Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Φαλάκρα: Πού οφείλεται και πώς αντιμετωπίζεται;

Ένας στους δύο άνδρες όλων των ηλικιών και μία στις τέσσερις γυναίκες έχουν ανδρογενετικού τύπου αλωπεκία (φαλάκρα), με τους τρεις στους δέκα άνδρες να
την εκδηλώνουν από τα 30 τους χρόνια και τις γυναίκες κυρίως μετά την εμμηνόπαυση.
Η φαλάκρα χαρακτηρίζεται από σταδιακή αραίωση των μαλλιών και πιστεύεται ότι οφείλεται σε συνδυασμό ορμονικών και γενετικών παραγόντων, αν και η ακριβής αιτία δεν είναι γνωστή. Σίγουρο θεωρείται ότι έχει κληρονομικό υπόβαθρο και  υπεύθυνα θεωρούνται κυρίως τα γονίδια που ρυθμίζουν την ορμονική παραγωγή.
Όπως εξηγεί ο Δρ. Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος (Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική), μελέτες έχουν δείξει ότι η ανδρογενετικού τύπου αλωπεκία σχετίζεται με την επίδραση ορμονών (ανδρογόνα, ειδικά η διυδροτεστοστερόνη) στους θυλάκους των τριχών, σε άτομα με γενετική προδιάθεση. Η γενετική προδιάθεση επηρεάζει όχι μόνο το αν θα χαθούν τα μαλλιά, αλλά και την ηλικία έναρξης της τριχόπτωσης και την ταχύτητά της.
Κάθε άνθρωπος διαθέτει στο κεφάλι του συγκεκριμένο αριθμό τριχών οι οποίες κυμαίνονται από 80.000 έως 120.000. Κάθε τρίχα έχει τρεις φάσεις ζωής (την αναγενή, την καταγενή και την τελογενή) και κύκλο ζωής 3-6 χρόνια. Όταν πέσει, αντικαθίσταται από νέα. Έτσι, όλοι οι άνθρωποι χάνουν καθημερινά 50-100 τρίχες από τα μαλλιά τους και κάθε 3-6 χρόνια έχει αντικατασταθεί όλο το τριχωτό του κεφαλιού τους, ενώ η απώλεια παρουσιάζει και εποχιακή διακύμανση (συνήθως είναι εντονότερη κατά το φθινόπωρο και την άνοιξη).
Όταν η απώλεια υπερβαίνει τις 100 τρίχες την ημέρα και οι τρίχες δεν επανεμφανίζονται, καθώς και όταν δεν έχει εποχιακή διακύμανση, τότε είναι παθολογική και σταδιακά οδηγεί σε αραίωση του τριχωτού, η οποία επιστημονικά λέγεται αλωπεκία.
Η ανδρογενετικού τύπου αλωπεκία αρχίζει στους άνδρες με απώλεια μαλλιών από τους κροτάφους και το πάνω μέρος του κεφαλιού και στις γυναίκες συνήθως αρχίζει με «υποχώρηση» της γραμμής των μαλλιών στο μέτωπο και στους κροτάφους.
Η αραίωση φθάνει μέχρι την πλήρη απώλεια της τριχοφυΐας, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί σε ορισμένα σημεία του κεφαλιού (συνήθως στους κροτάφους) ή και σε όλο το κεντρικό τμήμα του κεφαλιού (απομένουν μαλλιά μόνο γύρω από τα αυτιά και στο πίσω μέρος του κεφαλιού).
Όλ’ αυτά, όμως, δεν συμβαίνουν σε μία νύχτα, αλλά σε βάθος χρόνου, καθώς η φαλάκρα είναι ένα πρόβλημα που εξελίσσεται βαθμιαία και δεν εμφανίζεται απότομα.
«Το σημαντικό για την αντιμετώπισή της είναι να αρχίζει νωρίς η θεραπευτική παρέμβαση, δηλαδή πριν υπάρξει σημαντική απώλεια μαλλιών» τονίζει ο Δρ. Μιχελάκης. «Αυτό προϋποθέτει ότι με τις πρώτες υποψίες θα γίνει έλεγχος από τον δερματολόγο ιατρό, ώστε να αποκλειστούν οι άλλες μορφές αλωπεκίας, όπως η γυροειδής αλωπεκία ή η διάχυτη αλωπεκία, που έχουν εντελώς διαφορετικές αιτίες και επομένως αντιμετώπιση. Η γυροειδής, για παράδειγμα, έχει κληρονομική προδιάθεση, μπορεί να συνυπάρχει με αυτοάνοσα νοσήματα, ενώ ρόλο στην εμφάνισή της μπορεί να παίξουν ορμονικές ή/και νευροψυχικές διαταραχές». 
