Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΕΠΙΚΑΙΡΟ: ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1941

Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Ο κύριος συντελεστής του μνημονίου, της χρεοκοπίας και της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας. Δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί. Ούτως ή άλλως είναι κάτοχος
μεγάλης περιουσίας που προέρχεται από μια υπογραφή του Τσολάκογλου… Κανείς δεν θα περίμενε πως θα έδειχνε διαφορετικά συναισθήματα για όσους πεινούν ή πιστεύουν στην εθνική ανεξαρτησία.

Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Επί επτά συναπτές δεκαετίες γίνεται πολύς και εκτενής λόγος για το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Έχει αναλωθεί πολύ μελάνι και πολύς θυμός γύρω απ’ αυτό. Έχουν λεχθεί πολλά και ποικίλα, άλλοτε εγγύτερα προς την πραγματικότητα και άλλοτε χωρίς να έχουν καμιά επαφή μ’ αυτήν. Το ζήτημα είναι απολύτως υπαρκτό και εκείνο που είναι μοιραίο να προκαλεί πολυγνωμίες είναι το ύψος των δανείων.
Πρόκειται για χρηματικές προκαταβολές που εξαναγκάστηκε το ελληνικό κατοχικό κράτος να δίνει στους κατακτητές, ακριβώς ως δάνεια που επρόκειτο να εξοφληθούν μετά το τέλος του πολέμου. Η αξίωση αυτή δεν είναι ούτε επανορθώσεις ούτε αποζημιώσεις για θύματα και πάσης φύσεως απώλειες ή ζημίες. Καθαρά πρόκειται για νομική μορφή δανείου που όφειλε να επιστραφεί από τη μεταπολεμική γερμανική κυβέρνηση, ως νόμιμη διάδοχο του χιτλερικού καθεστώτος, το οποίο είχε δεσμευθεί να το πράξει. Αυτά ως προς τη Γερμανία, διότι ως προς την Ιταλία το θέμα έχει άλλη διάσταση.

Ας μην σταθούμε στο πώς και στο γιατί εξαναγκάστηκαν οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις να πληρώσουν με το ταπεινό νόμισμα της δραχμής τα όσα ζητήθηκαν απ’ αυτές, με αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί στην οικονομική καταστροφή και την πείνα. Η Ελλάδα ήταν κατεχόμενη χώρα με την εθνική κυριαρχία της να έχει βαρύτατα πληγεί. Ο λαός της τελούσε υπό καθεστώς πρωτοφανούς βίας από τις δυνάμεις κατοχής.

Καλώς ή κακώς επί των ημερών μιας κατοχικής κυβέρνησης δημιουργήθηκε ένα είδος δανειακής σύμβασης, η οποία όριζε ότι το ποσόν που είχαν αρπάξει οι κατακτητές θα επιστρεφόταν όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Αλλά οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν επέδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον για να διεκδικήσουν την οφειλή. Η βασική δικαιολογία, που προβαλλόταν κάθε φορά που ένας ευσυνείδητος αρμόδιος Έλληνας έθετε το θέμα, ήταν ότι η εξόφληση των κατοχικών δανείων θα γινόταν οψέποτε θα υπογραφόταν η τελική συνθήκη ειρήνης. Η Γερμανία είχε διχοτομηθεί σε Δυτική και Ανατολική και η προϋπόθεση για την υπογραφή τέτοιας συνθήκης ειρήνης ήταν η επανένωσή της.

Το 1990, ως γνωστόν, ενοποιήθηκε η Γερμανία. Αλλά το ελληνικό κράτος ούτε τότε, ούτε αργότερα το έπραξε. Ως θέμα θα μπορούσε αυτό κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο ενός ειδικού δικαστηρίου. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπάρχουν ευθύνες για το πολιτικό σύστημα. Μόνο που στη χώρα μας αυτό το σύστημα είναι αρκετά περίπλοκο με ποικίλες διακλαδώσεις.

