Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Η ομιλία του κ. Βασιλείου Τραούδα, Υποστράτηγου Αστυνομίας (Ε.Α.) στην επέτειο της επανάστασης της 22/02/1878 στον Κολινδρό

Μας το έστειλε ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΡΑΟΥΔΑΣ..... Ευχαριστούμε πολύ 

ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ: ΤΟ ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
                     ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ 1878
   Γιορτάζουμε σήμερα την δική μας γιορτή. Την επέτειο της εξέγερσης του Κολινδρού το 1878.  Στις ρήσεις του αρχαίου τραγικού Ευρυπίδη «όλβιος όστις της ιστορίης έσχεν μάθησιν», δηλαδή
ευτυχής είναι αυτός που μαθαίνει την ιστορία και του φιλοσόφου Δημόκριτου « Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόχευτος», ζωή χωρίς γιορτή μοιάζει με μακρύ δρόμο χωρίς μια ανάπαυλα, στις ρήσεις αυτές νομίζω στηρίζεται το νόημα του εορτασμού ιστορικών στιγμών της πατρίδας μας,όπως και της σημερινής.
    Ας μεταφερθούμε νοερά 135 χρόνια πίσω και ας δούμε σε πια κατάσταση ήταν η πατρίδα μας τη συγκεκριμένη περίοδο. Βρισκόμαστε στην εποχή που ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος άρχισε πριν από ένα χρόνο και κόπασε με την υπογραφή ανακωχής στην  Αδριανούπολη στις 20-1-1878. Έφερε όμως αναστάτωση στον ελληνικό χώρο - ελεύθερο και υπόδουλο - γιατί η Ρωσία  ήταν γνωστό ότι ήθελε να δημιουργήσει τη Μεγάλη Βουλγαρία, εις βάρος των άλλων κρατών της Βαλκανικής και ιδιαίτερα της Ελλάδας. Στον ίδιο χώρο την ίδια περίοδο, εκδηλώθηκε κίνηση για την απελευθέρωση των υπόδουλων λαών. ΄Ολα έδειχναν ότι η άλλοτε κραταιά Τουρκία, παρουσίαζε αυτό που πετυχημένα ο Άγγλος φιλέλληνας ιστορικός Ουϊλιαμ Μίλλερ ονόμασε «καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία». Ήδη, με την καθοδήγηση εθνικών εταιρειών από την Αθήνα, οργανώθηκαν επαναστατικά  κινήματα σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Μέλη αυτών των οργανώσεων ήταν  σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής εκείνης και σκοπό είχαν να μυήσουν σκλαβωμένους συμπατριώτες τους στην Μακεδονία και να τους προετοιμάσουν για ξεσηκωμό.
   Την περίοδο αυτή ο Κολινδρός, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, είναι ένα κεφαλοχώρι της περιοχής, με πληθυσμό 2.500 Έλληνες κατοίκους, με  έδρα επισκοπής,  η οποία, όπως θα δούμε στη συνέχεια θα γίνει το κέντρο λήψης αποφάσεων  των εξεγερμένων. Η κωμόπολη ευρίσκεται σε περίοπτη θέση, περνά από κοντά της η αμαξιτή οδός που συνδέει την Βέροια με την Κατερίνη. Υπάρχουν τέσσερεις εκκλησίες και δύο ελληνικά σχολεία. Διαθέτει 3 χάνια. Τα καθήκοντα της δημογεροντίας εκτελούνται από συνετούς και έντιμους προκρίτους, ενεργώντας όμως σύμφωνα με τις διοικητικές αρχές και επιταγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Αστυνομικός Σταθμός είναι επανδρωμένος με ολιγομελή δύναμη  Τούρκων ζαπτιέδων (χωροφύλακες) που αστυνομεύουν την περιοχή, χωρίς να παρουσιάζoνται όμως σοβαρά προβλήματα που έχουν σχέση με την έννομη τάξη. Η πλειοψηφία των υπόδουλων κατοίκων ασχολείται ως επί το πλείστον με την γεωργία, την κτηνοτροφία και μερικοί  με την σηροτροφία, των δε αστών η απασχόληση περιορίζεται στα στενά όρια της τότε κεντρικής πλατείας.
   Το σήμα κατατεθέν του Κολινδρού είναι το ιστορικό κάστρο – φρούριο, απ’όπου  αγνάντευες μέσα από την χαράδρα του «Βούθνικα» και ανάμεσα από τα υψώματα των «Πλωρείων» και «Καψαλού» τα παράλια του Θερμαϊκού. Το κάστρο αυτό, ονομαστό οχυρό, που το 1001 το απελευθέρωσε απ’ τους Βούλγαρους του Σαμουήλ ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ακόμα στέκει εκεί, γκρεμισμένο όμως, από τις αλλεπάλληλες επιδρομές που δέχθηκε στο βάθος των αιώνων. Αργότερα ο επίσκοπος Λεόντιος  μερίμνησε να μεταφερθεί το υλικό του κάστρου στον Άγιο Δημήτριο, από ανθρώπινα χέρια, όπως μας άφησαν αυτή την μαρτυρία οι παππούδες μας. Το υλικό αυτό θα  χρησιμοποιηθεί για την περίφραξη του κοιμητηριακού ναού της πόλης, τμήμα της οποίας υπάρχει ακόμα  και σήμερα.
