Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Επικαιρο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ντίνου Παπασπύρου

Παραμονή Χριστουγέννων του ’43

Ο πατέρας γύρισε κι εκείνο το βράδυ την ίδια ώρα από τη ΧΕΝ. Ακούμπησε στην κουζίνα αποσταμένος τα δυο κονσερβοκούτια με φαγητό, κάθισε στη μοναδική ξύλινη καρέκλα και
έβγαλε τα λιωμένα παπούτσια. Πιο πολύ τον προφύλαγαν τα τσουράπια που είχε πλέξει η γιαγιά. Ξεσκέπασε προσεκτικά τα τενεκεδάκια και τα έβαλε στο συρμάτινο φανάρι που κρέμονταν πάνω από τον πάγκο. Κάθε βράδυ το ίδιο. ΄Ηταν η μερίδα που δικαιούνταν κάθε εργαζόμενος στο μαγειρείο της ΧΕΝ. Την έφερνε σπίτι για να μας κρατά όρθιους τις δύσκολες εκείνες μέρες της Γερμανικής κατοχής. «Εγώ χορταίνω από τις μυρωδιές», έλεγε στη μητέρα, όταν τον πίεζε να πάρει κι αυτός μια μπουκιά. Ακόμη και ο σκύλος μας ο Μπόμπης κρατιόταν από το φαγητό που έφερνε ο πατέρας. Η μητέρα γέμιζε με νερό τα άδεια τενεκέδια και γέμιζε τη γαβάθα του. Με όση δύναμη απόμενε στο σκελετωμένο του κορμί σηκώνονταν στα πίσω πόδια και με τη γλώσσα ρουφούσε το νεροζούμι στον αέρα. Μετά έχωνε τη μουσούδα στη γαβάθα αδειάζοντάς την στη στιγμή χωρίς ανάσα. Όλο το υπόλοιπο βράδυ περνούσε γλείφοντάς την. Τον άκουγα να τη σέρνει εδώ και κει μέσα στην αυλή καθώς κοιμόμουν δίπλα στο παράθυρο.

Ο μισθός του πατέρα ελάχιστα βοηθούσε. Το χαρτονόμισμα ξευτελίζονταν κάθε στιγμή μέσα στη μέρα. Αν είχες λίρες, στάρι, λάδι, όσπρια ή άλλα τέτοια βασικά ήσουν βασιλιάς. Το ψωμί σπάνια έμπαινε στο σπίτι. ΄Ολη η προίκα της μητέρας είχε ανταλλαγεί στα γύρω χωριά για μισό σακί καλαμπόκι ή φασόλια και σπάνια λίγο στάρι.

Χωρίς να βγάλει το πανωφόρι μπήκε στο δωμάτιο. Στο μικρό σιδερένιο κρεβάτι ξαπλωμένοι η μητέρα και η γιαγιά στις δυο άκρες και στη μέση ο αδελφός μου κι εγώ, σκεπασμένοι με το πάπλωμα που είχε απομείνει και από πάνω μια κουρελού. Ο πατέρας ακούμπησε το χέρι στη μεγάλη σιδερένια σόμπα δίπλα στο κρεβάτι. «Το τελευταίο ξύλο έριξα το μεσημέρι», λέει η μητέρα, «έχει χωνέψει από ώρα και κρύωναν τα παιδιά». Παρακολουθούσαμε τον πατέρα με τα μάτια μόνο έξω από τα σκεπάσματα. Αμήχανος κοίταξε από το παράθυρο στην αυλή. Το τελευταίο χοντρό δέντρο το είχε κόψει τρεις μέρες πριν. Τα άλλα ήταν λιγνά, ίδια με μας. Απότομα ανοίγει το παράθυρο. «Γιάννη τι κάνεις τρελάθηκες έχει παγωνιά», άρχισε να φωνάζει η μητέρα. Αρπάζει το μεγάλο τραπέζι που ήταν στο δωμάτιο το γυρίζει στο πλάι και το σπρώχνει στο ανοιχτό παράθυρο προς την αυλή. Θυμάμαι τα καλοκαίρια που το βγάζαμε στην αυλή για να γίνει πιο ευρύχωρο το δωμάτιο, δεν χώραγε από καμιά πόρτα. Το σήκωσε με όση δύναμη του απόμενε και το άφησε να πέσει έξω. Με νευρικές γρήγορες κινήσεις έκλεισε το παράθυρο και παίρνοντας το μικρό τσεκουράκι βγήκε έξω. Πετάχτηκα βολίδα από το κρεβάτι και κόλλησα το πρόσωπο στο τζάμι. Ο πατέρας όλο μανία, λες και μισούσε το τραπέζι, άρχισε να το κομματιάζει με απανωτές τσεκουριές.

