Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Επιστήμονες κατάφεραν να εντοπίσουν τις ρίζες της Κοκκινοσκουφίτσας

Τις ρίζες της Κοκκινοσκουφίτσας, του διάσημου παραμυθιού που ακόμα και σήμερα μαγεύει τα παιδιά, εντόπισαν οι επιστήμονες, υποστηρίζοντας πως η ανάλυσή τους μπορεί να μας δώσει
νέα στοιχεία για τη μετανάστευση των ανθρώπων.
Χρησιμοποιώντας εξελιγμένες τεχνικές ερευνητές του πανεπιστημίου του Ντούρχαμ κατάφεραν να αποδείξουν ότι η Κοκκινοσκουφίτσα είναι παραλλαγή του παραμυθιού «Ο λύκος και τα παιδιά», μια ιστορία που παραμένει ακόμα και σήμερα ζωντανή σε ορισμένες χώρες.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα μαθηματικό μοντέλο για να σχεδιάσουν το εξελικτικό δέντρο του παραμυθιού ο Λύκος και τα Παιδιά, μια ιστορία που εμφανίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και μιλά για έναν λύκο που μεταμφιέστηκε σε μαμά κατσίκα για να φάει τα μωρά της.
Όπως διαπίστωσαν, η Κοκκινοσκουφίτσα, όπου αντίστοιχα ο λύκος για να εξαπατήσει ένα κοριτσάκι παριστάνει τη γιαγιά του, είναι μια παραλλαγή του παραμυθιού ο Λύκος και τα Παιδιά, η οποία δημιουργήθηκε 1.000 χρόνια αργότερα.
Η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας εξελίχθηκε και μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα στη Γαλλία, την Αυστρία και τη βόρεια Ιταλία, ενώ καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1.600 από τον Γάλλο Σαρλ Περό και στη συνέχεια από τους Αδελφούς Γκριμ πριν 200 χρόνια.
Όπως προέκυψε από τη μελέτη, το παραμύθι ο Λύκος και τα Παιδιά εξελίχθηκε στην Ευρώπη με την γνωστή παραλλαγή της Κοκκινοσκουφίτσας, απ’ όπου και ταξίδεψε στην Αφρική και την Ασία για να εξελιχθεί ακόμα περισσότερο με νέες παραλλαγές όπως για παράδειγμα «η Γιαγιά Τίγρης», μια ιστορία δημοφιλή στην Ιαπωνία, την Κίνα και την Κορέα.
Επειδή στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του το παραμύθι μεταφερόταν προφορικά από γενιά σε γενιά, οι επιστήμονες δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν τις ρίζες του καθώς και τον χρόνο ή τον τόπο γέννησης των παραλλαγών του.
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα μαθηματικό μοντέλο που τους επέτρεψε να συγκρίνουν 72 στοιχεία ομοιότητας σε 58 παραλλαγές του παραμυθιού από διάφορες περιοχές παγκοσμίως.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση PLOS ONE.