Στις αρχές της δεκαετίας τους 1950 ο Κυπριακός αγώνας για αυτοδιάθεση της Κύπρου είχε τρομοκρατήσει τους Αγγλους που φοβόνταν μήπως χάσουν τις βάσεις τους.
Αποφάσισαν λοιπόν να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον της Τουρκίας που φυσικά, άλλο που δεν
ήθελε. Το αποτέλεσμα ήταν να συρθεί η Ελλάδα στις 29 Αυγούστου 1955 στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου και να συζητήσει το Κυπριακό πρόβλημα με την Αγγλία και την Τουρκία. Ο πραγματικός σκοπός της Διάσκεψης ήταν να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η αποτυχία της ήταν απλά θέμα χρόνου. Όλα βέβαια εξυπηρετούσαν την πολιτική της Αγγλίας που στην προκειμένη περίπτωση ήταν το «διαίρει και βασίλευε». Δεν ήταν όμως και για την Τουρκία ευκαιρία που θα την άφηνε να πάει χαμένη.
Και δεν την άφησε, οργανώνοντας την εφιαλτική νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 όλα φαινόταν ήρεμα. Μια μικρή ομάδα φοιτητών ήταν συγκεντρωμένοι στην Πλατεία του Ταξίμ, στην κορυφή του Πέρα, διαδηλώνοντας εναντίον της Ελλάδος.
Η Ελλάδα ήταν πάντα ο συντηρούμενος από τις Τουρκικές αρχές στόχος του όχλου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 50 η Τουρκία είχε βρει την καινούρια πηγή ανανέωσης της ανθελληνικής μανίας της. Ήταν το Κυπριακό, που κυριολεκτικά της το χάρισαν οι Άγγλοι για να αποκτήσουν «διαιτητική» ιδιότητα και να εξασφαλίσουν ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους. Ο δημοσιογράφος της Εφημερίδας «Χουριέτ» Σεντάτ Σιμαβί, ένας Τουρκοεβραίος, κατάφερε με τα πύρινα ανθελληνικά δημοσιεύματά του να εκτινάξει την κυκλοφορία της εφημερίδας από τις 11.000 φύλλα ημερησίως που είχε το 1948, όταν πρωτο κυκλοφόρησε, στις 600.000 φύλλα ημερησίως!
Το παράδειγμα ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, και οι υπόλοιπες Τουρκικές εφημερίδες. Έτσι, το κλίμα είχε προετοιμαστεί πάρα πολύ καλά. Μέσα στην ψυχολογία του όχλου που δημιουργήθηκε, ένα σημαντικό κομμάτι αφορούσε τη ζήλια και το φθόνο από τη συνεχή οικονομική πρόοδο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
Σ’ αυτό προστίθονταν έντεχνα απ’ την Τουρκική προπαγάνδα η ιδέα πως η κακοδαιμονία της Τουρκίας και η αδυναμία οικονομικής της ανάπτυξης οφειλόταν στους Χριστιανούς, στους Αρμένιους, στους Εβραίους και στις άλλες μειονότητες που απολάμβαναν τον περισσότερο πλούτο. Ο Νέρων, για να αποπροσανατολίσει τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες, απέδωσε όλα τα κακά στους Χριστιανούς. Οι Τούρκοι τον αντέγραψαν καλύτερα. Ο φανατισμός που διοχέτευαν στις μάζες ήταν εντονότερος, άριστα οργανωμένος και στο συντριπτικό του ποσοστό ελεγχόμενος.
