Η άνοδος των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων στη διακυβέρνηση της χώρας, οι «σκληρές διαπραγματεύσεις» των τελευταίων μηνών καθώς και η κατάληξή τους, το τρίτο και πιο
απεχθές μνημόνιο, αποδεικνύουν χωρίς καμιά αμφιβολία πως η πολιτική των μνημονίων, δηλαδή η με άμεσους και έμμεσους τρόπους δραστική μείωση μισθών και συντάξεων, ο περιορισμός των κοινωνικών παροχών, η ανατροπή των εργασιακών δικαιωμάτων και η μεταφορά στον ιδιωτικό τομέα δημόσιων επιχειρήσεων που μπορούν να αποφέρουν κέρδη είναι μονόδρομος εντός του ευρωπαϊκού-καπιταλιστικού πλαισίου όπου κινούμαστε και πως οι αστικές κυβερνήσεις είτε ηθελημένα είτε αθέλητα είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν αυτό το μονόδρομο ανεξαρτήτως προεκλογικών δεσμεύσεων ή «εντολών» που δόθηκαν από το εκλογικό σώμα. Με άλλα λόγια, ο κυρίαρχος λαός που εκφράζει τη θέλησή του με τις εκλογές, δεν είναι και τόσο κυρίαρχος και η «εντολή» του να ανατραπούν τα μνημόνια και η «λιτότητα» πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων.
Αυτοί που στήριξαν τις ελπίδες τους για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και για μια καλύτερη ζωή στα «αντιμνημονιακά» κόμματα και στην ανατροπή των μνημονίων που τους υποσχέθηκαν τα κόμματα αυτά διαψεύστηκαν πλήρως. Μαζί μ' αυτούς όμως διαψεύστηκαν κι αυτοί που είπαν ΝΑΙ στα μνημόνια και στις μνημονιακές πολιτικές, γιατί αποκαλύφτηκε πως οι κυρίαρχες δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν ούτε και αυτές οι ίδιες περιθώρια για αποκλίσεις από τις πολιτικές που ακολουθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και είναι υποχρεωμένες εκ των πραγμάτων να απορρίπτουν ηπιότερα μέτρα και εναλλακτικές πολιτικές και να απαιτούν επιτακτικά ακόμα σκληρότερα μέτρα για να προωθηθεί η πολιτική τους.
Οι υποτιθέμενες «σκληρές διαπραγματεύσεις» των τελευταίων μηνών καθώς και η κατάληξή τους, το τρίτο μνημόνιο, αποδεικνύουν πως πολιτικές προτάσεις για το σήμερα μέσα στο πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε για να αποφευχθούν τα κακά που μας βρήκαν και να μην έρθουν και χειρότερα δεν υπάρχουν, μαγικά δεν γίνονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεχτούμε τις καλές του προθέσεις και μια στοιχειώδη γνώση γι αυτά που είχε να αντιμετωπίσει, μαγικά πήγε να κάνει για να αποφευχθεί η «λιτότητα» μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ, αλλά φυσικά τα μαγικά δεν του βγήκαν, γιατί η «ανταγωνιστικότητα» και η καπιταλιστική ανάκαμψη καθώς και η «λιτότητα» και τα «σκληρά μέτρα» που τις στηρίζουν είναι η πεμπτουσία της ευρωπαϊκής πολιτικής, που φυσικά κανείς δεν είναι διατεθειμένος να την εγκαταλείψει, γιατί η εγκατάλειψη της πολιτικής της «λιτότητας» και των «σκληρών μέτρων» ισοδυναμεί με παραίτηση από την ανταγωνιστικότητα και την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, αποδεχόμενος την Ευρωπαϊκή προοπτική και το Ευρώ, αυτή την πολιτική ακολουθεί, μόνο που την καπιταλιστική ανάκαμψη τη λέει σκέτα ανάπτυξη ή ανάκαμψη, ενώ την ανταγωνιστικότητα αν δεν τη λέει ανταγωνιστικότητα, τη λέει ανασυγκρότηση της οικονομίας, που σημαίνει ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και ιδιαίτερα της λεγόμενης «υγιούς επιχειρηματικότητας» ώστε να γίνει ανταγωνιστική. Ούτε πραξικόπημα, ούτε εκβιασμός, ούτε δυσμενής μεταχείριση φυσικά υπήρξε σε βάρος της χώρας μας και της κυβέρνησής της, όπως μας λένε. Τι έγινε; Απλά, με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, με τα προαπαιτούμενα που αποφασίστηκαν και με το τρίτο μνημόνιο στο οποίο συμφώνησαν, προωθήθηκε η από όλες τις πλευρές αποδεκτή πολιτική της ανταγωνιστικότητας και της ανάκαμψης των κερδών των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω.
