Ημερομηνία: 02/07/2012
Συγγραφέας: left.gr
Συγγραφέας: left.gr
Στην Ελλάδα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να σταματήσουμε την πτώση.Πρέπει να εγκαταλείψουμε σε συνεργασία με τους εταίρους μας αυτό το μη βιώσιμο σχέδιο.Το μνημόνιο.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές αυτού του τόσο σημαντικού ετήσιου συνεδρίου για την ευγενική τους πρόσκληση και τη διάθεσή τους να ακούσουν και να αξιολογήσουν τις θέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη σημερινή οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου θυμίζει σε πολλά την πρώτη μετεκλογική περίοδο του 2009.
Θυμίζει την ανήσυχη ηρεμία πριν από την αναμενόμενη καταιγίδα.
Κυριαρχούν οι εύηχες υπεκφυγές και οι παραπομπές σ’ ένα ψευδώνυμο κυβερνητικό πρόγραμμα μιας χρήσης.
Σε μια προγραμματική συμφωνία που παρήχθει υπό πίεση των υψηλών προσδοκιών της κοινής γνώμης, παρά τη πλήρη επίγνωση των συνταχτών της, ότι δεν πρόκειται να υλοποιεί στο βαθμό που θέτουν ως προϋπόθεση υλοποίησής της τη συμφωνία των δανειστών και της τρόικα.
Πρόκειται, με δυο λόγια, για μια προσχηματική συμφωνία αποφασισμένων διεκπεραιωτών του Μνημονίου.
Ήδη, η συγκυβέρνηση Σαμαρά κατάφερε να εξαιρέσει την πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωζώνης, την Ελλάδα, από τις κατ’ αρχήν ευνοϊκές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Παρασκευής για τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η Ελλάδα της σημερινής τρικομματικής κυβέρνησης συντάσσεται όχι με τους χρεώστες, αλλά με τους δανειστές. Με τον ευρωπαϊκό Βορρά και όχι με το Νότο.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της, η συγκυβέρνηση Σαμαρά απέδειξε ότι δεν έχει ούτε την πολιτική βούληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να διαπραγματευτεί για την Ελλάδα στην Ευρώπη.
Απέδειξε ότι θα είναι συγκυβέρνηση συνέχειας του Μνημονίου.
Στην πιο κρίσιμη μάχη, στη πιο κρίσιμη Σύνοδο κορυφής, όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτα, αλλά δεν μπήκε ούτε καν στο κόπο να μπει στο γήπεδο και να αγωνιστεί. Ήταν απούσα.
Και, μάλιστα, τη στιγμή που η Ισπανία και η Ιταλία πέτυχαν τις πρώτες τους δημοσιονομικές ανάσες και κάποιες ορατές ρωγμές στη λογική της λιτότητας. Και ως απούσα, μοιραία και άβουλη, θέτει, τώρα, το ευρωπαϊκό δεδομένο ως δήθεν εθνικό στόχο.
Δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Σε όλη την προεκλογική περίοδο, τα τρία κόμματα που σήμερα συγκυβερνούν εμφάνιζαν, με διαφορετικές διατυπώσεις, την πρόταση του ΔΝΤ για επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής ως δήθεν δική τους έμπνευση για τη διάσωση του τόπου.
Ποιοι; Αυτοί που πιστοί στην αποτελεσματικότητα του δόγματος του σοκ, υπέδειξαν αρχικά στο ΔΝΤ και την Τρόικα τη γρήγορη προσαρμογή.
Συγκεκριμένα, η έκθεση του ΔΝΤ της 9ης Μαρτίου 2012 αναφέρει ότι η τότε κυβέρνηση Παπαδήμου είχε απορρίψει την πρόταση της επιμήκυνσης, με το σκεπτικό ότι θα υπονόμευε την αξιοπιστία της χώρας ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους που όφειλε να εκπληρώσει.
Σήμερα, οι ίδιοι άνθρωποι, βασιλικότεροι του βασιλέως, οι κκ. Σαμαράς και Βενιζέλος, συνεπικουρούμενοι από τον κ. Κουβέλη, διατυμπανίζουν την τότε άρνησή τους ως δήθεν εθνικό στόχο.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στα δύο ζητήματα που έχω ήδη θίξει είναι ξεκάθαρη:
1. Κανείς δεν μπορεί να μεταχειρίζεται την Ελλάδα ως παρία της Ευρωζώνης.
Και, κυρίως, δεν μπορεί να το κάνει αυτό η ίδια η ελληνική κυβέρνηση.
Δυστυχώς, η μνημονιακή συγκυβέρνηση Σαμαρά, έδωσε το πρώτο και ανεξίτηλο δείγμα γραφής της, αποφεύγοντας να διεκδικήσει για την Ελλάδα το οξυγόνο που οι εταίροι μας έδωσαν σε άλλους.
Έστειλε το πρώτο ευδιάκριτο σήμα της μη διαπραγμάτευσης προς τους δανειστές.
Παραιτήθηκε στην Ευρώπη πριν καλά-καλά αναλάβει τα καθήκοντά της στην Ελλάδα.
Συνυπέγραψε μία ακόμη προσπάθεια απομόνωσης της Ελλάδας ως συστημικού κινδύνου για το σύνολο της Ευρωζώνης.
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι πως, ό,τι ισχύει για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, θα πρέπει να ισχύει και για τη χώρα μας.
Αυτό είναι τόσο αυτονόητο που δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Η εξαίρεση της Ελλάδας από τις δημοσιονομικές ευχέρειες που αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Παρασκευής υπονομεύει την ισοτιμία της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη.
Και αυτή η ισοτιμία, επαναλαμβάνω, δεν είναι διεκδικούμενη για να είναι διαπραγματεύσιμη. Αποτελεί αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα.
Γι’ αυτό και θέση μας είναι ότι καμία συζήτηση για κανένα θέμα δεν μπορεί να γίνει με την τρόικα πριν διασφαλιστεί ρητά και για τη χώρα μας το κεκτημένο της 29ης Ιουνίου.