Οι οργανώσεις «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Αρχηγός των οργανώσεων ένας άλλος δημοσιογράφος της «Χουριέτ», ο Χικμέτ Μπιλ, που είχε κι αυτός εξαιρετικές επιδόσεις στη διοχέτευση εμπρηστικού ανθελληνισμού στις μάζες. Ακολούθησε η στημένη αποτυχία της Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου στις αρχές Σεπτεμβρίου και η εφαρμογή του τέλεια οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Το σχέδιο, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε σαν τυπική αφετηρία 500 χιλιόμετρα μακριά, την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Λίγες ώρες πριν από το συλλαλητήριο, ο μουσουλμάνος φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που καταγόταν από την Κομοτηνή, Οκτάι Εγκίν παρέδωσε μια βόμβα στον φύλακα του Τουρκικού Προξενείου Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Χασάνογλου. Η βόμβα που τοποθετήθηκε από τον τελευταίο στον κοινό κήπο που βρίσκεται το Τουρκικό Προξενείο και ένα σπίτι στο οποίο οι Τούρκοι θεωρούν πως γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, δεν προκάλεσε βέβαια καμιά ζημιά πέρα απ’ τα τζάμια μερικών παραθύρων που έσπασαν. Αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία.
Το σχέδιο που οργανώθηκε από το επίσημο Τουρκικό Κράτος δεν ήθελε την καταστροφή αυτού του σπιτιού. Ήθελε μόνο την αφορμή. Όπως κι έγινε: Δύο Τουρκικές εφημερίδες είχαν ετοιμάσει έκτακτες εκδόσεις με προετοιμασμένα κείμενα παραπληροφόρησης. «Έλληνες τρομοκράτες κατέστρεψαν το πατρικό σπίτι του Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη!» έγραφε η «Ισταμπούλ Εξπρές», στην έκτακτη απογευματινή της έκδοση της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 και δημοσίευσε φωτογραφίες που ήταν παραποιημένες.
Τις φωτογραφίες αυτές, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ζήτησε από τον φωτογράφο Κυριακίδη η σύζυγος του Γενικού Προξένου της Τουρκίας που βρισκόταν στα εγκαίνια της 20ής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης στις 3 Σεπτεμβρίου 1955. Ήθελε, όπως είπε, ως ανάμνηση της επίσκεψής της, φωτογραφίες του «σπιτιού» του Κεμάλ Ατατούρκ, γιατί έφευγε την επόμενη για την Κωνσταντινούπολη.
Αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποίησαν, παραποιημένες φυσικά, οι έκτακτες εκδόσεις των 2 Τουρκικών εφημερίδων το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955. «Καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ», ήταν τα μηνύματα που περνούσαν.
Οι έκτακτες εκδόσεις των δύο εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την ώρα του συλλαλητηρίου ήταν το σύνθημα.
Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με ένα μαινόμενο όχλο οπλισμένο με τσεκούρια, φτυάρια, ρόπαλα, σκεπάρνια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς που φώναζε «Kahrolsun giavourlar!” (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin, giavourdur!” (Σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης!).
Η Αστυνομία και οι Κρατικές δυνάμεις καταστολής υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκαν. Δεν πήραν καμιά απολύτως εντολή να επιβάλουν την τάξη και περιορίστηκαν σε μια απαθή παρακολούθηση των γεγονότων.
Όταν μαζεύτηκαν 50.000 περίπου άτομα, αλαλάζοντας όχλου, μπήκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του σχεδίου: Καταστροφή όλων των ελληνικών περιουσιών και βεβήλωση όλων των Ιερών και Οσίων του Ελληνισμού της Πόλης. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί ήταν να μη μείνει τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης. Ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στo Istiklal Caddesi, το περίφημο Πέρα, που στο ένα χιλιόμετρο της διαδρομής του είχε, σαν το πιο φημισμένο εμπορικό κέντρο της Πόλης, 700 περίπου μαγαζιά που το συντριπτικό τους ποσοστό ανήκε σε Έλληνες.
Το πρώτο κατάστημα που δέχθηκε επίθεση ήταν το καφενείο “Επτάλοφος” στην Πλατεία Ταξίμ. Ο όχλος εισέβαλε στο καφενείο σαν αγέλη μαινόμενων ταύρων και ισοπέδωσε τα πάντα: τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες, ποτήρια, φλυντζάνια. Στην συνέχεια δέχτηκε επίθεση ένα κατάστημα υφασμάτων ελληνικής ιδιοκτησίας.