Επομένως, η αποδοχή και η προώθηση του τρίτου μνημονίου από την «αριστερή» κυβέρνηση αποδεικνύει πως στερείται ουσιαστικά νοήματος το αίτημα για μια πολιτική πρόταση εντός του υπάρχοντος πλαισίου με βάση την οποία θα αποφευχθεί η φτωχοποίηση που προωθείται από τις πολιτικές των μνημονίων ή τις πολιτικές που επικεντρώνουν στην έξοδο από το Ευρώ. Τέτοια πολιτική πρόταση δεν υπάρχει και μετά την παταγώδη αποτυχία των «σκληρών διαπραγματεύσεων» του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπάρξει και γι αυτό φυσικά και δεν υπάρχει ουσιαστικά αστική πολιτική δύναμη που να προτείνει κάτι διαφορετικό από τη λεγόμενη «λιτότητα» των μνημονίων ή τη «λιτότητα» της εξόδου από το ευρώ, δηλαδή κάτι διαφορετικό από τη δραστική μείωση μισθών και συντάξεων, τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών, την ανατροπή των εργασιακών δικαιωμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» με τις οποίες προωθούνται ουσιαστικά όλα τα προηγούμενα.
Η πολιτική της «λιτότητας» μέσω των μνημονίων στην οποία έχουν καταλήξει όλα τα αστικά κόμματα, από Νέα Δημοκρατία και ΑΝΕΛ μέχρι ΣΥΡΙΖΑ και «Αριστερές Πλατφόρμες», σε όλες της τις παραλλαγές, είτε με μνημόνια, είτε με δραχμή, είτε με διάφορα μίγματα «ισοδύναμων μέτρων» προσπαθεί να κρύψει το βασικότερο και ουσιαστικότερο, τη γενικευμένη καπιταλιστική κρίση που πλήττει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Οι θιασώτες των μνημονίων, παλιοί και νέοι, παρουσιάζουν τη «λιτότητα», τα σκληρά μέτρα σε βάρος των εργαζόμενων και τις «μεταρρυθμίσεις» που υποτίθεται πως πρέπει να γίνουν ως τις αναγκαίες και απαραίτητες «θυσίες» και ως τους απαραίτητους και αναγκαίους συμβιβασμούς για να μπορέσει η οικονομία, η πραγματική οικονομία, να ανακάμψει, να γίνουν επενδύσεις και να αντιμετωπιστούν έτσι τα μεγάλα προβλήματα της ύφεσης, της ανεργίας και της υποβάθμισης του επιπέδου ζωής των εργαζομένων. Μεγαλύτερη παραπλάνηση από αυτή δεν θα μπορούσαν να επινοήσουν. Όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο δεν είναι τοπικά φαινόμενα που οφείλονται σε αποκλειστικά τοπικά αίτια, που επομένως αν εξαλειφθούν σε τοπικό επίπεδο μπορεί η χώρα να επανέλθει στην ανάπτυξη. Όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο είναι συνέπειες της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης που πλήττει όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και που εκδηλώνεται σε κάθε χώρα με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την παραγωγική βάση που έχει διαμορφωθεί στην κάθε χώρα. Δεδομένης λοιπόν της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης που είναι σε εξέλιξη χωρίς καμιά προοπτική για γενικευμένη ανάκαμψη σε διεθνές και τοπικό επίπεδο οι ελπίδες για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και η επαναφορά στα προ κρίσης επίπεδα είναι παντελώς αβάσιμες. Πραγματική ανάκαμψη των οικονομιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της χώρας μας δεν μπορεί να υπάρξει. Το μόνο που μπορούν να πετύχουν με τις προωθούμενες σε ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο μνημονιακές πολιτικές είναι προσωρινές και αναιμικές ανακάμψεις της οικονομίας που επιτυγχάνονται αποκλειστικά και μόνο στη βάση των μειώσεων των μισθών, της ανατροπής των εργασιακών δικαιωμάτων και των ιδιωτικοποιήσεων.
