του Ακύλα Μήλλα, ιστορικού – συγγραφέα
Βαθιά μεσάνυχτα έφταναν τα νέα στο στρατόπεδο του κυρ Μιχαήλ Παλαιολόγου πέρα εκεί στο Μετεώριον. Ο Αλέξιος Κομνηνός ο Στρατηγόπουλος έλεγαν, από παραπυλίδα αφύλαχτη που βρήκαν οι θεληματάριοι στα πέριξ της Θεοτόκου της Πηγής, μπήκε στην Πόλη, κατέλαβε τους Πύργους και έδιωξε τους Φράγκους. Πρώτη έμαθε τα νέα η Ευλογία, η αδελφή του αυτοκράτορα, που έσπευσε στον κοιτώνα του αυτοκράτορα: “Κατέσχες ω! βασιλεύ την Κωνσταντινούπολιν”» του έκραξε.
«Ανάστηθι! Ο Χριστός σοι εχάρισε την Κωνσταντινούπολιν»
«Ανάστηθι! Ο Χριστός σοι εχάρισε την Κωνσταντινούπολιν»
Λίγες μέρες αργότερα ο Μιχαήλ Παλαιολόγος με τους παλατιανούς και την κούρτη όλη εγγύς των Βλαχερνών, στρατοπέδευσε στη μονή Κοσμιδίου και την 15η Αυγούστου του 1261, ανήμερα της Παναγιάς, πραγματοποιήθηκε η όντως «θεοπρεπέστατη» και «βασιλικωτάτη» διά της χρυσής πύλης θριαμβική είσοδος των Βυζαντινών. Προτού ξεκινήσουν, «αφ΄υψηλού των πύργων» ο Γεώργιος Κλειδάς, μητροπολίτης Κυζίκου, εξεφώνησε «γεγωνύια η φωνή» ευχές που επ΄ευκαιρία είχε συνθέσει ο Γεώργιος Ακροπολίτης.
«Κατά την εκφώνησιν δ΄εκάστης, γινομένου διαλείμματος μικρού, ο αυτοκράτωρ αποβάλλων την καλύπτραν αυτού έπιπτε χαμαί γονυκλινής και μετ΄ αυτού όλον το παριστάμενον αναρίθμητον πλήθος. Ότε δε ο διάκονος εσήμαινε την ανέγερσιν, πάντες ανιστάμενοι εβόων εκατοντάκις ‘’ Κύριε ελέησον’’.
Της πομπής προπορευόταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας και ακολουθούσε ο βασιλεύς πεζός μετά της Αυγούστης και των μεγιστάνων και μετά αυτούς σύμπας ο συρρεύσας λαός. Βάδισαν έτσι μέχρι της Μονής του Στουδίου, όπου εναπόθεσαν την εικόνα στα χέρια του ηγουμένου και, έφιπποι πλέον, πορεύτηκαν στην Αγιά Σοφιά, όπου τέλεσαν δοξολογία.
Η μεγαλόπρεπη αυτή πομπή αποτυπώθηκε σε αυτοκρατορικό μολυβδόβουλο που εικονίζει τον Μιχαήλ ολόσωμο, με διβητήριο και λώρο, να υψώνει στα χέρια του την εικόνα της Παναγιάς, ενώ τα χρυσά υπέρπυρα που έκοψε λίγο αργότερα, έφερναν εγχάρακτη στη σκυφωτή τους όψη τη δεόμενη Θεοτόκο τη Βλαχερνίτισσα, περιστοιχισμένη από τα τείχη και τους πύργους της Βασιλεύουσας.
«Κατά την εκφώνησιν δ΄εκάστης, γινομένου διαλείμματος μικρού, ο αυτοκράτωρ αποβάλλων την καλύπτραν αυτού έπιπτε χαμαί γονυκλινής και μετ΄ αυτού όλον το παριστάμενον αναρίθμητον πλήθος. Ότε δε ο διάκονος εσήμαινε την ανέγερσιν, πάντες ανιστάμενοι εβόων εκατοντάκις ‘’ Κύριε ελέησον’’.
Της πομπής προπορευόταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας και ακολουθούσε ο βασιλεύς πεζός μετά της Αυγούστης και των μεγιστάνων και μετά αυτούς σύμπας ο συρρεύσας λαός. Βάδισαν έτσι μέχρι της Μονής του Στουδίου, όπου εναπόθεσαν την εικόνα στα χέρια του ηγουμένου και, έφιπποι πλέον, πορεύτηκαν στην Αγιά Σοφιά, όπου τέλεσαν δοξολογία.
Η μεγαλόπρεπη αυτή πομπή αποτυπώθηκε σε αυτοκρατορικό μολυβδόβουλο που εικονίζει τον Μιχαήλ ολόσωμο, με διβητήριο και λώρο, να υψώνει στα χέρια του την εικόνα της Παναγιάς, ενώ τα χρυσά υπέρπυρα που έκοψε λίγο αργότερα, έφερναν εγχάρακτη στη σκυφωτή τους όψη τη δεόμενη Θεοτόκο τη Βλαχερνίτισσα, περιστοιχισμένη από τα τείχη και τους πύργους της Βασιλεύουσας.
Η Παναγία η Μουχλιώτισσα, ο μόνος ναός της Πόλης που παραμένει στα χέρια των χριστιανών
Χριστός ένθρονος – Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος και ο γιος του Ανδρόνικος Β’ στεφόμενοι από το Χριστό
Η θαυμαστή εκείνη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας η ιστορημένη διά χειρός του Ευαγγελιστή Λουκά, φυλασσόταν στην ομώνυμη μονή των Οδηγών, που είχε ανεγείρει περίλαμπρη ο Μιχαήλ ο Μέθυσος, στη θέση παλαιότερου ναού στα χρόνια της Πουλχερίας. Τα ερείπια του καθολικού της, κτίσματος εξαγώνου, ήρθαν στο φως το 1923 από Γάλλους αρχαιολόγους και σώζονται πλάι στις στρατιωτικές αποθήκες και πλησίον των Μαγγάνων, μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της Προποντίδας όπου και η ομώνυμη θαλάσσια, μοναστηριακή παραπυλίδα της Οδηγήτριας.
Την εικόνα, που μετά την απεγνωσμένη εκείνη λιτανεία που έγινε στα τείχη του Αγίου Ρωμανού είχαν εναποθέσει οι υπερασπιστές της Πόλης στην πλησίον μονή της Χώρας, κατατεμάχισαν οι στρατιές των Γενιτσάρων «χωρίσαντες εις τέσσερα» κατά τον Δούκα, «και γυμνώσαντες του πολλού αυτής κόσμου».
Την εικόνα, που μετά την απεγνωσμένη εκείνη λιτανεία που έγινε στα τείχη του Αγίου Ρωμανού είχαν εναποθέσει οι υπερασπιστές της Πόλης στην πλησίον μονή της Χώρας, κατατεμάχισαν οι στρατιές των Γενιτσάρων «χωρίσαντες εις τέσσερα» κατά τον Δούκα, «και γυμνώσαντες του πολλού αυτής κόσμου».
Εκατόν είκοσι Θεομητορικές εκκλησίες
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