2. Η επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν αποτελεί λύση, στο βαθμό που η προσαρμογή συνεχίζει να βασίζεται σε προγράμματα σκληρής λιτότητας.
Είναι υπεκφυγή για να μη δοθεί η μόνη αναγκαία λύση: η αλλαγή πολιτικής.
Και το γεγονός ότι δεν είναι λύση αποδεικνύει και ο πρόσθετος δανεισμός που θα απαιτηθεί για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει – και που, αυτή τη στιγμή, υπολογίζεται στα €20 δις.
Συνεπώς, με την επιμήκυνση θα προστεθεί δανεισμός σε υπερχρεωμένη χώρα, η οποία ήδη εξαιρείται από τη δυνατότητα απευθείας ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματός της από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Πρόκειται για οικονομικό αυτοχειριασμό.
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι πως η μείωση στη δόση ενός θανατηφόρου φαρμάκου δεν μεταβάλλει την ιδιότητα του ίδιου του φαρμάκου.
Αν απλά αυξηθεί η περίοδος της δηλητηριώδους θεραπείας, θα επιμηκυνθεί ο θάνατος της κοινωνικής οικονομίας και το μαρτύριο θα γίνει πιο διαρκές, ίσως και περισσότερο βασανιστικό.
Όσο περισσότερο θα διαρκεί το Μνημόνιο, τόσο πιο γρήγορα θα εξαντλούνται οι οικονομικές και κοινωνικές αντοχές της χώρας μας.
Και επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να επαναλάβω την πολιτική μας εκτίμησή, που πηγάζει από την ενδελεχή ανάλυση των επιπτώσεων του Μνημονίου και την προβολή τους στο άμεσο μέλλον, πως η συνέχιση της μνημονιακής λιτότητας είναι αυτή που θα οδηγήσει τελικά τη χώρα στην εξώθηση, στην οικειοθελή αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Δηλαδή, στη μόνη θεσμική δυνατότητα που υφίσταται για την έξοδο κράτους-μέλους από το ενιαίο νόμισμα.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η διετία της εφαρμογής του Μνημονίου απέδειξε ότι πρόκειται για ένα οικονομικό πρόγραμμα με μετέωρο θεωρητικό υπόβαθρο, εκτός ελληνικής πραγματικότητας σχεδιασμό και αποτυχημένη διαχείριση.
Η αναφορά του σε συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση, με αφετηρία τη δεκαετία του ’90, την οποία επικαλείται και η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδας του 2010, για το λεγόμενο «μη κεϋνσιανό», επεκτατικό αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης δημοσιονομικής προσαρμογής, εστιασμένης στις περικοπές δημόσιων δαπανών, αντί να οδηγήσει στην ανάπτυξη, εγκατέστησε την πιο παρατεταμένη και βαθειά αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση στην Ιστορία της χώρας.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτό το θέμα που είναι πια κοινός τόπος.
Οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση διαχρονικών στρεβλώσεων της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης ακόμα κι αν επιχειρηθούν σε ένα περιβάλλον κατάρρευσης, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.
Παρόλα αυτά ο σχεδιασμός του Μνημονίου ούτε καν αυτό δεν επιχείρησε. Αποσκοπούσε αποκλειστικά στην πρόχειρη και επιφανειακή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και όχι στη βιώσιμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των χρόνιων στρεβλώσεων και υστερήσεων που προκάλεσαν την κρίση.
Για παράδειγμα: Το πρόγραμμα λιτότητας και διαρθρωτικών αλλαγών του Μνημονίου επιβάλλει πολιτικές που:
Με την υποφορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και την υπερφορολόγηση της εργασίας, με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και τη σωρεία στοχευμένων και χαριστικών απαλλαγών και άλλων προνομίων, το σύστημα φορολόγησης έχει μετατραπεί σε «βιότοπο της διαπλοκής».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2011-2015 προβλέπει μηδενικά έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής για τη διετία 2011-2012.
Η περίφημη αναποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτική.
Αντικατοπτρίζει τη αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και τη μηδενική πολιτική βούληση του πολιτικού κατεστημένου της χώρας να αντιπαρατεθεί με τους αιμοδότες του.
Δεν είναι, λοιπόν, οι υπάλληλοι που δεν κάνουν τη δουλειά τους – με τις εξαιρέσεις, βέβαια, να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αλλά είναι το πολιτικό σύστημα που δεν την κάνει, εξυπηρετώντας μικρά και μεγάλα διαπλεκόμενα ιδιωτικά συμφέροντα εις βάρος τους δημόσιου συμφέροντος,
-τα μέτρα του Μνημονίου επικεντρώνονται ετεροβαρώς στην περικοπή δημόσιων δαπανών, παρά το γεγονός ότι το ύψος τους κινείται, περίπου, στο μέσο όρο της Ευρωζώνης (50,1% στην Ελλάδα έναντι 49,3% στην Ευρωζώνη το 2011),
-με το έντονο υφεσιακό αποτέλεσμα που επιφέρουν αυτές οι πολιτικές επιλογές, εντείνουν, αντί να μειώσουν, τη δανειακή επιβάρυνση της χώρας,
-Αντί των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, δίνουν το βάρος στη προώθηση ανορθολογικών και αναποτελεσματικών διαρθρωτικών αλλαγών, κυρίως στην αγορά εργασίας όπου η καθίζηση των αμοιβών συμβαδίζει με την πρωτοφανή εκτόξευση της ανεργίας, περίπου, στο ¼ του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Αυτές οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές δυσχεραίνουν ή ακυρώνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τα πραγματικά αίτια της δημοσιονομικής κρίσης, όπως είναι η αντιμετώπιση της διαφθοράς και του συμπλέγματος του Λαοκόοντα ανάμεσα στην πολιτική εξουσία, το οικονομικό, επιχειρηματικό και τραπεζικό κεφάλαιο και την ιδιωτική τηλεοπτική ενημέρωση.
