Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ - Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο Κάστρο του Πλαταμώνα

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου
στο Κάστρο του Πλαταμώνα

Στο Φεστιβάλ Ολύμπου


Μια εξαιρετική συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν οι φίλες και φίλοι του ταλαντούχου ερμηνευτή την Τετάρτη 13 Αυγούστου στο Κάστρο του Πλαταμώνα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 43ου Φεστιβάλ Ολύμπου. 


Πλήθος κόσμου άρχισε από νωρίς να συρρέει στον ιερό χώρο του Κάστρου, ώστε, έως την ώρα την παράστασης, η κοσμοσυρροή να είναι τόσο μεγάλη που κατακλύζεται  όλη η προσβάσιμη έκταση, από τη σκηνή μπροστά έως ψηλά τα τείχη. Μαγεία όλη η ατμόσφαιρα: τα φώτα της σκηνής, το φωτισμένο Κάστρο σαν θεϊκό ανάκτορο κρεμάμενο στον ουρανό, η θάλασσα καθρέφτης του νυχτερινού ουρανού, και εμπρός των θεατών ο Άγιος Παντελεήμων, το χωριό με την πανοραμική του θέα.

Αρχίζουν τα όργανα να παίζουν, ακούγεται δυναμική η μουσική τους και σε λίγο η φωνή του μεγάλου ερμηνευτή να τραγουδά για τον Τρίτο Παγκόσμιο, στίχοι του Γιάννη Νεγρεπόντη και μουσική του Μάνου Λοΐζου «Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φράνς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς … αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τανκς… ποτέ τους δε διάβασαν Μαρξ, ιδέα δεν είχαν για τραστ και για κραχ… Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ στρατιώτες τους πήραν στον πόλεμο παν…». Και αρχίζουν αμέσως τα σφυρίγματα και το ζητοκραυγάσματα.

«Καλώς τους! Καλώς βρεθήκαμε!» χαιρετίζει τους θεατές ο Παπακωνσταντίνου.  «Τι ωραία που ναι εδώ πάνω! Πρώτη φορά έρχομαι. Και ήθελα να ευχαριστήσω γι’ αυτό τους εθελοντές που ακόμα προσπαθούν να διατηρήσουν πολιτισμό». Με μερική δόση αστεϊσμού θα προσθέσει: «Τούτο δω είναι το 43ο Φεστιβάλ του Ολύμπου και απορώ πώς δεν το είχα εγκαινιάσει εγώ, για τρία χρόνια με προλάβατε. Τα πιο πολλά τα έχω εγκαινιάσει». Συνεχίζει τον λόγο του εξηγώντας τον λόγο που άρχισε με το παραπάνω συγκεκριμένο τραγούδι. Γιατί «πριν 40 χρόνια, από το καλοκαίρι του 1974, που μ’ αυτό το τραγούδι μπήκα στα σπίτια σας και σας ευχαριστώ… με τη φωνή μου βέβαια… και σας ευχαριστώ για τη σαραντάχρονη φιλοξενία». Εκφράζει τη διαπίστωση ότι «τα πράγματα από τότε βαίνουν πάντα προς το χειρότερο και δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον. … όποιος έχει ένα φιλότιμο και μία συνείδηση θα πρέπει να δηλώνει πάντα «παρών»».



Συνεχίζει με ένα καινούργιο ακυκλοφόρητο τραγούδι που αναφέρεται στη σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, την τόσο εξόφθαλμη, κατά τα λεγόμενά του, το «Χαίρε Υπουργέ», ένα πολύστιχο τραγούδι του οποίου τους στίχους των κουπλέ έγραψε ο Απόστολος Μπουλασίκης, ενώ τους στίχους στα ρεφρέν τους έγραψαν «τα χρόνια στα μνημόνια»: «Χαίρε υπουργέ της ανεξαρτησίας, Χαίρε υπουργέ της πατριδογνωσίας, Χαίρε υπουργέ της μιντιοκρατίας, Της έννομης της βίας, της αποικιοκρατίας…».

Και με ειρωνικό τρόπο αναζητά τις κάμερες. «Παντού είναι οι κάμερες. Αλλά δεν πρέπει να μας φοβίζει κάτι τέτοιο. Είναι για την προστασία μας. Πρέπει ανά πάσα στιγμή να ξέρουν που βρισκόμαστε, για να μας προστατέψουν. Έτσι, λοιπόν, εγώ νιώθω πολύ προστατευμένος. Από παντού! Τέτοια προστασία! Από δω, από κει, από μπροστά και κυρίως από πίσω». Έτσι, αφιερώνει το επόμενο τραγούδι στον σύγχρονο «Μεγάλο Αδελφό και… τις αδελφές του».  God bless America (Ο Θεός ευλογεί την Αμερική» είναι ο τίτλος του τραγουδιού και «God bless America, μια στιγμή να στεγνώσει το αίμα. God bless America, θα γλιτώσεις κι εσύ, αν θα δεις την αλήθεια σαν ψέμα…». Και η ειρωνεία είναι ευδιάκριτη και στην ερμηνεία του τραγουδιού, μέσα από το χρώμα της φωνής του. Ακολουθεί το «Μπολερό» από τον δίσκο του «Πορτραίτο Νο. 1» του 2011: «Αυτά που έχω αρνηθεί τα συναντώ σε μια στροφή του άδειου δρόμου, στη προσευχή ενός παιδιού, στην αγκαλιά του σκοταδιού και στ’ όνειρο μου», το «Μπουμ»: «Έπειτα απ' το μεγάλο μπουμ χίλιοι φακοί να κάνουν ζουμ, πλάνα ωραία της καταστροφής με φωτιές και σάρκες να τραφείς», η «Πρέβεζα»: «Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα. Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης, πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα», το «Φοβάμαι»: «Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα...», το «Κουρσάρος»: «Στην άσφαλτο κουρσάρος με καράβι τη μοτοσυκλέτα… Στα 18 σου έσπασες τα φρένα, ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα… Μονάχος χάραμα, χάραμα στη λεωφόρο  και περιμένεις ασθενοφόρο, από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος….». Όλα τους τραγούδια με ιστορία, πολύστιχα, μακροσκελή. Και στα ρεφραίν το πλήθος των θεατών τραγουδά μαζί του και όρθιο αναπηδά στους μουσικούς ρυθμούς.  Τα παλαμάκια στο τέλος κάθε κομματιού «δίνουν και παίρνουν».