Τέσσερις διαδηλωτές ξήλωσαν μία ράγα του τραμ, που χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει η πόρτα και οι βιτρίνες του καταστήματος. Σε λίγα λεπτά το μαγαζί είχε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Τα υφάσματα και τα ράφια βρέθηκαν στο δρόμο ενώ μια ραπτομηχανή καταστρεφόταν στο δρόμο μπροστά στα μάτια του αλαλάζοντας όχλου.
Ο επόμενος στόχος ήταν ένα κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που σκορπίστηκαν στο δρόμο με μια εφιαλτική μανία του όχλου. Λίγο παρακάτω ένα μπακάλικο με ιδιοκτήτες δύο Έλληνες ηλικιωμένους.
Ο γέρος με ένα εκπληκτικό κουράγιο στάθηκε μπροστά στο μαγαζί του λέγοντας στον όχλο: – Φύγετε απ’ εδώ! Εμείς ζούμε σ’ αυτό το μέρος έξη γενεές και δεν μπορείτε να μας πειράξετε. Ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του. Ο όχλος όρμησε επάνω του, σε λίγα λεπτά το μαγαζί του είχε διαλυθεί και ο γέρος ήταν το πρώτο θύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας. Η γυναίκα του διασώθηκε κουρνιασμένη σε μια γωνιά για να πεθάνει λίγο αργότερα από το σοκ που δέχθηκε εκείνο το βράδυ.
Με τον ίδιο τρόπο ο όχλος συνέχισε το έργο του βήμα προς βήμα σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά του Πέρα. Στα φημισμένα ζαχαροπλαστεία «Κερβάν» του Δημήτρη Πηλαβίδη, «Μπαιλάν» των Λέτα και Κυρίτση, «Σεχίρ» του Γιάννη Τσούλη. Στα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα ρούχων και υποδημάτων.
Εκεί οι διαδηλωτές έβγαζαν ρούχα και παπούτσια, διάλεγαν μεταξωτά πουκάμισα, κοστούμια, καινούργια παπούτσια και τα φορούσαν επί τόπου πριν συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο.
Στο περίφημο κοσμηματοπωλείο του Φραγκούλη ο όχλος εισέβαλε με μια εμφύλια, πραγματική μάχη, για το ποιος ‘θ αρπάξει τα πολυτιμότερα κοσμήματα. Χρυσαφικά μεγάλης αξίας λεηλατήθηκαν μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τους συμπλεκόμενους μεταξύ τους διαδηλωτές.
Όταν ο όχλος έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, δίστασε προς στιγμήν. Οι δισταγμοί ξεπεράστηκαν όταν ακούστηκαν οι κραυγές «Ανάθεμα στους άπιστους!», «Ανάθεμα στους άπιστους!» και ο όχλος εισέβαλε στην εκκλησία. Ό, τι κινητό υπήρχε στον ναό καταστράφηκε ή βεβηλώθηκε. Εικόνες, άγια σκεύη, ράσα ήταν ο στόχος του μανιασμένου όχλου. Τα στασίδια και ο θρόνος της εκκλησίας καταστράφηκαν όταν μια καινούρια ομάδα εισέβαλε στο Ναό μεταφέροντας πετρέλαιο για να τον κάψει.
Τελικά ο Ναός της Αγίας Τριάδας του Πέρα δεν κάηκε και θα παραμείνουν για πάντα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τον κάψουν.