Για να γίνει η διάγνωση, ο δερματολόγος λαμβάνει ένα αναλυτικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό  και υποβάλλει τον ασθενή σε μία ειδική δοκιμασία έλξης (pull test) κατά την οποία τραβά απαλά από συγκεκριμένα σημεία του κεφαλιού και με ειδικό τρόπο λίγες τρίχες για να δει πόσες θα βγουν. Το τεστ αυτό τον βοηθά να καθορίσει το στάδιο της διαδικασίας απώλειας των μαλλιών. Σε γενικές γραμμές, όταν το άτομο χάνει πάνω από 5 τρίχες σε κάθε τράβηγμα, πάσχει από παθολογική τριχόπτωση.
Ο γιατρός μπορεί επίσης να συστήσει αιματολογικές εξετάσεις, που μπορεί να αποκαλύψουν ιατρικές καταστάσεις που συνδέονται με την τριχόπτωση (π.χ. θυρεοειδοπάθειες), να πάρει με μικροαπόξεση μικρό δείγμα από το δέρμα του κρανίου ή λίγα μαλλιά από τον ασθενή για να εξετάσει τις ρίζες των μαλλιών (με αυτό τον τρόπο θα δει αν τυχόν η τριχόπτωση οφείλεται σε λοίμωξη) και να εξετάσει μικροσκοπικά τα μαλλιά (για να εντοπίσει πιθανές διαταραχές του στελέχους της τρίχας).
«Όταν η τριχόπτωση οφείλεται στην κλασική ανδρογενετικού τύπου αλωπεκία, μπορούμε να χορηγήσουμε φαρμακευτική θεραπεία, καθώς είναι εγκεκριμένα δύο φάρμακα γι’ αυτήν, η μινοξιδίλη (minoxidil) και η φιναστερίδη (finasteride)» λέει ο Δρ. Μιχελάκης. «Η μινοξιδίλη είναι ένα αγγειοδιασταλτικό φάρμακο το οποίο εφαρμόζεται τοπικά, σε μορφή διαλύματος ή αφρού για επάλειψη, και διεγείρει την ανάπτυξη της τριχοφυΐας σε άνδρες και γυναίκες, κυρίως στην κορυφή του κεφαλιού. Ωστόσο η χρήση της κατά την κύηση και τη γαλουχία πρέπει να αποφεύγεται. Όσον αφορά τη φιναστερίδη, αυτή είναι ορμόνη της κατηγορίας των αντιανδρογόνων, που λαμβάνεται από το στόμα και ενδείκνυται μόνο για την αντιμετώπιση της κοινής φαλάκρας σε άνδρες. Η φιναστερίδη δρα εμποδίζοντας την παραγωγή διυδροτεστοστερόνης από τον οργανισμό».
Τα φάρμακα αυτά επιδρούν όταν έχει αρχίσει μεν η αραίωση του τριχωτού, αλλά δεν έχει υπάρξει ακόμα πλήρης απώλεια των μαλλιών. Έχουν υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας, αλλά μόνο για όσο καιρό λαμβάνονται, ενώ μπορεί να χρειαστούν λίγοι μήνες μέχρι να φανούν τα αποτελέσματά τους.
Ειδικά όσοι κάνουν τοπική θεραπεία με μινοξιδίλη πρέπει να ξέρουν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουν το προϊόν 24 ώρες πριν ή μετά τη χρήση βαφής, περμανάντ ή μάσκας μαλλιών.
«Οι ασθενείς που χρησιμοποιούν κάποιο από τα δύο φάρμακα, πρέπει να ενημερώσουν άμεσα τον δερματολόγο τους αν παρουσιάσουν τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες, γιατί μπορεί να πρέπει να διακόψουν τη χρήση τους ή να τροποποιήσουν τη δόση τους», τονίζει ο Δρ. Μιχελάκης.
Για όσους έχουν χάσει σημαντικό μέρος των μαλλιών τους, μία λύση μπορεί να είναι η μεταμόσχευση μαλλιών με διάφορες μεθόδους. Η πιο συνηθισμένη είναι λήψη τριχοθυλακίων από μία περιοχή μόνιμης τριχοφυΐας του κεφαλιού και τοποθέτηση στις περιοχές απ’ όπου έχουν χαθεί τα μαλλιά. Αυτού του είδους η αυτομεταμόσχευση είναι αποτελεσματική εφ’ όσον υπάρχουν σημεία στο κεφάλι με πυκνή τριχοφυΐα, ειδάλλως μπορεί να γίνει μεταμόσχευση τεχνητών μαλλιών.
Για τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε άλλες θεραπείες, πρόσθετη επιλογή είναι η χρήση περούκας στα σημεία με την μεγάλη αραίωση των μαλλιών, γιατί  παρόλο που η τριχόπτωση δεν είναι απειλητική για τη ζωή, αποτελεί πηγή μεγάλης ψυχικής επιβάρυνσης για πολύ κόσμο.