Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Ανασκαλνώντας:Ο παππου-Ντώνης του Κολινδρού

Για τα γεγονότα της ιστορίας μας,ας μιλούν καλύτερα αυτοί που έχουν κάτι να πουν...
κι όχι αυτοί που κάτι θέλουν να δείξουν...



Διαβάστε ένα σπάνιο,συγκλονιστικό και πάρα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό ντοκουμέντο του 1974 που "τσιμπήσαμε" ψάχνοντας παντού για την ιστορία του χωριού μας κι αναφέρεται σε έναν Κολινδρινό πρόγονό μας.
Τον παππού Ντώνη Πλιάμη.
Επειδή κατά την απόδοση του κειμένου στη Νεοελληνική γλώσσα μας,παρουσιάστηκαν ορισμένα λαθάκια λόγω του ότι το κείμενο είναι γραμμένο στη παλιά Δημοτική μας γλώσσα κι επειδή δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος σήμερα για να διορθωθούν,στο τέλος του κειμένου σας παραθέτουμε το κείμενο ατόφιο σε φωτοτυπία,όπου κάνοντας ένα κλικ πάνω του με το ποντίκι σας μεγεθύνει και διαβάζεται άνετα.
Καλή ανάγνωση...

Ο πιο μικρός πολεμιστής στην Επανάσταση του 1878
πέθανε εφέτος 97 χρονών


ΠΑΝΕ μήνες πιά άπό τότε πού, τόν Απρίλη αυτής της χρονιάς, ό Κολινδρός ξεπροβόδισε τόν «παππού» του. Γιατί πραγματικά, ό Αντώνης Πλιάμης κόντευε πιά νά τά έκατοστηση. Και Ήταν οχι μόνον ό γεροντότερος του Κολινδρου, μά κι αυτός πού ηξευρε τις πιό συναρπαστικές ιστορίες. "Αλλωστε η ϊδια η ζωή του ήταν μιά ίστορία.
Δεν είχε συμπληρώσει καλά - καλά τους τρεις μήνες της ζωή του όταν ξέσπασε η επανάσταση τοΰ 1878. Ό Ίδιος την έζησε, μά βέβαια δεν την θυμόταν. Μιλούσε όμως γι' αυτήν όπως άκουγε άπό τά πρώτα του βήματα. Γιατί ό Ίδιος, μωρό μηνών, πήρε μέρος στην φοβερή μάχη των Αγίων Πάντων μέσα στό... σελάχι τον καπετάν Ζαρκάδα. Αυτές τις αναμνήσεις του παπποΰ - Ντώνη κράτησε ό συνεργάτης της «Μ.Ζ.» στον Κολινδρό Αντώνης Σπ. Κάνουρας καΐ τις μεταδίδει όπως ακριβώς τις σημείωσε άπό τά χείλη τοΰ γέροντα. "Ελεγε ό Αντώνης Πλιάμης:
»Γεννήθηκα τέλος Δεκεμβρίου τοΰ 1877. Τόν Φεβρουάριο τοΰ επομένου έτους είχαμε μεγάλο αναβρασμό στον Κολινδρό καΐ όλοι περίμεναν πώς κάτι θά γινόταν, για νά λευτερωθούμε. Πραγματικά, ο μεγάλος μας δεσπότης ο Νικόλαος Λούσης πού τακτικά ερχόταν στό σπίτι μας συγκέντρωσε μιά μέρα όλους τους Κολινδρινούς καΐ τους μίλησε πώς ήρθε ή ώρα νά λευτερωθούμε. Τόν πήραν στά χέρια οι δικοί μας καΐ μέ ζητωκραυγές τον γύριζαν στους δρόμους. Ή ανταρσία ήταν πλέον γεγονός.
"Αρχισαν νά οπλίζωνται μέ λίγα όπλα πού μάς έστειλαν, μέ άλλα πού είχανε στα σπίτια τους καΐ άλλοι μέ τσεκούρια, τσαπιά, ακόμη καΐ μέ ξύλα κρανίτκα (κρανιάς) . Πήγαν νά κάψουν καΐ τό Λυμπάνοβο γιατί είχε Τούρκους, άλλά βρήκαν πολύ στρατό τουρκικό πού ειχε έρθει άπό τήν Θεσσαλονίκη.