Η οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι εργαζόμενοι και το ακόμα χειρότερο αύριο που μας περιμένει κι εμάς και τα παιδιά μας είναι το αποτέλεσμα των επιλογών που έγιναν και των πολιτικών που ασκήθηκαν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες και φυσικά των επιλογών που έγιναν και των πολιτικών που ασκήθηκαν την εποχή των μνημονίων, των δύο πρώτων μνημονίων από τους παλιούς μνημονιακούς και του τρίτου μνημονίου από τους νέους μνημονιακούς. Οι νέοι μνημονιακοί του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ εξομοιώθηκαν πλήρως με τους παλιούς και με τη συνεργασία και τη στήριξη των παραδοσιακών μνημονιακών της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού φόρτωσαν τους εργαζόμενους με το τρίτο μνημόνιο. Αυτά τα δεινά που μας βρήκαν ως χώρα και ως λαό θα τα υποστούμε στο ακέραιο και θα συνεχίσουμε να τα υφιστάμεθα μέχρι να αποφασίσουμε να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση που τα επιφέρει.
Το αδιέξοδο λοιπόν για τους εργαζόμενους της χώρας μας και γενικά για τους εργαζόμενους όλων των ευρωπαϊκών χωρών είναι πλήρες. Καλούνται να αποδεχτούν σε κάθε περίπτωση τη φτωχοποίησή τους και τη γενικότερη παρακμή των κοινωνιών τους στο όνομα της καπιταλιστικής ανάκαμψης, της ανταγωνιστικότητας και των κερδών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες καθήκον όλων των εργαζόμενων, είτε αυτών που στήριξαν τους «αντιμνημονιακούς, είτε αυτών που στήριξαν τους μνημονιακούς, είναι να σκεφτούν χωρίς προκαταλήψεις όλα τα πραγματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών, να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και να αποφασίσουν αν θα αποδεχτούν την είτε με τον ένα τρόπο (μνημόνιο) είτε με τον άλλο τρόπο (GREXIT) φτωχοποίηση, όχι μόνο τη δική τους, αλλά και των παιδιών τους, και αν αποφασίσουν πως δεν την αποδέχονται να αποφασίσουν να στηρίξουν το άλλο δρόμο, το δρόμο της προόδου, το δρόμο μιας καλύτερης ζωής, το δρόμο μιας άλλης εξουσίας, το δρόμο της σοσιαλιστικής προοπτικής που συνοψίζεται στα εξής: Μονομερής διαγραφή του χρέους, έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ, κοινωνικοποίηση των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας, συνεργασία με όλους και με όλες τις χώρες στη βάση του αμοιβαίου οφέλους.
Αυτή η πρόταση δεν είναι πρόταση για το αύριο, είναι πρόταση για το σήμερα και η μόνη προϋπόθεση για την προώθησή της είναι η ενεργή στήριξή της από τους εργαζόμενους. Αυτή η ευλογημένη και προικισμένη χώρα που έχουμε την τύχη να κατοικούμε έχει τόσες πλουτοπαραγωγικές πηγές που σε συνδυασμό με την εργασία των παιδιών της μπορεί να μεγαλουργήσει.