     Επαναστατικά κινήματα – για να έλθουμε και στα γεγονότα εκείνης της περιόδου– είχαν ήδη οργανωθεί με κάθε μυστικότητα κυρίως στη νότια και Δυτική Μακεδονία. Ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, θαρραλέος ιεράρχης και χαρισματικός ηγέτης, με ανεξάντλητες δυνάμεις, ήδη μυημένος από την εθνική οργάνωση των Αθηνών «Αδελφότητα», όργωσε όλη την περιοχή του και προετοίμασε ικανό αριθμό κατοίκων που περίμεναν την ώρα της εξέγερσης. Μπορεί να ήταν μόνο τρία χρόνια στον επισκοπικό θρόνο, ήταν όμως γνώστης των προβλημάτων που απασχολούσαν την περιοχή του και συνέλαβε αμέσως το πνεύμα των στρατιωτικών και διπλωματικών δεδομένων της εποχής.
 Τα γεγονότα στη συνέχεια διαδραματίζονται ως εξης:
  Τη νύxτα της 15 προς 16 Φεβρουαρίου του 1878, δύο ελληνικά ατμόπλοια, αποβιβάζουν στη Σκάλα Λιτοχώρου σώμα 400 εθελοντων, με επικεφαλής τον λοχαγό πεζικού Κοσμά Δουμπιώτη.
  Στις 17 του ίδιου μήνα, έρχεται στον Κολινδρό ο Παύλος Πατραλέξης, σύμβουλος του επισκόπου για την προετοιμαζόμενη εξέγερση και τον ενημερώνει για την μέχρι τότε υπάρχουσα κατάσταση, παρακινεί δε για εγρήγορση και ετοιμότητα.
  Στις 19 του μηνός, επαναστατεί το Λιτόχωρο και ορίζεται «Προσωρινή κυβέρνηση της Μακεδονίας» με πρόεδρο τον Λιτοχωρινό γιατρό Ευάγγελο Κοροβάγγο. Στον Κολινδρό, με εντολή του επισκόπου - που έγινε και αυτός  μέλος της προσωρινής κυβέρνησης - και την συνδρομή 10 θαρραλέων νέων της κωμόπολης, πραγματοποιείται εφοδιασμός με 200 όπλα  τα οποία κρύβουν στο κοιμητήριο του Αγίου Δημητρίου, στην είσοδο της πόλης.
  20 Φεβρουαρίου. Οι πρόκριτοι στον Κολινδρό από το πρωϊ συσκέπτονται για το αν θα συμμετάσχουν στην εξέγερση. Φθάνει το απόγευμα  και ο οπλαρχηγός Χοστέβας με 120 άνδρες και το βράδυ δολοφονούν τους ζαπτιέδες (χωροφύλακες), οι οποίοι είχαν κλεισθεί στον σταθμό και δεν παραδίδονταν.  Την επομένη, όλοι μαζύ συμφωνούν για την εξέγερση και σχεδιάζουν τρόπους δράσης. Μοιράζονται  τα κρυμμένα όπλα και μεριμνούν για να προσέλθουν άτομα από τα γύρω χωριά Ελευθεροχώρι, Κίτρος, Μηλιά, Παλιόστανη, Καστανιά, Ρυάκια, Λιβάδι, Νεόκαστρο και Μελίκη. Επίσης κατασκευάζονται με μέριμνα των Κολινδρινών, γύρω από την κωμόπολη πρόχειρα οχυρωματικά έργα.
