φορολογητέα ύλη να αυξηθεί, και η παραοικονομία να περιορισθεί αλλά, και οι πραγματικοί αγρότες να μην πονέσουν, επιχειρεί αυτές τις μέρες η κυβέρνηση, σαν αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των θεσμών.
Έστω και κάπως αργά οι κυβερνητικοί επιτελείς δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η ουσιαστική συζήτηση για τον τρόπο φορολόγησης των αγροτών όπως και για την ανάγκη να αυξηθούν μέσα από αντικειμενικά δεδομένα οι ασφαλιστικές εισφορές προς τον ΟΓΑ, μπορεί να είναι μια καλή ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό του τρόπου λειτουργίας της συγκεκριμένης αγοράς, χωρίς απαραίτητα το βάρος αυτής της προσπάθειας να πέσει αποκλειστικά και μόνο στους ώμους των επαγγελματιών του αγροτικού χώρου. Παρ’ ότι είναι νωρίς για να προσδιορισθεί με σαφήνεια η σχολή σκέψης που θα επικρατήσει και το μοντέλο φορολόγησης που θα υιοθετηθεί, ήδη, αρκετοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι υπάρχει τρόπος ώστε η κυβέρνηση να έχει και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη ζύμωση της συγκεκριμένης προσέγγισης, έχει γίνει αρκετή δουλειά αυτή τη φορά και από τα επιτελεία των άλλων κομμάτων του φιλοευρωπαϊκού τόξου, με τη βοήθεια βέβαια, έμπειρων τεχνοκρατών που μπροστά στο ενδεχόμενο η Ελλάδα… να χάσει το τρένο, ευαισθητοποιήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση της προσφοράς πολύτιμης τεχνογνωσίας.
Πυρήνα της ιδέας που καλλιεργείται και της οποίας τη σύλληψη πρώτη παρουσίασε η Agrenda με το πρωτοσέλιδο της 25ης Ιουλίου, είναι η αφαίρεση από το φορολογητέο εισόδημα των αγροτών του αντικειμενικού κόστους προσωπικής εργασίας που απαιτείται από τους αρχηγούς των εκμεταλλεύσεων και τα μέλη των οικογενειών τους.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση με το πνεύμα της οποίας δεν δείχνουν να διαφωνούν οι εκπρόσωποι των θεσμών, καθώς εκτιμούν ότι η καταγραφή των πραγματικών αναγκών κάθε αγροτικής εκμετάλλευσης σε ανθρωποώρες απασχόλησης μπορεί να βάλει μέσα στο παιχνίδι της επίσημης οικονομίας μεγάλο μέρος της αδήλωτης εργασίας.
Αρκεί να αναφερθούν δύο νούμερα. Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας που καταγράφεται με βάση τα σημερινά δεδομένα υπολογίζεται σε 357 εκατ. ευρώ περίπου, ενώ το πραγματικό κόστος εργασίας που απαιτείται για την κατάλληλη υποστήριξη των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κάθε μορφής (φυτική, ζωική κ.α.) με κάποιους πρώτους υπολογισμούς υπερβαίνει το ποσό των 3,5 δισεκ. ευρώ (βλέπε σχετικούς πίνακες). Και μπορεί μια απλοϊκή σκέψη να λέει ότι, κάπως έτσι, το σύνολο των αγροτών θα καθίστανται αφορολόγητοι, ωστόσο, μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση γέρνει πως την άποψη ότι το δημοσιονομικό κέρδος μιας τέτοιας καταγραφής μπορεί να είναι σημαντικό. Πρώτον γιατί, όπως αναφέρθηκε κλείνει το δρόμο της «μαύρης εργασίας» και της παραοικονομίας σε έναν μεγάλο αριθμό συντελεστών της αγροτικής παραγωγής, δεύτερον γιατί εισάγει ένα νέο και σύγχρονο πνεύμα δομής και οργάνωσης των εκμεταλλεύσεων και τρίτον γιατί η έκταση διαχείρισης αυτού του «εργαλείου» και η επιρροή του στο φορολογητέο εισόδημα μπορεί να τύχει μιας κάποιας εκλογίκευσης αναλόγως και των πραγματικών δεδομένων.
Από την άλλη πλευρά, η συγκεκριμένη καταγραφή συνιστά αφετηρία για μια διαφορετική προσέγγιση και στο θέμα των ασφαλιστικών εισφορών που θα κληθούν να καταβάλλουν όχι μόνο οι αγρότες αλλά και οι κάθε είδους εποχικοί ή μη απασχολούμενοι στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Όπως έχει επίσης καταγράψει η Agrenda, εδώ η βασική ιδέα είναι, από τη στιγμή που θα είναι διαθέσιμος ο αντικειμενικός προσδιορισμός των αναγκών απασχόλησης κάθε είδους εκμετάλλευσης, να καθορίζεται ανάλογα και το επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών που θα πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εκτός από τους ιδιοκτήτες που θα χρεώνονται αναλογικά του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων το κόστος των εισφορών, σημαντική ενίσχυση θα προσφέρεται στα ταμεία του ΟΓΑ και από τους εποχικούς ή μόνιμους αγρεργάτες που υποχρεωτικά σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να δηλώνονται.
Έμπειρα στελέχη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης τονίζουν πάντως ότι μια ευρύτερη αναπροσαρμογή του φορολογικού συστήματος στον αγροτικό τομέα, θα μπορούσε να επιφέρει και διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν διαπιστωθεί αλλά κανένας μέχρι τώρα δεν τολμούσε να θέσει σε εφαρμογή. Η αδήλωτη αγροτική εργασία για παράδειγμα, η μη έκδοση τιμολογίων αγοράς που συντηρούν την φοροδιαφυγή και το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, η διακίνηση προϊόντων χωρίς παραστατικά, είναι ορισμένα από τα θέματα που συντηρούν τα σημερινά επίπεδα παραοικονομίας και καλλιεργούν την επίμονη άρνηση των περισσότερων αγροτών να συμμετέχουν σε συλλογικές μορφές δράσης. Η αναγνώριση της αυτοαπασχόλησης, όπως και η θέσπιση του τεκμαρτού ενοικίου αγροτικής γης με την κατάλληλη επεξεργασία, μπορούν να αποτελέσουν κεντρικούς άξονες στην λειτουργία του αγροτικού χώρου και να εισφέρουν απίστευτα στην αναδιοργάνωση της αλυσίδας παραγωγής, στον περιορισμό του μαύρου χρήματος και στην προσέγγιση νέων δυνατοτήτων άσκησης αγροτικής πολιτικής που μέχρι σήμερα δεν είχε στη διάθεσή της η κεντρική διοίκηση.