Ας ανοίξουμε μια παρένθεση και ας πάρουμε ένα παράδειγμα.

Σε μία μικρή πολιτεία της Δυτικής Μακεδονίας ανέλαβε κάποτε τη λειτουργία του τοπικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ένας δραστήριος επιχειρηματίας. Επρόκειτο για παραχώρηση προνομίου, που δόθηκε αρχικά για διάστημα μιας πενταετίας με δυνατότητα παρατάσεων. Στις 16 Οκτωβρίου 1941 ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο τότε κατοχικός πρωθυπουργός, παραχώρησε αυτό το μονοπωλιακό προνόμιο στον εν λόγω επιχειρηματία, αφού εκείνος κατά τους προηγούμενους μήνες είχε δραστηριοποιηθεί για να επιτύχει την άδεια. Ο κόπος του δεν είχε πάει χαμένος, ούτε η αγωνία του να ολοκληρώσει τη δουλειά έμεινε χωρίς αμοιβή.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ένα τοπικό εργοστάσιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση χωρίς κανένα ρίσκο λόγω του μονοπωλιακού χαρακτήρα της. Ο επιχειρηματίας λογικά θα έπρεπε να είναι ευγνώμων προς τον Τσολάκογλου για μια τόσο σημαντική παραχώρηση, αλλά δεν μπορεί να πιστοποιηθεί αν διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση, ούτε καν μια απλή γνωριμία μαζί του. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι ούτε οι πιο φανατικοί εχθροί του στρατηγού, που συνέδεσε το όνομά του με τη συνθηκολόγηση και την κατοχική κυβέρνηση, δεν έχουν διατυπώσει καν υποψίες σε βάρος του για χρηματισμούς ή σκάνδαλα.

Πάντως ο ένας γιος του επιχειρηματία, γερμανομαθής ων, προσελήφθη από τις τοπικές γερμανικές αρχές κατοχής ως διερμηνέας τους. Γρήγορα στην κοινωνία της περιοχής έγινε γνωστός ως «μποτάκιας», διότι είχε τη συνήθεια να χρησιμοποιεί καθημερινά στρατιωτικές μπότες μέσα από το παντελόνι του.

Η ηλεκτρική επιχείρηση στη μικρή μακεδονική πόλη δεν έπαυσε να λειτουργεί ούτε όταν εγκατέλειψε την εξουσία ο Τσολάκογλου, ούτε όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί. Συνέχισε να λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια, μέχρι τη μεταπολεμική ίδρυση της ΔΕΗ, η οποία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και επειδή συνέπεσε στην ίδια ακριβώς αυτή πόλη η ΔΕΗ να δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, το 1958 εξαγοράστηκαν οι εγκαταστάσεις από τους κληρονόμους του επιχειρηματία, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει.

Κατά σύμπτωση από τη χρονιά εκείνη ο γιος του επιχειρηματία άρχισε να πολιτεύεται, αποδεσμευμένος πλέον από τη διοίκηση των οικογενειακών επιχειρήσεων και τις ανάλογες φροντίδες. Από το 1958 είχε ενταχθεί στον κεντρώο χώρο, τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, ο οποίος είχε μεγαλύτερες πιθανότητες πολιτικής ανέλιξης. Ωστόσο εκείνη την πρώτη φορά της εισόδου του στην εθνική πολιτική δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, γεγονός που θα το επιτύχει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο 1954, στην πραγματικότητα είχε πάρει το πρώτο βάπτισμα της πολιτικής, διεκδικώντας το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε δεύτερος επιλαχών. Συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του κατοχικού υπουργού Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, ο οποίος – ύστερα από μια παρατεταμένη φυγοδικία στο εξωτερικό και αφού είχε με νόμο παραγραφεί η εις θάνατον ποινή του – εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τη δημαρχία. Ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του ήταν ο νεαρός τότε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος.


Διαβάστε τη συνέχεια εδώ