μεγάλη υπόσχεση που ενυπάρχει στα στοιχεία αυτά εξηγεί γιατί ο χρηματοπιστωτικός κλάδος προσέλκυσε τη μερίδα του λέοντος στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Σχεδόν το 1/3 των 120 δισ. δολ. που μπήκε στην Τουρκία ως άμεση ξένη επένδυση ανάμεσα στα έτη 2002 και 2014 κατευθύνθηκε στις τράπεζες. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση αυτής της δυνατότητας δεν λύνει όλα τα θέματα. Απαιτείται τόσο προσπάθεια όσο και φαντασία. Οι ίδιες οι τράπεζες ανέπτυξαν νέες στρατηγικές για να φτάσουν στις πελατειακές βάσεις. Για παράδειγμα, ο αριθμός των πελατών που διενεργούν συναλλαγές μέσω κινητού τηλεφώνου υπερδιπλασιάστηκε στο περασμένο έτος για να φτάσει τα 7 εκατομμύρια.
Κίνδυνος αντιπαράθεσης
Οι τουρκικές τράπεζες έχουν αναμφίβολα ωφεληθεί, αλλά τροφοδότησαν ένα νέο κλίμα καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των δανείων έχουν αυξηθεί, αλλά οι ιδιωτικές καταθέσεις έχουν φυσικά υποχωρήσει – από το 23,5% στη δεκαετία του 1990 στο 12-14% σήμερα. Το υψηλό επίπεδο των δανείων προς καταθέσεις θα αποτελέσει πρόκληση για το μέλλον. Η πτώση στην τιμή του πετρελαίου μπορεί να διόρθωσε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας, αλλά η μακροχρόνια πρόκληση είναι να αυξηθεί το επίπεδο των αποταμιεύσεων.
Τα προβλήματα της Τουρκίας τώρα είναι προβλήματα μιας «κανονικής» οικονομίας. Τις παλιές κακές ημέρες η τουρκική οικονομία εξαρτιόταν από την πειθαρχία στο σχέδιο του ΔΝΤ για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Τώρα η Τουρκία στηρίζεται αποκλειστικά στη δική της εσωτερική δυναμική- και πιο συγκεκριμένα στην ισχύ του τραπεζικού της κλάδου.
*Η κ. Suzan Sabanci Dincer είναι υψηλόβαθμο στέλεχος (Chairperson και Executive Board Member) της AKbank