  «Την 22αν Φεβρουαρίου –σημειώνει  ο επίσκοπος Κίτρους σ’έκθεσή του- το πλείστον μέρος του εν Κολινδρώ πληθυσμού εξήλθε της κωμοπόλεως εις θέσιν τινά εξέχουσα – εννοεί την τοποθεσία της «Φούντας» - εκεί δε περιστοιχιζόμενος υπό πάντων των οπλιτών, δεηθείς υπέρ του αρχομένου αγώνος και ευλογήσας την σημαίαν, ύψωσα αυτήν εν ζητωκραυγαίς υπέρ της ελευθερίας και ενώσεως ημών μετά της μητρός Ελλάδος, μεθ’ό ενεχείρησα αυτήν τω προεκλεχθέντι σημαιοφόρω Ηλία Ζαρκάδα, Κολινδρινώ. Την τελετήν ταύτην επεσφράγισαν πολλοί των εγχωρίων πυροβολισμοί». Αυτή ήταν και η επίσημη κήρυξη της επανάστασης. Ο Κολινδρός αναδεικνύεται το προπύργιό της
   Με τις  εντολές των οπλαρχηγών Χοστέβα και Καλογήρου, όπως τους είχε υποδείξει και ο δραστήριος Έλληνας πρόξενος στην Θεσσαλονίκη Κων. Βατικιώτης, οχυρώθηκαν μέσα στον Κολινδρό 700 περίπου άτομα για ν’αποκρούσουν τον στρατηγό  Ασάφ πασά που πλησίαζε, επικεφαλής 6 τουρκικών ταγμάτων μέρος των οποίων προέρχονταν ακόμα και από το Κοσυφοπέδιο. Την επόμενη μέρα, πάλι επεδίωξαν να ενισχυθούν με όπλα και πολεμοφόδια, στέλνοντας αποστολή στη Πέτρα Ολύμπου όπου ήταν η αποθήκη οπλισμού του Δουμπιώτη, αλλά επέστρεψαν με πολύ λίγα.
  Η  κυβέρνηση Κουμουνδούρου, κάτω από την πίεση του εξεγερμένου λαού, ενώ αρχικά έστειλε στρατό ο οποίος έφθασε  στην υπόδουλη Μακεδονία και απελευθέρωνε περιοχές γύρω από τον Όλυμπο, ξαφνικά αυτές οι δυνάμεις αποχώρησαν  με εντολές των Μεγάλων  Δυνάμεων που διαχειρίζονταν την τύχη της πατρίδας μας στα Ευρωπαϊκά διπλωματικά σαλόνια.
Επειδή όμως ενισχύσεις και πολεμοφόδια δέν έρχονταν από πουθενά, οι επαναστάτες  αποφάσισαν να εξασφαλίσουν τους αμάχους του Κολινδρού, μεταφέροντάς τους στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, πάνω απ’ τα Παλατίτσια, στις οχυρές θέσεις Φυλακτό και Γαλακτό
  Στις 26 Φεβρουαρίου οι επικεφαλής των εξεγερμένων του Κολινδρού, βλέποντας ότι έχουν σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού και αδυνατώντας ν’αντιπαρατεθούν με τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, εγκατέλειψαν κι αυτοί μαζί με τους ντόπιους την κωμόπολη, ενώ ο επίσκοπος Νικόλαος πυρπόλησε το μητροπολιτικό μέγαρο για να μην πέσουν ιερά κειμήλια στα χέρια των Τούρκων,  και για να παροτρύνει μ’αυτό όλους τους κατοίκους να τον ακολουθήσουν και να κατευθυνθούν σε επίκαιρες θέσεις κοντά στα Παλατίτσια, για να είναι πιο κοντά στους αμάχους.
  Οι Τούρκοι ανενόχλητοι πλέον καταλαμβάνουν τον Κολινδρό, καταστρέφουν ολοκληρωτικά την πόλη και μετά κινούνται προς την Κατερίνη για να καταλήξουν στο Λιτόχωρο (4-3-1878) όπου το λεηλατούν και το πυρπολούν.
   Στη συνέχεια τα επαναστατικά σώματα του Δουμπιώτη και άλλων οπλαρχηγών, συγκλείνουν  στην περιοχή των Παλατιτσίων  και συνεχίζουν  τις πολεμικές επιχειρήσεις τους με επιτυχία ενάντια στις τουρκικές δυνάμεις, σε Τουρκαλβανούς Γκέκηδες και σε Κιρκάσιους, για τους οποίους- ειδικά τους τελευταίους - ο επίσκοπος παραστατικά σημειώνει: «Το δέ στίφος των ανθρώπων αυτών ενέσκηπτεν ως χάλαζα θραύουσα αγρό, ως ακρίς λυμαίνουσα καρπούς, διέπραξε δέ ανεκδιήγητους ερημώσεις και βιαιοπραγίες.» Ο αγώνας όμως συνεχιζόταν άνισος. Τα γυναικόπαιδα στους Αγίους Πάντες αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης. Ο Κίτρους έκανε ό,τι μπορούσε. Η εμφάνιση όμως του τούρκικου ασκεριού του Ασάφ πασά προκάλεσε πανικό στούς αμάχους, αρκετοί των οποίων διασκορπίστηκαν στα γύρω δάση και ένα μέρος τους περιμαζεύτηκε με μέριμνα του Χοστέβα και του Πατραλέξη. Πολλά όμως γυναικόπαιδα δοκίμασαν τις αγριότητες των Τούρκων. Εκεί στις 15-3-1878 σαν άλλο Ζάλογγο, γράφτηκε και ο επίλογος της εξέγερσης, όπου γυναίκες με τα παιδιά τους ρίχθηκαν στα απόκρημνα βράχια του Γαλακτού και Παλαιοκάστρου της περιοχής των Αγίων Πάντων, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ποιός ξέρει πόσες ψυχές  αμάχων Κολινδρινών χάθηκαν από τις ωμότητες των Τούρκων αλλά και από τις κακουχίες και στερήσεις στα παγωμένα βουνά των Πιερίων, απ’όσους  κατάφεραν να διαφύγουν στα δάση της γύρω περιοχής!
