Ένα δημοψήφισμα – σταθμός στη μεταπολιτευτική ιστορία του έθνους μας
του Ευάγγελου Λαγδάρη
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, ανεξάρτητα από την επιλογή που έκανε ο καθένας, αποτελεί σταθμό στη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο της χώρας μας και το πρώτο στην ιστορία του ελληνικού κράτους που δεν είχε ως αντικείμενο το πολιτειακό ζήτημα. Το γεγονός αυτό τού προσδίδει αυτόματα ιστορικές διαστάσεις, οι οποίες προδιαγράφουν εξελίξεις ευρύτερες από τα εθνικά μας όρια και δεδομένα. Ταυτόχρονα το δημοψήφισμα αυτό αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της μεταπολίτευσης, το τέλος της οποίας πολλοί ως τώρα αμφιταλαντεύονταν και δυσκολεύονταν να οριοθετήσουν.
Τηρουμένων των αναλογιών το δημοψήφισμα αυτό προσομοιάζει με την περίοδο 1909 και το κίνημα στο Γουδί, όταν και τότε η χώρα βρισκόταν σε βαθιά πολιτική κρίση και αδιέξοδο. Το γεγονός αυτό έφερε στο προσκήνιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ισοπέδωσε κυριολεκτικά το παρηκμασμένο και φθαρμένο τότε πολιτικό σύστημα. Χωρίς να γίνονται συγκρίσεις με τον μεγάλο εθνάρχη εκείνης της περιόδου, σίγουρα είναι εμφανές πως τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος καθιστούν πλέον πολιτικά κυρίαρχο τον Αλέξη Τσίπρα, που παίζει πια χωρίς αντιπάλους. Αυτό νομίζω πως είναι το πρώτο και αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα από τη σαρωτική νίκη του «ΟΧΙ», που μεταφράζεται ως προσωπική επιτυχία του πρωθυπουργού, καθώς το πολιτικό του κεφάλαιο αυτή τη στιγμή είναι ευρύτατο.
Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε πως η χώρα βρίσκεται στην «κόψη του ξυραφιού». Αν δε γίνουν οι σωστές επιλογές και κινήσεις, τίποτε δεν προοιωνίζεται μια μακρά πολιτική κυριαρχία και σταθερότητα. Μια λάθος εκτίμηση και κίνηση ή ένα ατύχημα παραμονεύουν και μπορούν να εξατμίσουν ακόμη και μια τόσο μεγάλη επιτυχία. Για να αποφύγει η χώρα τις περιπέτειες, πρέπει να υπάρξουν ορισμένες εκ των ων ουκ άνευ διασφαλίσεις. Πρώτα πρώτα πρέπει να κλείσουν οι πληγές ενός διάχυτου διχασμού που μπορεί να πάρει τα γνωρίσματα άτυπου εμφυλίου. Και αυτό είναι κυρίως ευθύνη των νικητών που οφείλουν με γενναιότητα να αναγνωρίσουν το δικαίωμα στον καθένα της αντίθετης πολιτικής έκφρασης και βούλησης, που είναι αδιαπραγμάτευτες αρχές του μεγαλείου της δημοκρατίας και εκπορεύονται από το πνεύμα μιας ανοιχτής και ευνομούμενης πολιτείας. Δε νοείται να διαπερνά τον καθημερινό πολιτικό και όχι μόνο λόγο η τοξική λογική του «εμείς ή αυτοί» που είναι βαθύτατα διαιρετική, αντιπαραθετική και διχαστική. Άλλωστε η ανωτερότητα του νικητή δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες σε μια τόσο κρίσιμη καμπή για τη χώρα και το λαό μας. Έπειτα απαιτείται μια ευρύτατη σύμπλευση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες πρέπει να παραμερίσουν ιδιοτέλειες και εγωισμούς και να χαράξουν μια εθνική γραμμή για τη σωτηρία του έθνους. Έτσι μόνο ο Πρωθυπουργός θα εμφανιστεί ως εντολοδόχος μιας εθνικής και ομόθυμης κατεύθυνσης, θα ισχυροποιήσει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας και θα προβάλει πειστικότερα τα αιτήματά της για την έξοδο από την παρατεταμένη και παραλυτική κρίση.
Τρίτο πρέπει να σταματήσει η εμμονική και ανορθολογική αντίληψη ότι για όλα τα δεινά μας φταίνε οι ξένοι και ότι εμείς είμαστε απλώς τα θύματά τους, αντίληψη που καλλιεργεί την εσωστρέφεια, τον απομονωτισμό και ένα διάχυτο αντιευρωπαϊκό πνεύμα. Αυτή η λογική είναι επικίνδυνη, γιατί μας αποκόπτει από την Ευρώπη που είναι το «κοινό μας σπίτι» και που μέσα από διαρκείς ανταλλαγές και συμβιβασμούς μπορεί να μας οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας καλύτερης αρχιτεκτονικής, εναρμονισμένης με τις ανάγκες και τα οράματα των λαών της.