«Γύρισαν ξανά στον Κολινδρό, οπού είχαν μαζευτή και άλλοι άπό τήν γύρω περιοχή καΐ είχε έρθει καΐ ή προσωρινή κυβέρνηση μέ τόν Κοροβάγκο καΐ μαζεύτηκαν όλοι στή Μητρόπολη καΐ κάνανε συμβούλιο. Είχε έρθει καΐ ένα γράμμα άπό τόν πρόξενο άπό τήν θεσσαλονίκη, τόν Βατικιώτη, πού έλεγε ότι, επειδή κινήθηκε πολύς στρατός τουρκικός γιά τόν Κολινδρό και επειδή μπορούσαν νά χτυπήσουν τόν Κολινδρό μέ τά κανόνια πού κουβαλούσαν μαζί τους, κατά τή γνώμη του, όσοι μπορούσαν νά κρατήσουν όπλα, νά φύγουν στα βουνά και νά μείνουν οί προύχοντες μέ τά γυναικόπαιδα νά παραδοθούν. Ό δεσπότης είπε νά κάψουν τήν Μητρόπολη καΐ νά φύγουν στα βουνά όσοι μπορούν. "Οσοι δέν μπορούν νά μείνουν. Οι περισσότεροι ΚολινδρινοΙ πήραν απόφαση νά τόν ακολουθήσουν. "Ετσι καΐ έγινε. Άφοΰ έγινε δοξολογία στον "Αγιο Γεώργιο, έβαλε φωτιά στήν Μητρόπολη, βγήκαν όλοι μαζί στή «Φούντα» καΐ μέσα σέ ζητωκραυγές, όπως ο Γερμανός σήκωσε τήν σημαία στήν Πελοπόννησο στήν Αγία Λαύρα, έτσι καΐ αυτός σήκωσε στήν Μακεδονία στή «Φούντα». Λίγοι μόνον έμειναν πίσω. "Ολοι οί άλλοι ακολούθησαν τόν Δεσπότη μέσα στά βουνά, στό κρύο καΐ στά χιόνια. Ήταν 22 Φεβρουαρίου 1878'
»Μαζί μέ όλες τΙς οίκογένειες ήταν καΐ ή δικιά μας. Μέ κουβαλούσε ή μάνα μου στήν αγκαλιά. "Ολοι ήταν φορτωμένοι μέ ό,τι μπορούσαν. Ή μάνα μου όμως ήταν αδύνατη. Κουράστηκε στό δρόμο και δέν μπορούσε νά περπατήση. Κάθησε κάτω νά πεθάνη μαζί μου ή νά μάς φάνε οί λύκοι και τά τσακάλια μέσα στό δάσος. Μερικοί της είπαν νά άφήση μόνο του τό μωρό. "Αλλοι προσπάθησαν νά τήν βοηθήσουν. Δέν ήξερε τί νά κάνη. Τά είχε χαμένα. «"Οχι θά πεθάνω μαζί μέ τό μωρό μου» λέει. Εκείνη όμως τή στιγμή περνά ο καπετάν Ζαρκάδας. "Αρπάζει τό μωρό στήν αγκαλιά του και τό βάζει στό σελάχι — δηλαδή έμενα. Και διατάζει τή μάνα μου νά προχώρηση μέ τά άλλα γυναικόπαιδα.
Γλύτωσα.
»ΑύτοΙ τράβηξαν κατά τό Γαλακτό. Ό καπετάν Ζαρκάδας μέ τόν καπετάνιο τού Κολινδρου Μπατραλέξη και τά άλλα παλληκάρια τράβηξαν για τους "Αγίους Πάντες. Μαζί τους φυσικά και έγώ. Στους "Αγίους Πάντες έρχεται πολύς στρατός τουρκικός. Γίνεται μάχη φοβερή. Τά παλληκάρια χτυπούν μέ λύσσα τούς Άγαρηνούς. Φωνάζουν άγρια γιά τή λευτεριά. Μαζί μέ τΙς φωνές τους ανακατεύεται καΐ τό δικό μου κλάμα, όπως έλεγε αργότερα δ καπετάν Ζαρκάδας. Αναγκάζονται νά τραβηχτούν προς τό Γαλακτό. Μερικές γυναίκες πέφτουν στό γκρεμό γιά νά γλυτώσουν άπό τους Τούρκους καΐ σκοτώνονται. Ό καπετάν Ζαρκάδας βρίσκει τή μάνα μου στό Γαλακτό, μέ βγάζει άπό τό σελάχι του και μέ παραδίδει. Αυτοί συνεχίζουν τούς αγώνες στά βουνά. Τά γυναικόπαιδα τά διατάζουν νά γυρίσουν ξανά στον Κολινδρό. Αλλά δέν γύρισαν όλοι. Αλλοι ακολούθησαν τόν δεσπότη και μερικοί έμειναν γιά πάντα στά βουνά. Σάν τίμημα γιά τήν λευτεριά. Έγώ στάθηκα τυχερός καΐ άντεξα. Γύρισα πίσω στόν Κολινδρό στήν αγκαλιά των δικών μου πού αν μπορούσα νά νοιώσω τότε θά άκουγα τήν καρδιά τους πού χτυπούσε μέ λύσσα κατά των τυράννων. Γυρίσαμε ταπεινωμένοι άπό τήν αποτυχία νά ελευθερώσουμε τήν Μακεδονία μας, άλλά περήφανοι γιατί κάναμε τό καθήκον μας».