Το Πέρα μέσα σε λίγες ώρες άρχισε να αλλάζει όψη. Ο δρόμος αποκτούσε ένα περίεργο υπόστρωμα, που ήταν ένα μίγμα απ’ τα πράγματα που καταστρεφόταν: μηχανήματα, γούνες, ρολόγια, παπούτσια, λάδια, τυριά, υφάσματα, πιατικά, ρούχα, διάφορα άλλα είδη τροφίμων και ένδυσης, ανακατεμένα, κάτω απ’ το βάρος του όχλου που κινιόταν συνεχώς, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια υπερυψωμένη μάζα λασπώδη και λιγδερή.
Ο πατέρας μου το ίδιο βράδυ, γύρω στις 7, ήταν στο μαγαζί του, όταν άκουσε από μακριά τις φωνές μιας ομάδας διαδηλωτών. Η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει στο στήθος του και αμέσως θυμήθηκε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ -ενός Τούρκου γείτονα που τον συμπαθούσε πολύ- που του είχε πει μόλις την προηγούμενη: – Γεράσιμε, αύριο το απόγευμα μη βγεις έξω, κάτσε στο σπίτι σου με την οικογένειά σου. – Γιατί Αχμέτ Μπέη; είχε ρωτήσει ο πατέρας μου. – Μη ρωτάς πολλά και κάτσε στο σπίτι σου. Έφθασαν στ’ αυτιά μου κάποιες πληροφορίες που μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα, αλλά μπορεί και να είναι πολύ σοβαρές.
Ο πατέρας μου προς στιγμή προβληματίστηκε. Συνδύασε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ με διάφορα άλλα «παράξενα» σημάδια: Τα ρολά ή οι τοίχοι των Χριστιανικών καταστημάτων και σπιτιών είχαν γεμίσει ξαφνικά με παράξενα διακριτικά σημάδια ή τουρκικά γράμματα. Πολλά σπίτια και καταστήματα Τουρκικής ιδιοκτησίας είχαν πλημμυρίσει σημαίες σαν να ήθελαν να μεταδώσουν ένα, ανεξήγητο για τον πατέρα μου, μήνυμα. Στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες Λαζοί και διάφορα άλλα άτομα από φυλές που προερχόταν απ’ τα βάθη της Ανατολής, ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Πού να φανταστεί ο πατέρας μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποδύονταν σε λίγες ώρες τους «αγανακτισμένους» πολίτες για να βεβηλώσουν, να ληστέψουν, να βιάσουν και να καταστρέψουν;
Ο πατέρας μου τελικά, παρ’ ότι προβληματίστηκε σοβαρά, δεν αξιολόγησε σωστά τα λόγια του Αχμέτ Μπουλτούρ. Δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε και τώρα που ακουγόταν καθαρά οι φωνές του όχλου «Kahrolsun Giavourlar!» (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin Giavourdur!» (Γκρεμίστε, σπάστε είναι γκιαούρης!), τάβαζε με τον εαυτό του. Έσβησε γρήγορα-γρήγορα τα φώτα του μαγαζιού του και γλίστρησε έξω.
Τη στιγμή εκείνη τον πλησίασαν 5 άτομα που είχαν αποσπαστεί απ’ το κυρίως σώμα του όχλου. – Γιατί ρε γκιαούρη δεν έχεις στο μαγαζί σου Τούρκικη σημαία; τον ρώτησε ο ένας. Ήταν το σύνθημα. Αμέσως και οι πέντε του ρίχτηκαν με γροθιές και κλοτσιές. Ευτυχώς δεν κρατούσαν φτυάρια και κασμάδες. Ο πατέρας μου ζαλισμένος απ’ τα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα που δεχόταν όταν προσπαθούσε απεγνωσμένα να προφυλαχθεί και, όταν του δινόταν η ευκαιρία, να ανταποδώσει μερικά χτυπήματα. Η κατάστασή του δεν ήταν καθόλου καλή. Ο όχλος σε λίγο θα πλησίαζε κοντά στο σημείο της συμπλοκής και οι ελπίδες του να σωθεί θα μηδενιζόταν.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
freepen.gr/