Η λογική της αυτοθυματοποίησης δε μας επιτρέπει δυστυχώς να δούμε τις βαθιές και ουσιαστικές αιτίες των προβλημάτων μας. Δεν μας αφήνει περιθώρια να συντάξουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης και να κάνουμε τις αναγκαίες διαρθρωτικές τομές που χρειάζονται για την ανασύνταξη του παραγωγικού μας ιστού. Αν δε δούμε λοιπόν την πραγματικότητα κατάματα και κατασκευάζουμε διαρκώς εχθρούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς, και ενόχους, γρήγορα θα αντιληφθούμε τον εγκλεισμό μας σ’ ένα ιδιότυπο στρατόπεδο βαλκανικού τύπου. Έχει και η κατάντια τα όριά της.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι τα προγράμματα διάσωσης υπήρξαν προβληματικά. Και είναι γεγονός ότι μια ειλικρινέστερη και λιγότερο ηθικόλογη αποδοχή των ευθυνών εκ μέρους όλων θα έκανε λιγότερο τοξικό το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα), λιγότερο οδυνηρά τα προγράμματα διάσωσης, περισσότερο αποδεκτά τα διδάγματα της κρίσης, και επιτυχέστερο τον ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Ναι, η Ευρώπη έκανε πολλά λάθη στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Αποδείχθηκε ανέτοιμη για να την αντιμετωπίσει, όμως ποτέ δεν απαρνήθηκε τις υποχρεώσεις της αλληλεγγύης. Αν η Ελλάδα δείξει αξιοπιστία και υπευθυνότητα, η υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία αντιμετωπίζει την ελληνική απομόνωση ως τραυματική εμπειρία, είναι βέβαιο πως θα δείξει την απαιτούμενη αλληλεγγύη.
Σήμερα ο πρωθυπουργός ενισχυμένος όσο ποτέ έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει ό,τι υποσχέθηκε και να φέρει μια συμφωνία καλύτερη. Όμως στ’ αλήθεια πόσο ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μένει να αποδειχτεί από τις εξελίξεις και το είδος της συμφωνίας. Γιατί στη ζυγαριά των βαρών μπαίνουν δύο σταθμά: από τη μια τα κίνητρα και οι προθέσεις και από την άλλη τα αποτελέσματα, τα οποία και θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας. Σίγουρα το συντριπτικό ποσοστό του «ΟΧΙ» θα προβληματίσει όσους από τους εταίρους μας επιθυμούν να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη και είναι έτοιμοι να αναλάβουν ένα λογικό κόστος. Από την άλλη όμως ίσως αποτελέσει ένα καλό άλλοθι για όσους θεωρούν ότι έφτασε η στιγμή να απαλλαγούν από το ελληνικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα δε θα εξαρτηθεί τόσο από τις απαιτήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, όσο από την ισορροπία δυνάμεων στο μέτωπο των εταίρων μας. Στο καλό σενάριο θα έχουμε σύντομα μια καλύτερη συμφωνία και ίσως μια σαφή αναφορά στην ελάφρυνση του χρέους. Στο κακό σενάριο θα έχουμε κατάρρευση των διαπραγματεύσεων και της Ελλάδας.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όμως βαραίνει τον πρωθυπουργό που δεν έχει πια την ευλυγισία να κινηθεί πέρα από μια κόκκινη γραμμή η οποία θα τον φέρνει αντιμέτωπο όχι μόνο με το εσωτερικό του κόμματός του αλλά και με την πλειοψηφία του λαού μας. Μήπως η ισχυρή εντολή για σκληρή διαπραγμάτευση βάλει σε πειρασμό να τη μεταφράσει ως επιλογή ρήξης; Θα βρει το πολιτικό θάρρος να αντισταθεί στις εσωτερικές κομματικές σειρήνες και να προτάξει το συμφέρον της χώρας; Αυτό είναι το ζητούμενο. Πάντως οι πρώτες κινήσεις του με το ενωτικό διάγγελμα και τη μετριοπαθή στάση του δείχνουν ωριμότητα και υπευθυνότητα. Όπως και να είναι, αυτή η εβδομάδα είναι καθοριστική, γι’ αυτό και κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Οι κίνδυνοι που κάποιοι επισήμαναν ανεξαρτήτως αποτελέσματος είναι μπροστά μας, και τότε μπορεί να αποδειχτεί το «ΟΧΙ» μια πύρρειος νίκη. Ελπίζω πως θα διαψευστούν πανηγυρικά όσοι διέβλεψαν κινδύνους είτε στο ζήτημα της ομοψυχίας είτε στη σύναψη μιας έντιμης συμφωνίας, που θα φέρει την ομαλότητα και την ηρεμία στον ταλαίπωρο και δοκιμαζόμενο εδώ και πέντε χρόνια λαό μας. Αλλιώς, αν τα πράγματα πάρουν δραματική τροπή, θα ισχύει ο λόγος του ποιητή πως «η χώρα δεν κατέρρευσε μ’ έναν πάταγο αλλά με έναν απέραντο λυγμό».