   Παρ’όλα αυτά, οι επαναστάτες προσπαθούσαν να διατηρήσουν μικρές εστίες αντίστασης. Επιδίωξη των ηγετών του σώματος του επισκόπου  ήταν όχι μόνο να μεταλαμπαδευθεί η εξέγερση και στις γύρω περιοχές – όπως έγινε στη συνέχεια στο Μπούρινο της Κοζάνης και αλλού- αλλά και να παραμείνει η εντύπωση ότι η επανάσταση συνεχιζόταν. Αυτό θα βοηθούσε την ελληνική κυβέρνηση - που αγωνιζόταν διπλωματικά με μόνο το επιχείρημα την εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων της Μακεδονίας - για να επιτύχει την παραχώρηση απ’ τους τούρκους μέρους έστω υπόδουλων επαρχιών. Ένα μήνα κράτησε η προσπάθεια αυτή, αλλά τελικά ο Νικόλαος και οι οπλαρχηγοί έλαβαν την αναπόφευκτη απόφαση να αποσυρθούν στη Θεσσαλία και αργότερα ένα μέρος αυτών στην ελεύθερη Ελλάδα, με την ελπίδα ότι εκεί θα μπορούσαν να ανασυνταχθούν για να συνεχίσουν τον αγώνα.
   Η σημασία και η συμβολή της Μακεδονικής επανάστασης του 1878, έχει τονισθεί από ιστορικούς και μελετητές ότι συνετέλεσε στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στο Ελληνικό κράτος. Επίσης υπήρξε πηγή έμπνευσης και αφετηρία του Μακεδονικού Αγώνα, που άρχιζε να διαγράφεται στον ορίζοντα, μετά την ανατροπή του  βουλγαρικού οράματος της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, στο συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1878.
   Η συμμετοχή του Κολινδρού στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους μας, έχει μια συνέχεια. Κατά την περίοδο του 1822 με τον πατριώτη μας καπετάν Διαμαντή Νικολάου και τα παληκάρια του, που θεωρούνταν  ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Μετά τα γεγονότα που σήμερα γιορτάζουμε. Μετά κατά τον Μακεδονικό αγώνα 1904-08 με τους Κολινδρινούς αγωνιστές καπετάν Μακρή, τον Τούμπα, τον Πολυζόπουλο, τον Νάνο κ.ά να μάχονται στα αφιλόξενα μέρη του Βάλτου.   Επίσης και στον απελευθερωτικό αγώνα  του 1912-13 και φυσικά το 1940 η πατρίδα μας ήταν παρούσα. Πάντα ο Κολινδρός όταν απειλούνταν ή καταπιέζονταν ή υποβαθμίζονταν, επαναστατούσε.
     Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι η επίσημη ιστορία του έθνους μάλλον προσπερνά σύντομα την εκατονταετία  1821-1913 με μόνη αναφορά στον ένδοξο Μακεδονικό αγώνα και τον ηρωϊκό θάνατο του Παύλου Μελά. Επειδή αυτή η τακτική των ιστορικών, ισοδυναμεί με παραχάραξη της ιστορίας μας, με τονισμό ως επί το πλείστον των γεγονότων που συνέβησαν στην Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, διερωτάται κανείς μήπως η Ελληνική ιστορία πάσχει από κάποιο σύνδρομο του Νότου - άποψη και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Αγαθονίκου που ακούσθηκε σε παλαιότερη ομιλία του απ’αυτό το βήμα - αφού και στα σχολεία μας δεν διδάσκονται σημαντικότατα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη μαρτυρική Μακεδονία.
         Εμείς οι σύγχρονοί τους, όχι μόνο δεν  έχουμε το δικαίωμα να την αλλάξουμε, αλλά  θα πρέπει να διδαχτούμε απ΄αυτήν. Έτσι καλείται η γενιά μας, το έθνος μας, να γεννήσει και να διαμορφώσει ανθρώπους αυθεντικούς, αξιοπρεπείς, ειλικρινείς, με ιδανικά υψηλά, φρουρούς της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας. Οι προκλήσεις και οι προσκλήσεις είναι μπροστά μας.