Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Μαντινάδες για την οικονομική κρίση...


Επειδή δε ξέρουμε πια τι να σκεφτούμε,πως να αντιδράσουμε,τι μας περιμένει και ποιο θα είναι  το μέλλον των παιδιών μας,το δικό μας,των συντάξεων,του "κουρέματος", της οικονομίας μας κτλ...

Επειδή βαρεθήκαμε να διαβάζουμε,να γράφουμε,να ακούμε για τα γεγονότα της Ελληνικής και
παγκόσμιας οικονομίας....

Επειδή δεν είμαστε οικονομολόγοι,αναλυτές,στοχαστές,σχολιαστές....

Επειδή πολλά ακούμε και λίγα καταλαβαίνουμε...

Επειδή η κρίση μας έχει αγγίξει....

Επειδή δε βλέπουμε από πουθενά φως...  Λέμε να το διασκεδάσουμε λίγο...

Ας χορτάσουμε οικονομική κρίση, με φοβερές μαντινάδες:


Άποροι στα συσσίτια,πληθαίνουν τσ’ Εκκλησίας, που΄ναι τσ’ αγάπης η δοχή, και τση φιλανθρωπίας.


Κάνει τσιγάρο καθαείς,μα κρύβει το πακέτο τράκες ωσάν και πέρυσι, να μην του κάνουν,φέτο.


Ο άνεργος παραμιλεί,και ο φτωχός στενάζει με κούκλη μοιάζει ο λαός,που στο ζουμί,του βράζει.


Εξαπλασιαστήκαμε ,και μ’ αφορμή την κρίση φοβούμαι πως ένας λιμός,τον κόσμο θα, θερίσει.


Γιωργος Σιμισακογιώργης Sifakis



Μοιάζει η χαρά μου αμπρουλιάς,τον πάσπαρο όντε γραίνει


κι ο πόνος μου σαν τον χιονιά που όλα τα ξεραίνει…


——————————————————-


Εξεσταλήσανε οι καημοί απου ‘χανε αρνέψει


και μου ‘ρχουνται συγκούδουνοι και ποιός θα τσι παλέψει..


———————————————————-


Αυτή εθάρριε μια ζωή πως θα χω το καημό τζη


και εδά με βλέπει αλλού ευτυχή και σκα απο το κακό τζη..


————————————————————


Πάψε μικρή μου να ‘ρχεσαι στο όνειρο όντε κοιμούμαι


και έλα να ζήσουμε μαζί, χαρές μη διακονούμαι…


——————————————————–


Δε θέλω δανεικές χαρές μοίρα μου να μου δώσεις


γιατί γατέχω του καημού διπλές θα τσι πλερώσεις


——————————————————-


Δε θέλω δανεικές χαρές να πάρω απο κιανένα


και ας τα θορρώ ώστε να ζω τα μάθια μου κλαμμένα.


Βασίλης Σμπώκος [Λουκάς]του Ατζαρομάνωλα



Παγκόσμιο φαινόμενο, είναι ετούτ’ η κρίση,


και ήτανε επόμενο, και μας να μας χτυπήσει.


———————-


Δεν είναι μόν’ ελληνική, ποιος θα τ’ αμφισβητήσει,


γι’ αυτό και όλοι ψάχνουνται, να βρούνε κάποια λύση.


———————-


Σίγουρα φταίξαμε και ‘μεις, εγώ δε θ’ αντιδράσω,


και την αλήθεια πρόθεση, δεν έχω να σκεπάσω.


———————–


Ναι, πρέπει να πλερώσουνε, τα πρόσωπα που φταίξαν,


ως και να βάλουν φυλακή, εκείνους σας που κλέψαν.


————————-


Δεν είμαι αυτός απού θα πει, να βγούν όλοι λαμπάντες,


όχι, να μπούνε φυλακή, μ’ οποιοί ‘τανε μπερμπάτες.


—————————


Δεν πρέπει να μολέρνομε, σ’ όποιον κι αν τύχει σπόντες,


γιατί δεν ήταν όλοι ντος, κλέφτες και παγαπόντες.


————————–


Οι εποχές είναι κακές, όλ’ οι λαοί πεινούνε,


μα ζήσαν και χειρότερα απού δεν τα ξεχνούνε.


—————————


Είναι φουρτούνα με μποφόρ, κι αν θέμε να σωθούμε,


πρέπει να κολυμπήσομε, ειδάλλως θα πνιγούμε.


—————————


Δε φτάνει να φωνιάζομε, του Θιού να βοηθήσει,


ο ναυαγός δε σώνεται, εάν δεν κολυμπήσει.


—————————-




Πολέμους επεράσαμε, και βγάλαμέ ντα πέρα,


κι αν είναι όλα σκοτεινά, θα ‘ρθει κι η άσπρη μέρα.


—————————


Θωρώ το ήρθανε στραβά, πρέπει να σκοτωθούμε;


ψύχραιμ’ αν διάξ’ ο καθαείς, τη λύση θα τη βρούμε.


——————————-


Άμα θ’ αρχίξ’ ο καθαείς, στον άλλο να τα ρίχνει,


το πρόβλημα που έχομε, λύση ποτέ δε βρίχνει.


——————————-


«Γι’ αυτό το χάλι φταίξανε, όλοι χωρίς εμένα»,


άμα θα πεις δε θα τα δεις, τα πράματα σασμένα.