Και, με αυτόν τον τρόπο, διατηρούν ενεργό τον κύκλο θετικής ανατροφοδότησης ανάμεσα στην ηθική απαξίωση του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και την εξελισσόμενη δημοσιονομική της κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Έκθεση του ΟΟΣΑ για τις δωροδοκίες και τη διαφθορά στην Ελλάδα του Ιουνίου 2012 στηλιτεύει τη συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης καταγγελιών διαφθοράς από το σύστημα εξουσίας που διαμόρφωσαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Τέλος, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία πρόβλεψης από την τρόικα, και μάλιστα σε χρονικό ορίζοντα εξαμήνου, των επιπτώσεων της λιτότητας στην πραγματική οικονομία – και ειδικότερα στο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ σε ετήσια βάση – αποτυπώνει την αποτυχία στη διαχείριση του Μνημονίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέτρα ύψους €11,6 δις για τη διετία 2013-2014 είχαν προϋπολογιστεί με πρόβλεψη ύφεσης για φέτος 4,7%.
Ωστόσο, σύμφωνα με την τετραμηνιαία Έκθεση Οικονομικών Εξελίξεων του ΚΕΠΕ του Ιουνίου 2012, η ύφεση θα φτάσει το 6,7%.
Τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας που θα επιβάλει η τρόικα για να αντισταθμίσει την αστοχία της θα παρατείνουν την ύφεση και θα επιτείνουν το πρόβλημα της δανειακής επιβάρυνσης.
Αλλά κυνηγώντας διαρκώς την ουρά της, η Ελλάδα εξωθεί ολοένα και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού στο όριο της κοινωνικής αναπαραγωγής τους.
Καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν μπορεί να επωμίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα το βαρύ κόστος της εμμονής σε αδιέξοδες πολιτικές.
Η χρεοκοπία της τρόικας δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετεξελιχθεί – και δεν θα μετεξελιχθεί – σε χρεοκοπία της Ελλάδας.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η περαιτέρω εμμονή στο αποτυχημένο Μνημόνιο συνιστά νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία.
Συνιστά, επίσης, μικρόνοη και άγονη απόπειρα απομόνωσης μιας χώρας προς παραδειγματισμό.
Σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνει την υποχώρηση του ορθού λόγου έναντι του δογματισμού.
Είναι ήττα της Δημοκρατίας από τον ακραίο φανατισμό.
Γι΄ αυτόν το λόγο, η άμεση ακύρωση των πολιτικών του Μνημονίου είναι η μόνη πραγματική εθνική ανάγκη.
Και η μοναδική εναλλακτική κυβερνητική λύση στην τρικομματική συγκυβέρνηση συνέχειας του Μνημονίου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και το κυβερνητικό του πρόγραμμα.
Θέση μας είναι η αντικατάσταση του Μνημονίου με Εθνικό Σχέδιο Ανόρθωσης για την αναπτυξιακή και παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και για την κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας.
Έχουμε επεξεργαστεί συγκεκριμένο σχέδιο για τη ρεαλιστική, αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική σταθεροποίηση.
Το σχέδιο προβλέπει τη σταθεροποίηση των πρωτογενών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, η οποία θα πρέπει να καλυφθεί από την αύξηση των δημόσιων εσόδων.
Η προσαρμογή που προτείνουμε θα προέλθει από τη φορολόγηση του πλούτου και των υψηλών εισοδημάτων, με στόχο την αύξηση των εσόδων από άμεσους φόρους στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα σε ορίζοντα τετραετίας (1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο).
Αυτό προϋποθέτει τη ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ώστε να εντοπίζεται το εισόδημα και η περιουσία κάθε πολίτη και να κατανέμεται δίκαια το φορολογικό βάρος.
Στα ενδεικτικά μέτρα για τη σταθεροποίηση των πρωτογενών δαπανών περιλαμβάνεται το άμεσο πάγωμα των μειώσεων σε κοινωνικές δαπάνες, μισθούς και συντάξεις, ώστε να σταματήσει η περιθωριοποίηση των χαμηλών εισοδημάτων και η υποβάθμιση των μεσαίων.
Περιλαμβάνεται, επίσης, η ριζική επανεξέταση και ανακατανομή των δημόσιων δαπανών, ώστε οι πόροι που θα εξοικονομηθούν να βελτιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Στα ενδεικτικά μέτρα για την αύξηση των δημόσιων εσόδων περιλαμβάνονται: η αλλαγή των φορολογικών συντελεστών και της κλίμακας των εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπωνστο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να επιτευχθεί αύξηση των εσόδων με ελάφρυνση των φτωχότερων και επιβάρυνση των πλουσιότερων.
Η επανεξέταση όλων των ειδικών φορολογικών καθεστώτων και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, καθώς και η υλοποίηση πλήρους και καθολικού περιουσιολογίου, όπου θα αποτυπώνεται η περιουσία όλων των Ελλήνων υπηκόων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε όλες τις μορφές κινητού και ακίνητου πλούτου.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη, αποδεικνύουν ότι υπήρξαν περιθώρια διαπραγμάτευσης που ουδέποτε αξιοποιήθηκαν από Ελληνικής πλευράς.
Η κρίση δανεισμού ενός κράτους-μέλους μιας νομισματικής ένωσης είναι πρόβλημα συλλογικό.
Και αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό, προκύπτει από τους περιορισμούς στην άσκηση αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής που θέτει η ίδια η δομή και η λειτουργία της Ευρωζώνης.
Συνεπώς, η βέλτιστη λύση στο πρόβλημα δημόσιου χρέους της Ελλάδας μπορεί και πρέπει να δοθεί στο επίπεδο της Ευρωζώνης. Πιστεύουμε ότι αυτές οι λύσεις ακόμα υπάρχουν.
