Του
Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή,
Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Τι
κοινό έχουν όλα τα ανωτέρω με τα όσα ζούμε σήμερα με αφορμή την πορεία των
ιδιωτικοποιήσεων;
Ας
αρχίσουμε από την απαξίωση της περιουσίας του Δημοσίου, των επιχειρήσεών του κ.λπ.
Η στρατηγική υπουργών και πρωθυπουργών για τη μη έγκαιρη ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ οδηγεί, σήμερα, στο
ξεπούλημά τους, κατά τις προβλέψεις ή εντολές του ΔΝΤ, όπως και κατά τη
στρατηγική των αγοραστών.
Οι
έμπειροι και πολυπράγμονες ηγέτες μας, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν μετά το
2005, ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος της περιουσίας ενός εν δυνάμει
χρεοκοπημένου κράτους. Από την άλλη βέβαια, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να
ισχυριστεί ότι ο ιδεολογικός τους προσανατολισμός ήταν αυτός που τους απέτρεπε
από κάθε κίνηση υπέρ επιλεγμένων ιδιωτικοποιήσεων. Οπότε περίμεναν… Τι άραγε;.
Στον αντίποδα
των ανωτέρω έχει προταθεί η ακόλουθη προσέγγιση: Αν δεν απαξιωθούν οι προς
ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις και οι τιμές τους δεν βρεθούν στα…
τάρταρα, τότε δε δελεάζονται οι αγοραστές, όποτε δεν πουλιούνται.
Ό,τι από τα
παραπάνω ισχύει για τον ΟΠΑΠ, θα το δείξει η ιστορία. Εκείνο που έχουμε όμως να
παρατηρήσουμε είναι το εξής: Θα μπορούσε ένας άλλος τρόπος πώλησης του 33% του
ΟΠΑΠ, να δώσει μια καλύτερη τιμή. Αναλυτικότερα, εφόσον διαπιστώνεται ότι έχει μείνει
μόνο ένας πλειοδότης που έφθασε στο
νήμα του ανοίγματος των οικονομικών προσφορών και από την άλλη, η τιμή
που προσφέρει είναι κατώτερη (622 εκ ευρώ) της επιδιωκόμενης, τότε θα ήταν
σκόπιμο να ακολουθηθεί μια άλλη διαδικασία. Έτσι, ο διαγωνισμός έπρεπε να επαναπροκηρυχτεί
με τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων.
Ο χρόνος ολοκλήρωσης της συγκεκριμένης επιλογής δεν είναι μακρύς.
Μόνο έτσι θα
απομακρύνονταν τα τελευταία σύννεφα υποψιών που, κάτω από ορισμένες συνθήκες,
μπορούν να ισχυροποιήσουν τη θέση της άποψης του Ζ. Στίγκλιτζ σε βάρος εκείνης
που υποστηρίζει ότι το εκκρεμές της αγοράς ερμηνεύει την τιμή ισορροπίας ενός
πλειστηριασμού.
Να σημειωθεί
ότι η τιμή πώλησης μετοχής του ΟΠΑΠ σήμερα, σύμφωνα με την υποβληθείσα προσφορά,
ανέρχεται σε 5,9 ευρώ, όταν το 2001 η αντίστοιχη τιμή εισαγωγής στο
χρηματιστήριο ήταν 5,5 ευρώ ανά μετοχή, το 2003 ήταν στα 9,44 ευρώ (κατά τη Β΄
μετοχοποίηση), και το 2005 έφθασε τα 24,14 ευρώ (κατά την τρίτη μετοχοποίηση).
Το παζάρι με
αρκετούς «παίχτες» είναι η καθαρότερη μορφή της αγοράς και καθαρίζει τα πάντα!
Από το http://tvxs.gr/news/ έγραψαν-είπαν/από-τον-στίγκλιτζ-και-το-εκκρεμές-της-αγοράς-στον-οπαπ-του-δ-μάρδα