————————————-


Δεν πάει άλλο ρε παιδιά, όλοι μας το θωρούμε,


εχάσαμε τον έλεγχο, πρέπει να στριμωχτούμε.


——————————


Πρέπει να κάτσομ’ όλοι μας, κάτω και να σκεφτούμε,


από το τούνελ τούτονε, είντα λοής θα βγούμε.


—————————


Πετσί λουρί αν σέρνομε, στο πουθενά δε βγάνει,


μόνο σε περιπέτειες, το τόπο μας που βάνει.


————————————


Τα μάθι’ ανέ ξανοίξομε, ο γεις τ’ αλλού να βγάλει,


άλλος δε θα ευθύνεται, για το δικό μας χάλι.


————————————-


Να αναλάβ’ ο κάθαείς, την εδική ντ’ ευθύνη,


και μόνο τσα αν διάξομε, κάτι μπορεί να γίνει.


———————————


Κι ας πάψομε να ρίχνομε, ο γεις τ’ αλλού τα λάθη,


γιατί θα φταίμε όλοι μας, ο τόπος ό,τι πάθει.


——————————-


Στο τζίμα – γκάβα του γκρεμού, είμαστε, δε θωρείτε;


κι αν θέτε να γλιτώσομε, κάνετ’ ό,τι μπορείτε.


——————————-


Όλοι να βοηθήσομε, να μην καταστραφούμε,


κι ύστερα δε θα φτάνομε, όσο και ν’ αγλακούμε.


——————————-


Όλοι εάνε βάλομε, νερό εις το κρασί μας,


λαμπάντες θα τη βγάλομε, και θάνε προς τιμή μας.


———————————


Ένα χεράκ’ αμοναχά, καθένας μας αν βάλει,


μπορεί ο τόπος, δύσκολα, μα πέρα θα τα βγάλει.


————————————-


Πιο ψύχραιμ’ αν το πάρομε, τη λύση θα τη βρούμε,


τα πάνω – κάτω κάνομε, και τούτο δε μπορούμε;


——————————–


Πριν είν’ αργά ξανοίξετε, να ανασκουμπωθούμε,


λύση υπάρχ’ όλοι μαζί, μπορούμε να τη βρούμε.


—————————


Γιατί αν κωλοκάτσομε, δύσκολα θα μπορούμε,


και να μας βοηθήσουνε, μετά να σηκωθούμε.


————————


Μόνο εάνε βάλομε, το νου μας να δουλέψει,


και κάνομε υπομονή, θα βρει τη λύσ’ η σκέψη.


—————————–


Πόλεμος είναι ρε παιδιά, κι απού θα πολεμήσει,


με όπλο την υπομονή, αυτός θα τον κερδίσει.


—————————–


Ετούτη η κατάσταση, χωρίς λεφτά και γκίνια,


δεν αντιμετωπίζεται, με ξόρκια και με γκρίνια.


—————————–


Δε βγαίνει το πανί βρακί, όλοι μας το θωρούμε,


και για να βρούμε τσ’ άκρες του, πρέπει να στριμωχτούμε.


—————————–


Χωρίς δουλειά και δανεικά, η κρίση δε μας βγαίνει,


με γκρίνιες και με καθισό, πιο μακριά πηγαίνει.


—————————–


Με κάρτες και με βερεσέ, να πάρομε χαμπάρι,


αν συνεχίσει η ζωή, διάολος θα μας πάρει.


—————————–


Πιάστε στρωθείτε στη δουλειά, κι αφήσετε τσι γκρίνιες,


μη φτάσομε στον περεστέ, να μασε φτούν’ οι μύγιες.


—————————–


Και όποιος πέφτει στον γκρεμό, τα κόκαλά ντου σπούνε,


κι ανέ φωνιάζ’ είναι βαθιά, και δεν τονε γροικούνε.


—————————–


Κι ανέ γλιτώσει τελικά, σιγά – σιγά θ’ αρχίσει,


το σώμα ντου ανέ μπορεί, να συναρμολογήσει.


—————————–


Πού ‘ναι κομμάτι δύσκολο, και χρόνο θα του πάρει,


και θα πηγαίνει πιο αργά, κι απ’ το κουτσό μουλάρι.


—————————–


Και κούτσα – κούτσα άμα βγει, να πάει στο παζάρι,


δε θα σιμώνει άθρωπος, και τζάμπα να τον πάρει.


—————————–


Οι πάντες θα τον έχουνε, του κλώτσου και του μπάτσου,


κι όπου πηγαίνει θα γροικά: «από κοντά μου χάσου».


—————————–


Μ’ άμα τ’ αφήσ’ ένας Λαός, ετσα να καταντήσει,


να μην τον θέλει άθρωπος, καλιά ν’ αυτοχτονήσει.


—————————–


Γι’ αυτό ισάτε μπρε παιδιά, και θα μας βγούνε πέρα


μετά τη μαύρη σκοτεινιά, θά ‘ρθει κι η άσπρη μέρα.


—————————–


Ελάτε να γυρίσομε, τη σκοτεινή σελίδα


και την απογοήτεψη, να κάνομε ελπίδα.


Αλέκος Δαριβιανάκης
π. βουλευτής του ΠΑΣΟΚ