Περιλαμβάνουν:
-την απόδοση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ρόλου πραγματικής κεντρικής τράπεζας.
Δηλαδή, ρόλου δανειστή ύστατης καταφυγής στην αγορά κρατικών ομολόγων, χωρίς ποσοτικό όριο, ώστε να αναχαιτισθεί ο κερδοσκοπικός στοιχηματισμός στα ομόλογα ευάλωτων και κρίσιμων για τη συνοχή της Ευρωζώνης κρατών-μελών, που απειλεί να εξελιχθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
-την πολιτική ρύθμιση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα, με τέσσερα βασικά εργαλεία πολιτικής:
α). την εισαγωγή φόρου Tobin στη βραχυπρόθεσμη κίνηση κεφαλαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αμβλυνθεί η κερδοσκοπική συμπεριφορά τους,
β). Ευρωπαϊκή τραπεζική νομοθεσία κατά το πρότυπο της Νομοθετικής Πράξης Glass-Steagall, που ίσχυσε στις ΗΠΑ από το 1933 έως το 1999, και διαχώριζε τις εμπορικές από τις επενδυτικές τραπεζικές δραστηριότητες και τους αντίστοιχους πιστωτικούς κινδύνους.
γ). την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων εντός και εκτός ευρωπαϊκών εδαφών, και
δ). τη δημιουργία δημόσιου ευρωπαϊκού οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης των οικονομιών,
-την εποπτεία και ανακεφαλαιοποίηση των εθνικών τραπεζών στο επίπεδο της Ευρωζώνης,
-την έκδοση Ευρωομολόγων, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από άλλο θεσμό της Ευρωζώνης, χωρίς συνοδευτικούς όρους άσκησης περιοριστικής μακροοικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, οι οποίοι απλώς θα αναπαράξουν το πρόβλημα υπερχρέωσης που η έκδοση των Ευρωομολόγων αποσκοπεί να επιλύσει,
-τη θεσμοθέτηση Ευρωπαϊκού Ταμείου Κοινωνικής Ανάπτυξης και Αλληλεγγύης, που προτείνει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, για τη χρηματοδότηση δημόσιων επενδύσεων στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, των κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών και της προστασίας του περιβάλλοντος, με πόρους από τον φόρο Tobin, τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και το χαμηλότοκο δανεισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Εφόσον, όμως, ο συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη αναβάλλει αυτές τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για τη διάσωση της Ευρωζώνης, η υπερχρέωση της χώρας μας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα.
Αυτό σημαίνει διαγραφή σημαντικού μέρους του θεσμικού και διακρατικού χρέους, ώστε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να επανέλθει σε τροχιά βιωσιμότητας.
Αλλά η αναδιάρθρωση του χρέους αφορά μόνον τη μείωση του αριθμητή του κλάσματος. Θα πρέπει παράλληλα να αυξηθεί και ο παρονομαστής, δηλαδή το ΑΕΠ.
Αυτό, όπως σας εξέθεσα νωρίτερα, προϋποθέτει άμεση αλλαγή πολιτικής: εγκατάλειψη της λιτότητας και υιοθέτηση μιας συνολικής πολιτικής ενίσχυσης των όλων συνιστωσών της ζήτησης, με προτεραιότητα τις δημόσιες επενδύσεις.
Στην Ελλάδα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να σταματήσουμε την πτώση.
Πρέπει να εγκαταλείψουμε σε συνεργασία με τους εταίρους μας αυτό το μη βιώσιμο σχέδιο.
Το μνημόνιο.
Το αδιέξοδο της πορείας που ακολουθήσαμε και στην οποία έχει δεσμευθεί αυτή η κυβέρνηση, το συνειδητοποιούν πλέον τόσο διεθνείς οργανισμοί αλλά όλο και περισσότερο οι ηγεσίες.
Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Απρίλιο χαρακτήριζε την εφαρμογή του προγράμματος ως μια επιλογή υψηλού ρίσκου περιγράφοντας διάφορους παράγοντες που μπορούν να το εκτροχιάσουν.
Ακόμα και η ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Γαλλίας το συνειδητοποιούν και δηλώνουν δημόσια ότι πρέπει να μπουν προτεραιότητες ανάπτυξης.
Νομίζουμε ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Πρέπει και η ελληνική και η ευρωπαϊκή ηγεσία να ομολογήσουν ότι η επιλογή της εσωτερικής υποτίμησης δε λειτουργεί.
Ότι αυτό το σχέδιο, είναι μη βιώσιμο. Τόσο απλά.
Αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για να σταματήσουμε την ανθρωπιστική καταστροφή αλλά και για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο κράτος.
Δεν είναι δυνατόν μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση,
ΚΑΙ να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της,
ΚΑΙ να έχει ανάπτυξη,
ΚΑΙ να πληρώσει 110 δις σε τόκους μέχρι το 2020.
Πρόκειται για μια εξίσωση δίχως λύση.
Υπάρχουν λοιπόν, ελάχιστες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη
• Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών από ESM ώστε να μην γράφονται στο χρέος τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για τη στήριξη τους.
• Πάγωμα μέτρων λιτότητας
• Μορατόριουμ αποπληρωμής προς την τρόικα τουλάχιστον για ένα χρόνο και για όσο χρειαστεί.
• Πρόγραμμα επενδύσεων μέσω ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων και ευρωπαϊκού ταμείου επενδύσεων
Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να μπορέσουν να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος που θα το κάνουν πιο αποτελεσματικό, πιο λειτουργικό και κοινωνικά ανταποδοτικό.
Ένα κράτος που δεν θα εμποδίζει την ανάπτυξη, αλλά θα την στηρίζει.