Σαν τέλειωσε, ξεδιάλεξε και έφερε μέσα τα χοντρά κομμάτια, πόδια και πλαϊνά. Η σόμπα ήταν αρκετά ψηλή, λίγο πιο πάνω από το μπόι μου. Την άνοιξε από πάνω βγάζοντας όλα τα στρόγγυλα στεφάνια και έχωσε μέσα όσα κομμάτια χωρούσαν. Από το μπροστινό κάτω άνοιγμα στρίμωξε τα μικρότερα. Σε ένα από αυτά πλησίασε το τσακμάκι και αφού προσπάθησε δυο τρεις φορές του έβαλε φωτιά. ΄Αρπαξαν όλα, σε λίγο η σόμπα άρχισε να μπουμπουνίζει και τα πλαϊνά της κοκκίνισαν. Το δωμάτιο πήρε μια θαλπωρή. Πετάξαμε τα σκεπάσματα και ανακαθίσαμε στο κρεβάτι.

΄Εξω είχε αρχίσει να αγριεύει ο καιρός. Μόνο οι κάργες πετούσαν πάνω από τα πεύκα του 50ού Συντάγματος που μερικές φορές κατέβαιναν στα πρανή του λάκκου ψάχνοντας άδικα για κανένα φαγώσιμο. Δεν άργησαν οι πρώτες σπυρωτές χιονονιφάδες να κτυπούν το τζάμι του δωματίου καθώς τις στροβίλιζε ο αέρας.

Καθόμασταν αμίλητοι και ευχαριστιόμασταν τη ζέστη που είχε πια απλωθεί παντού. «Δέντρο δεν θα κάνουμε;», πετάχτηκα σπάζοντας τη σιγή. Γύρισαν και με κοίταξαν αμίλητοι. «Θέλω δέντρο», ξαναείπα. «Να έχουμε έξω στην αυλή» λέει η γιαγιά και δείχνει το μικρό κυπαρισσάκι που έφερε και φύτεψε στην αυλή την προηγούμενη χρονιά ο πατέρας όταν το βρήκε ξεριζωμένο μέσα στα χαλάσματα της παλιάς ΄Εκθεσης. «Εγώ θέλω δέντρο Χριστουγεννιάτικο, όχι τέτοιο». Με κοίταξε ο πατέρας για λίγο και μετά αρπάζοντας το πανωφόρι βγήκε έξω. Πέρασε αρκετή ώρα και η μητέρα κοίταζε ανήσυχη από το παράθυρο. Η γιαγιά, πάντα πιο ψύχραιμη, φορώντας τα στρογγυλά γυαλιά της χαμηλά στη μύτη ήταν συγκεντρωμένη στο πλέξιμο. «Που πάει πάλι αυτός ο άνθρωπος. ΄Εξω γίνεται χαλασμός, κουρασμένος είναι και όπου νά’ναι αρχίζει η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Δεν λες και συ κάτι μητέρα;», λέει στη γιαγιά. Η γιαγιά τράβηξε την κλωστή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι και δεν είπε κουβέντα. «Πάντα έτσι αψήφιστη ήσουν, αλλά να μην ενδιαφέρεσαι και για τον γιο σου, τι να πω». Η βουβαμάρα συνεχίστηκε μέχρι που ακούστηκε το κουδουνάκι της ξύλινης καγκελόπορτας της αυλής. Σε λίγο φάνηκε η σιλουέτα του πατέρα έξω από το τζάμι έχοντας κάτι στον ώμο. «Μας έφερε δέντρο μαμά», αναφώνησα. Ένα ακρόκλωνο από πεύκο, που πάνω του ακόμη δεν είχαν λιώσει οι νιφάδες από το χιόνι που έπεφτε.

Το στήσαμε σε μια γλάστρα, κρεμάσαμε πολύχρωμα κουρελάκια, κόψαμε σε πολλά κομμάτια μερικά κεριά, που είχε κάνει η γιαγιά από γουρουνίσιο λίπος για να μας φωτίζουν το βράδι και τα δέσαμε εδώ και κει. Το φως τους έδωσε άλλη ζεστασιά στο κρύο δωμάτιο. «Τώρα ύπνο παιδιά, αύριο θα μας πείτε τα κάλαντα κάτω από το δέντρο», χαμογέλασε και μας σκέπασε η μητέρα.

Το πρωί ξύπνησα πρώτος. Έτρεξα κάτω από το δέντρο, το μύρισα, το χάϊδεψα απαλά και, δεν ξέρω πως μου ήρθε, άρχισα να τραγουδώ τον εθνικό ύμνο μπερδεύοντας όπως πάντα την «όψη» με την «κόψη».


Ντίνος Παπασπύρου


Από το βιβλίο «Λάμψεις και σκιές μνήμης»,