Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Η Χαναναία Και Τα Λίγα Ψίχουλα Αγάπης

ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




1.   Η ΧΑΝΑΝΑΙΑ

Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ  Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα:

Λυπήσου με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ! Η κόρη μου φρικτά υποφέρει από σκληρό δαιμόνιο!
«Κακῶς δαιμονίζεται».

Σπαρακτική ακούστηκε από μακριά η κραυγή. Ήταν μια γυναίκα Χαναναία, που είχε βγει από το χωριό της και με χέρια απλωμένα ικέτευε…

Ο Κύριος, που ακόμα και στον παραμικρό αναστεναγμό έσκυβε πάντα πρόθυμα με καλοσύνη, εδώ ούτε που γύρισε το βλέμμα. Με τη θεϊκή Του σκέψη κάτι άλλο, μεγαλύτερο από μια απλή θεραπεία προγραμμάτιζε. Γι’ αυτό ακριβώς κι εξακολουθούσε ατάραχα να βαδίζει στον απόμερο εκείνο δρόμο κοντά στα «μέρη Τύρου καί Σιδῶνος». Ο όμιλος των μαθητών, που Τον περιστοίχιζε, γέμισε με απορία.

Στο μεταξύ η δύστυχη μάνα επαναλάμβανε την κραυγή της πάλι και πάλι:

— «Υἱέ Δαυΐδ», ρίξε μια ματιά και στο δικό μου πόνο! «Ἐλέησόν με»!

Καμιά απόκριση. Ο Κύριος αργά μα σταθερά απομακρυνόταν με φαινομενική αδιαφορία.

Ωστόσο, στις σπαραξικάρδιες εκκλήσεις της Χαναναίας δεν άντεξαν οι μαθητές. Πήραν το θάρρος να παρέμβουν. Κύκλωσαν με αγωνία το Διδάσκαλο τους και «ἠρώτων αὐτόν». τον παρακαλούσαν ένθερμα. Τον πολιορκούσαν.

— «Ἀπόλυσον αὐτήν», Διδάσκαλε. Κάνε της το καλό, να φύγει, «ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Δε φαίνεται να σταματήσει τις ικετευτικές κραυγές ξοπίσω μας. Κρίμα είναι…

Κοφτά και σοβαρά τους απάντησε ο Χριστός:

— «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Εγώ αποστολή έχω να περιμαζέψω τα πρόβατα του εκλεκτού λαού. Δεν είναι δυνατόν ν’ ασχολούμαι με άλλους.

Στο μεταξύ όμως, να που τους πρόφθασε τρέχοντας και παρακαλώντας η πονεμένη μάνα. Τους έκοψε το δρόμο, καθώς ρίχτηκε με άπειρη ευλάβεια μπροστά στα πόδια του Κυρίου, και έμεινε εκεί πεσμένη, «προσεκύνει», λέγοντας:

— «Κύριε, βοήθει μοι».

Τι σπαραγμό, στ’ αλήθεια, έκρυβε η μικρή αυτή φράση! Αλλά ο Χριστός μας έμεινε αμετάπειστος στη φαινομενική ψυχρότητά Του.

— Δεν είναι καθόλου σωστό — της είπε — να πάρει κανείς το ψωμί από τα παιδιά του, για να το ρίξει στα σκυλάκια. Εσείς οι Εθνικοί δεν είστε παιδιά του Θεού. Έχετε παραστρατήσει. Επομένως μη ζητάτε τις ίδιες ευλογίες που απολαμβάνει ο λαός Του.

Πάγωσαν όλοι. Καημένη μάνα! Πρέπει να φύγεις άπρακτη κι εξουθενωμένη. Είναι ώρα να αναλυθείς σε κλάμα γοερό ή να ξεσπάσεις σε παράπονα… Αλλά όχι! Η Χαναναία δε λύγισε, δεν προσβλήθηκε, δεν αγανάκτησε από την παιδαγωγία. Με περισσότερη θερμότητα τώρα, με πιο βαθιά ταπείνωση, ευλάβεια και πονεμένη συστολή επέμεινε στο αίτημά της λέγοντας:

— «Ναί, Κύριε». Όπως το λες είναι. «Κυνάρια» είμαστε, όχι παιδιά Σου, και δεν έχουμε δικαιώματα στον «ἄρτον τῶν τέκνων». Κάποια ψίχουλα όμως που πέφτουν από το τραπέζι «τῶν κυρίων», κάποιες ελάχιστες ευλογίες από την πλούσια χάρη Σου, σαν σκυλάκια ταπεινά που τριγυρνούμε παρακλητικά στα πόδια Σου, μπορούμε να ελπίζουμε. Δεν μμπορούμε;

— «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!», αναφώνησε ο Χριστός. Έχεις πίστη αξιοθαύμαστη! Επέμεινες. Δε λύγισες μπροστά σε καμιά δοκιμασία. Λοιπόν «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ας γίνει όπως ακριβώς το επιθυμείς.

Και πραγματικά. Από εκείνη τη στιγμή, «ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης», γιατρεύτηκε η κόρη της οριστικά.


2.   ΛΙΓΑ ΨΙΧΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣ

Τω 1958 σε στίχους του Κώστα Βίρβου και Μουσική του Σταύρου Τζουανάκου κάνει την εμφάνισή του ένα γνωστό σε όλους τραγούδι, το «Λίγα ψίχουλα Αγάπης». Το ντουέτο που το ερμηνεύει είναι αυτό του Σταύρου Τζουανάκου που έγραψε και την μουσική και της Έφης Νερούτσου. Ιδού οι στίχοι του:

Δε θέλω πλούτη να μου δώσεις και παλάτια
δε θέλω λούσα <όπως άλλες που γυρνάς>
λυπήσου μόνο της καρδιάς μου τα κομμάτια
και πες μου λίγο τη φτωχή πως μ’ αγαπάς

Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω
κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω

Αυτά τα λίγα ψίχουλα κι αν θα μου τάξεις
σου τα πληρώνω με οποιαδήποτε τιμή
και θα τα πάρω κι αν ακόμα τα πετάξεις
όπως πετάνε σ’ ένα σκύλο το ψωμί

Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω
κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω

Αν στο τραγούδι ετούτο εξαιρέσει κανείς τέσσερις μόλις λέξεις, τα λόγια δηλαδή «όπως άλλες που γυρνάς» σαφώς και βλέπει να αποτυπώνεται στην λαϊκή ψυχή η διδαχή του ευαγγελικού λόγου ή μάλλον καλύτερα η θεωρία της γνήσιας αγάπης προς το πρόσωπον του Σωτήρος ή του πλησίον εν γένει.
Η γνήσια αγάπη δεν έχει να κάνει με την ανταπόδοσιν του προσώπου το οποίο αγαπά κανείς. Δεν αγαπά κανείς τον άλλο γιατί γνωρίζει ότι θα του προσφέρει εκείνος παλάτια και λούσα. Όταν αγαπά κανείς γνήσια και αληθινά τότε λίγα ψίχουλα αγάπης του είναι αρκετά.


Κι όλα αυτά τα λέγω σήμερα ανήμερα της ημέρας που δήθεν ένας ξενόφερτος «άγιος» ορίζει να δίνουμε στον άλλο για να του δίξουμε την αγάπη μας.

http://www.filologos-hermes.