Ένα κράτος που δε θα συντηρεί αχρείαστη γραφειοκρατία, αλλά θα κινητοποιεί τις δυνάμεις του για να στηρίξει την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές αυτού του τόσο σημαντικού ετήσιου συνεδρίου για την ευγενική τους πρόσκληση και τη διάθεσή τους να ακούσουν και να αξιολογήσουν τις θέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη σημερινή οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου θυμίζει σε πολλά την πρώτη μετεκλογική περίοδο του 2009.
Θυμίζει την ανήσυχη ηρεμία πριν από την αναμενόμενη καταιγίδα.
Κυριαρχούν οι εύηχες υπεκφυγές και οι παραπομπές σ’ ένα ψευδώνυμο κυβερνητικό πρόγραμμα μιας χρήσης.
Σε μια προγραμματική συμφωνία που παρήχθει υπό πίεση των υψηλών προσδοκιών της κοινής γνώμης, παρά τη πλήρη επίγνωση των συνταχτών της, ότι δεν πρόκειται να υλοποιεί στο βαθμό που θέτουν ως προϋπόθεση υλοποίησής της τη συμφωνία των δανειστών και της τρόικα.
Πρόκειται, με δυο λόγια, για μια προσχηματική συμφωνία αποφασισμένων διεκπεραιωτών του Μνημονίου.
Ήδη, η συγκυβέρνηση Σαμαρά κατάφερε να εξαιρέσει την πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωζώνης, την Ελλάδα, από τις κατ’ αρχήν ευνοϊκές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Παρασκευής για τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η Ελλάδα της σημερινής τρικομματικής κυβέρνησης συντάσσεται όχι με τους χρεώστες, αλλά με τους δανειστές. Με τον ευρωπαϊκό Βορρά και όχι με το Νότο.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της, η συγκυβέρνηση Σαμαρά απέδειξε ότι δεν έχει ούτε την πολιτική βούληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να διαπραγματευτεί για την Ελλάδα στην Ευρώπη.
Απέδειξε ότι θα είναι συγκυβέρνηση συνέχειας του Μνημονίου.
Στην πιο κρίσιμη μάχη, στη πιο κρίσιμη Σύνοδο κορυφής, όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτα, αλλά δεν μπήκε ούτε καν στο κόπο να μπει στο γήπεδο και να αγωνιστεί. Ήταν απούσα.
Και, μάλιστα, τη στιγμή που η Ισπανία και η Ιταλία πέτυχαν τις πρώτες τους δημοσιονομικές ανάσες και κάποιες ορατές ρωγμές στη λογική της λιτότητας. Και ως απούσα, μοιραία και άβουλη, θέτει, τώρα, το ευρωπαϊκό δεδομένο ως δήθεν εθνικό στόχο.
Δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Σε όλη την προεκλογική περίοδο, τα τρία κόμματα που σήμερα συγκυβερνούν εμφάνιζαν, με διαφορετικές διατυπώσεις, την πρόταση του ΔΝΤ για επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής ως δήθεν δική τους έμπνευση για τη διάσωση του τόπου.
Ποιοι; Αυτοί που πιστοί στην αποτελεσματικότητα του δόγματος του σοκ, υπέδειξαν αρχικά στο ΔΝΤ και την Τρόικα τη γρήγορη προσαρμογή.
Συγκεκριμένα, η έκθεση του ΔΝΤ της 9ης Μαρτίου 2012 αναφέρει ότι η τότε κυβέρνηση Παπαδήμου είχε απορρίψει την πρόταση της επιμήκυνσης, με το σκεπτικό ότι θα υπονόμευε την αξιοπιστία της χώρας ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους που όφειλε να εκπληρώσει.
Σήμερα, οι ίδιοι άνθρωποι, βασιλικότεροι του βασιλέως, οι κκ. Σαμαράς και Βενιζέλος, συνεπικουρούμενοι από τον κ. Κουβέλη, διατυμπανίζουν την τότε άρνησή τους ως δήθεν εθνικό στόχο.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στα δύο ζητήματα που έχω ήδη θίξει είναι ξεκάθαρη:
1. Κανείς δεν μπορεί να μεταχειρίζεται την Ελλάδα ως παρία της Ευρωζώνης.
Και, κυρίως, δεν μπορεί να το κάνει αυτό η ίδια η ελληνική κυβέρνηση.
Δυστυχώς, η μνημονιακή συγκυβέρνηση Σαμαρά, έδωσε το πρώτο και ανεξίτηλο δείγμα γραφής της, αποφεύγοντας να διεκδικήσει για την Ελλάδα το οξυγόνο που οι εταίροι μας έδωσαν σε άλλους.
Έστειλε το πρώτο ευδιάκριτο σήμα της μη διαπραγμάτευσης προς τους δανειστές.
Παραιτήθηκε στην Ευρώπη πριν καλά-καλά αναλάβει τα καθήκοντά της στην Ελλάδα.
Συνυπέγραψε μία ακόμη προσπάθεια απομόνωσης της Ελλάδας ως συστημικού κινδύνου για το σύνολο της Ευρωζώνης.
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι πως, ό,τι ισχύει για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, θα πρέπει να ισχύει και για τη χώρα μας.
Αυτό είναι τόσο αυτονόητο που δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Η εξαίρεση της Ελλάδας από τις δημοσιονομικές ευχέρειες που αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Παρασκευής υπονομεύει την ισοτιμία της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη.
Και αυτή η ισοτιμία, επαναλαμβάνω, δεν είναι διεκδικούμενη για να είναι διαπραγματεύσιμη. Αποτελεί αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα.
Γι’ αυτό και θέση μας είναι ότι καμία συζήτηση για κανένα θέμα δεν μπορεί να γίνει με την τρόικα πριν διασφαλιστεί ρητά και για τη χώρα μας το κεκτημένο της 29ης Ιουνίου.
2. Η επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν αποτελεί λύση, στο βαθμό που η προσαρμογή συνεχίζει να βασίζεται σε προγράμματα σκληρής λιτότητας.
Είναι υπεκφυγή για να μη δοθεί η μόνη αναγκαία λύση: η αλλαγή πολιτικής.
Και το γεγονός ότι δεν είναι λύση αποδεικνύει και ο πρόσθετος δανεισμός που θα απαιτηθεί για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει – και που, αυτή τη στιγμή, υπολογίζεται στα €20 δις.
Συνεπώς, με την επιμήκυνση θα προστεθεί δανεισμός σε υπερχρεωμένη χώρα, η οποία ήδη εξαιρείται από τη δυνατότητα απευθείας ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματός της από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Πρόκειται για οικονομικό αυτοχειριασμό.
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι πως η μείωση στη δόση ενός θανατηφόρου φαρμάκου δεν μεταβάλλει την ιδιότητα του ίδιου του φαρμάκου.
Αν απλά αυξηθεί η περίοδος της δηλητηριώδους θεραπείας, θα επιμηκυνθεί ο θάνατος της κοινωνικής οικονομίας και το μαρτύριο θα γίνει πιο διαρκές, ίσως και περισσότερο βασανιστικό.
Όσο περισσότερο θα διαρκεί το Μνημόνιο, τόσο πιο γρήγορα θα εξαντλούνται οι οικονομικές και κοινωνικές αντοχές της χώρας μας.
Και επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να επαναλάβω την πολιτική μας εκτίμησή, που πηγάζει από την ενδελεχή ανάλυση των επιπτώσεων του Μνημονίου και την προβολή τους στο άμεσο μέλλον, πως η συνέχιση της μνημονιακής λιτότητας είναι αυτή που θα οδηγήσει τελικά τη χώρα στην εξώθηση, στην οικειοθελή αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Δηλαδή, στη μόνη θεσμική δυνατότητα που υφίσταται για την έξοδο κράτους-μέλους από το ενιαίο νόμισμα.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η διετία της εφαρμογής του Μνημονίου απέδειξε ότι πρόκειται για ένα οικονομικό πρόγραμμα με μετέωρο θεωρητικό υπόβαθρο, εκτός ελληνικής πραγματικότητας σχεδιασμό και αποτυχημένη διαχείριση.
Η αναφορά του σε συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση, με αφετηρία τη δεκαετία του ’90, την οποία επικαλείται και η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδας του 2010, για το λεγόμενο «μη κεϋνσιανό», επεκτατικό αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης δημοσιονομικής προσαρμογής, εστιασμένης στις περικοπές δημόσιων δαπανών, αντί να οδηγήσει στην ανάπτυξη, εγκατέστησε την πιο παρατεταμένη και βαθειά αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση στην Ιστορία της χώρας.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτό το θέμα που είναι πια κοινός τόπος.
Οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση διαχρονικών στρεβλώσεων της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης ακόμα κι αν επιχειρηθούν σε ένα περιβάλλον κατάρρευσης, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.
Παρόλα αυτά ο σχεδιασμός του Μνημονίου ούτε καν αυτό δεν επιχείρησε. Αποσκοπούσε αποκλειστικά στην πρόχειρη και επιφανειακή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και όχι στη βιώσιμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των χρόνιων στρεβλώσεων και υστερήσεων που προκάλεσαν την κρίση.
Για παράδειγμα: Το πρόγραμμα λιτότητας και διαρθρωτικών αλλαγών του Μνημονίου επιβάλλει πολιτικές που:
-Αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν το βασικό αίτιο του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας. Δηλαδή, τη σημαντική υστέρηση των δημόσιων εσόδων ως ποσοστού του ΑΕΠ από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (40,9% έναντι 45,2% το 2011, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat).
Αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τη διαχρονική παθογένεια του φορολογικού συστήματος, όπου απεικονίζεται η πελατειακή ανταποδοτική σχέση ανάμεσα σε ομάδες πίεσης και στο πολιτικό σύστημα.Με την υποφορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και την υπερφορολόγηση της εργασίας, με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και τη σωρεία στοχευμένων και χαριστικών απαλλαγών και άλλων προνομίων, το σύστημα φορολόγησης έχει μετατραπεί σε «βιότοπο της διαπλοκής».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2011-2015 προβλέπει μηδενικά έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής για τη διετία 2011-2012.
Η περίφημη αναποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτική.
Αντικατοπτρίζει τη αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και τη μηδενική πολιτική βούληση του πολιτικού κατεστημένου της χώρας να αντιπαρατεθεί με τους αιμοδότες του.
Δεν είναι, λοιπόν, οι υπάλληλοι που δεν κάνουν τη δουλειά τους – με τις εξαιρέσεις, βέβαια, να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αλλά είναι το πολιτικό σύστημα που δεν την κάνει, εξυπηρετώντας μικρά και μεγάλα διαπλεκόμενα ιδιωτικά συμφέροντα εις βάρος τους δημόσιου συμφέροντος,
-τα μέτρα του Μνημονίου επικεντρώνονται ετεροβαρώς στην περικοπή δημόσιων δαπανών, παρά το γεγονός ότι το ύψος τους κινείται, περίπου, στο μέσο όρο της Ευρωζώνης (50,1% στην Ελλάδα έναντι 49,3% στην Ευρωζώνη το 2011),
-με το έντονο υφεσιακό αποτέλεσμα που επιφέρουν αυτές οι πολιτικές επιλογές, εντείνουν, αντί να μειώσουν, τη δανειακή επιβάρυνση της χώρας,
-Αντί των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, δίνουν το βάρος στη προώθηση ανορθολογικών και αναποτελεσματικών διαρθρωτικών αλλαγών, κυρίως στην αγορά εργασίας όπου η καθίζηση των αμοιβών συμβαδίζει με την πρωτοφανή εκτόξευση της ανεργίας, περίπου, στο ¼ του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Αυτές οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές δυσχεραίνουν ή ακυρώνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τα πραγματικά αίτια της δημοσιονομικής κρίσης, όπως είναι η αντιμετώπιση της διαφθοράς και του συμπλέγματος του Λαοκόοντα ανάμεσα στην πολιτική εξουσία, το οικονομικό, επιχειρηματικό και τραπεζικό κεφάλαιο και την ιδιωτική τηλεοπτική ενημέρωση.
Και, με αυτόν τον τρόπο, διατηρούν ενεργό τον κύκλο θετικής ανατροφοδότησης ανάμεσα στην ηθική απαξίωση του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και την εξελισσόμενη δημοσιονομική της κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Έκθεση του ΟΟΣΑ για τις δωροδοκίες και τη διαφθορά στην Ελλάδα του Ιουνίου 2012 στηλιτεύει τη συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης καταγγελιών διαφθοράς από το σύστημα εξουσίας που διαμόρφωσαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Τέλος, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία πρόβλεψης από την τρόικα, και μάλιστα σε χρονικό ορίζοντα εξαμήνου, των επιπτώσεων της λιτότητας στην πραγματική οικονομία – και ειδικότερα στο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ σε ετήσια βάση – αποτυπώνει την αποτυχία στη διαχείριση του Μνημονίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέτρα ύψους €11,6 δις για τη διετία 2013-2014 είχαν προϋπολογιστεί με πρόβλεψη ύφεσης για φέτος 4,7%.
Ωστόσο, σύμφωνα με την τετραμηνιαία Έκθεση Οικονομικών Εξελίξεων του ΚΕΠΕ του Ιουνίου 2012, η ύφεση θα φτάσει το 6,7%.
Τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας που θα επιβάλει η τρόικα για να αντισταθμίσει την αστοχία της θα παρατείνουν την ύφεση και θα επιτείνουν το πρόβλημα της δανειακής επιβάρυνσης.
Αλλά κυνηγώντας διαρκώς την ουρά της, η Ελλάδα εξωθεί ολοένα και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού στο όριο της κοινωνικής αναπαραγωγής τους.
Καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν μπορεί να επωμίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα το βαρύ κόστος της εμμονής σε αδιέξοδες πολιτικές.
Η χρεοκοπία της τρόικας δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετεξελιχθεί – και δεν θα μετεξελιχθεί – σε χρεοκοπία της Ελλάδας.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Η περαιτέρω εμμονή στο αποτυχημένο Μνημόνιο συνιστά νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία.
Συνιστά, επίσης, μικρόνοη και άγονη απόπειρα απομόνωσης μιας χώρας προς παραδειγματισμό.
Σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνει την υποχώρηση του ορθού λόγου έναντι του δογματισμού.
Είναι ήττα της Δημοκρατίας από τον ακραίο φανατισμό.
Γι΄ αυτόν το λόγο, η άμεση ακύρωση των πολιτικών του Μνημονίου είναι η μόνη πραγματική εθνική ανάγκη.
Και η μοναδική εναλλακτική κυβερνητική λύση στην τρικομματική συγκυβέρνηση συνέχειας του Μνημονίου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και το κυβερνητικό του πρόγραμμα.
Θέση μας είναι η αντικατάσταση του Μνημονίου με Εθνικό Σχέδιο Ανόρθωσης για την αναπτυξιακή και παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και για την κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας.
Έχουμε επεξεργαστεί συγκεκριμένο σχέδιο για τη ρεαλιστική, αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική σταθεροποίηση.
Το σχέδιο προβλέπει τη σταθεροποίηση των πρωτογενών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, η οποία θα πρέπει να καλυφθεί από την αύξηση των δημόσιων εσόδων.
Η προσαρμογή που προτείνουμε θα προέλθει από τη φορολόγηση του πλούτου και των υψηλών εισοδημάτων, με στόχο την αύξηση των εσόδων από άμεσους φόρους στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα σε ορίζοντα τετραετίας (1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο).
Αυτό προϋποθέτει τη ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ώστε να εντοπίζεται το εισόδημα και η περιουσία κάθε πολίτη και να κατανέμεται δίκαια το φορολογικό βάρος.
Στα ενδεικτικά μέτρα για τη σταθεροποίηση των πρωτογενών δαπανών περιλαμβάνεται το άμεσο πάγωμα των μειώσεων σε κοινωνικές δαπάνες, μισθούς και συντάξεις, ώστε να σταματήσει η περιθωριοποίηση των χαμηλών εισοδημάτων και η υποβάθμιση των μεσαίων.
Περιλαμβάνεται, επίσης, η ριζική επανεξέταση και ανακατανομή των δημόσιων δαπανών, ώστε οι πόροι που θα εξοικονομηθούν να βελτιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Στα ενδεικτικά μέτρα για την αύξηση των δημόσιων εσόδων περιλαμβάνονται: η αλλαγή των φορολογικών συντελεστών και της κλίμακας των εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπωνστο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να επιτευχθεί αύξηση των εσόδων με ελάφρυνση των φτωχότερων και επιβάρυνση των πλουσιότερων.
Η επανεξέταση όλων των ειδικών φορολογικών καθεστώτων και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, καθώς και η υλοποίηση πλήρους και καθολικού περιουσιολογίου, όπου θα αποτυπώνεται η περιουσία όλων των Ελλήνων υπηκόων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε όλες τις μορφές κινητού και ακίνητου πλούτου.
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη, αποδεικνύουν ότι υπήρξαν περιθώρια διαπραγμάτευσης που ουδέποτε αξιοποιήθηκαν από Ελληνικής πλευράς.
Η κρίση δανεισμού ενός κράτους-μέλους μιας νομισματικής ένωσης είναι πρόβλημα συλλογικό.
Και αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό, προκύπτει από τους περιορισμούς στην άσκηση αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής που θέτει η ίδια η δομή και η λειτουργία της Ευρωζώνης.
Συνεπώς, η βέλτιστη λύση στο πρόβλημα δημόσιου χρέους της Ελλάδας μπορεί και πρέπει να δοθεί στο επίπεδο της Ευρωζώνης. Πιστεύουμε ότι αυτές οι λύσεις ακόμα υπάρχουν.
Περιλαμβάνουν:
-την απόδοση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ρόλου πραγματικής κεντρικής τράπεζας.
Δηλαδή, ρόλου δανειστή ύστατης καταφυγής στην αγορά κρατικών ομολόγων, χωρίς ποσοτικό όριο, ώστε να αναχαιτισθεί ο κερδοσκοπικός στοιχηματισμός στα ομόλογα ευάλωτων και κρίσιμων για τη συνοχή της Ευρωζώνης κρατών-μελών, που απειλεί να εξελιχθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
-την πολιτική ρύθμιση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα, με τέσσερα βασικά εργαλεία πολιτικής:
α). την εισαγωγή φόρου Tobin στη βραχυπρόθεσμη κίνηση κεφαλαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αμβλυνθεί η κερδοσκοπική συμπεριφορά τους,
β). Ευρωπαϊκή τραπεζική νομοθεσία κατά το πρότυπο της Νομοθετικής Πράξης Glass-Steagall, που ίσχυσε στις ΗΠΑ από το 1933 έως το 1999, και διαχώριζε τις εμπορικές από τις επενδυτικές τραπεζικές δραστηριότητες και τους αντίστοιχους πιστωτικούς κινδύνους.
γ). την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων εντός και εκτός ευρωπαϊκών εδαφών, και
δ). τη δημιουργία δημόσιου ευρωπαϊκού οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης των οικονομιών,
-την εποπτεία και ανακεφαλαιοποίηση των εθνικών τραπεζών στο επίπεδο της Ευρωζώνης,
-την έκδοση Ευρωομολόγων, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από άλλο θεσμό της Ευρωζώνης, χωρίς συνοδευτικούς όρους άσκησης περιοριστικής μακροοικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, οι οποίοι απλώς θα αναπαράξουν το πρόβλημα υπερχρέωσης που η έκδοση των Ευρωομολόγων αποσκοπεί να επιλύσει,
-τη θεσμοθέτηση Ευρωπαϊκού Ταμείου Κοινωνικής Ανάπτυξης και Αλληλεγγύης, που προτείνει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, για τη χρηματοδότηση δημόσιων επενδύσεων στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, των κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών και της προστασίας του περιβάλλοντος, με πόρους από τον φόρο Tobin, τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και το χαμηλότοκο δανεισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Εφόσον, όμως, ο συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη αναβάλλει αυτές τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για τη διάσωση της Ευρωζώνης, η υπερχρέωση της χώρας μας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα.
Αυτό σημαίνει διαγραφή σημαντικού μέρους του θεσμικού και διακρατικού χρέους, ώστε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να επανέλθει σε τροχιά βιωσιμότητας.
Αλλά η αναδιάρθρωση του χρέους αφορά μόνον τη μείωση του αριθμητή του κλάσματος. Θα πρέπει παράλληλα να αυξηθεί και ο παρονομαστής, δηλαδή το ΑΕΠ.
Αυτό, όπως σας εξέθεσα νωρίτερα, προϋποθέτει άμεση αλλαγή πολιτικής: εγκατάλειψη της λιτότητας και υιοθέτηση μιας συνολικής πολιτικής ενίσχυσης των όλων συνιστωσών της ζήτησης, με προτεραιότητα τις δημόσιες επενδύσεις.
Στην Ελλάδα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να σταματήσουμε την πτώση.
Πρέπει να εγκαταλείψουμε σε συνεργασία με τους εταίρους μας αυτό το μη βιώσιμο σχέδιο.
Το μνημόνιο.
Το αδιέξοδο της πορείας που ακολουθήσαμε και στην οποία έχει δεσμευθεί αυτή η κυβέρνηση, το συνειδητοποιούν πλέον τόσο διεθνείς οργανισμοί αλλά όλο και περισσότερο οι ηγεσίες.
Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Απρίλιο χαρακτήριζε την εφαρμογή του προγράμματος ως μια επιλογή υψηλού ρίσκου περιγράφοντας διάφορους παράγοντες που μπορούν να το εκτροχιάσουν.
Ακόμα και η ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Γαλλίας το συνειδητοποιούν και δηλώνουν δημόσια ότι πρέπει να μπουν προτεραιότητες ανάπτυξης.
Νομίζουμε ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Πρέπει και η ελληνική και η ευρωπαϊκή ηγεσία να ομολογήσουν ότι η επιλογή της εσωτερικής υποτίμησης δε λειτουργεί.
Ότι αυτό το σχέδιο, είναι μη βιώσιμο. Τόσο απλά.
Αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για να σταματήσουμε την ανθρωπιστική καταστροφή αλλά και για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο κράτος.
Δεν είναι δυνατόν μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση,
ΚΑΙ να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της,
ΚΑΙ να έχει ανάπτυξη,
ΚΑΙ να πληρώσει 110 δις σε τόκους μέχρι το 2020.
Πρόκειται για μια εξίσωση δίχως λύση.
Υπάρχουν λοιπόν, ελάχιστες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη
• Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών από ESM ώστε να μην γράφονται στο χρέος τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για τη στήριξη τους.
• Πάγωμα μέτρων λιτότητας
• Μορατόριουμ αποπληρωμής προς την τρόικα τουλάχιστον για ένα χρόνο και για όσο χρειαστεί.
• Πρόγραμμα επενδύσεων μέσω ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων και ευρωπαϊκού ταμείου επενδύσεων
Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να μπορέσουν να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος που θα το κάνουν πιο αποτελεσματικό, πιο λειτουργικό και κοινωνικά ανταποδοτικό.
Ένα κράτος που δεν θα εμποδίζει την ανάπτυξη, αλλά θα την στηρίζει.
Ένα κράτος που δε θα συντηρεί αχρείαστη γραφειοκρατία, αλλά θα κινητοποιεί τις δυνάμεις του για να στηρίξει την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.