Η ιστορία ενός μουσικού, στη συνέχεια, που «ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και να τον φέρει στα  μέτρα του, ενώ ο κόσμος τον πάει στα δικά του τα μέτρα». Είναι μια αληθινή ιστορία, σε στίχους του Άλκη Αλκαίου και μουσική του Σταμάτη Μεσημέρη, το «Πόρτο Ρίκο»: «Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου: Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του. Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά κλεισμένοι δρόμοι, κλέφτες και αστυνόμοι αγάπα το κελί σου, του παν, κι ύστερα έξω πιο μόνος μα γελούσε ακόμη».

Και πώς ήταν δυνατόν να λείπει το «Τσε» του 1974, σε στίχους και μουσική του Μάνου Λοΐζου: «Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα. Μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα. Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές. Απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές. Απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές  στην καρδία τους. Τσε Γκεβάρα». Το επόμενο αιτιολογεί την προτροπή του ερμηνευτή «ποτέ μην φορέσετε άσπρη καμπαρντίνα», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική του Χριστόφορου Κροκίδη, με ρεφραίν «Μόνο η βροχή ξέρει μόνο η βροχή ξέρει και λέει τραγούδι βουβό. Μόνο η βροχή κλαίει μόνο η βροχή κλαίει μ’ ένα τραγούδι μισό...».   Να γιατί οι φίλοι του Παπακωνσταντίνου γράφουν: «Βασίλη, είσαι άπαιχτος. Όταν τραγουδάς, κεντάς στο στίχο και την μουσική. Γι' αυτό πάντα θα ξεχωρίζεις από όλους....».



Αλλά ποιος δεν τραγούδησε και δεν αγάπησε τη «Στέλλα», τους στίχους του Γιώργου Οικονομέα και μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη: «Και γω σου λέω Στέλλα, στην αγκαλιά μου έλα να κοιμηθείς. Είναι μεγάλη η μέρα, αδέσποτη σαν σφαίρα και θα χαθείς». Ακολουθεί η «Βικτώρια», στίχοι του Άλκη Αλκαίου, του 1991: «Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά, εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά». Και αυτό μια ολόκληρη αφήγηση! Για την ερμηνεία αυτού του κομματιού γράψανε: «μοναδικό, ασύλληπτο, κάθε φορά που το ακούω δακρύζω και ανατριχιάζω... μερικοί άνθρωποι είναι ξεχωριστοί. Σ’ ευχαριστώ, Βασίλη, που με συγκινείς ακόμα».
«Οι ψυχές και οι αγάπες» του 1997 με την υπέροχη μελωδία κερδίζουν τους παρισταμένους: «Οι ψυχές και οι αγάπες σιαμαίες αυταπάτες, όμοιες σαν άσπρα πλήκτρα, σαν φωτάκια μες τη νύκτα, βρίσκουν σώματα παρθένα στη συνήθεια πουλημένα με φιλιά τα εξαγνίζουν τους χαρίζονται». Με τον τρόπο του τους ξεσηκώνει όλους να τραγουδήσουν μαζί του, τουλάχιστον στο ρεφραίν. Εξάλλου, είναι πολύ δύσκολο σε τέτοια τραγούδια να θυμάται κανείς όλους τους στίχους. Και αυτό είναι εκπληκτικό για τον Βασίλη, ειδικά σε τόσο ταχύ ρυθμό.



Επαινεί τους συνεργάτες του, μας αφήνει για λίγο μαζί τους και «υπόσχεται πολλά πολλά περισσότερα, μόλις γυρίσει». Ακούστηκαν τραγούδια από τη Μαίρη Μπρόζη, η οποία έπαιζε υπέροχο βιολί στην πολύ απαιτητική μουσική του Παπακωνσταντίνου που εντυπωσίασε το κοινό, η Φρόσω Στυλιανού και ο Γιάννης Αυγέρης με την κιθάρα του. Για 20 λεπτά μας διασκέδασαν και επέδειξαν τα δικά τους τάλαντα! Έτσι ο χρόνος κύλησε γοργά. Και πάλι στη Σκηνή ο μεγάλος ερμηνευτής σφεντόναμε τη «Σφεντόνα», ένα τραγούδι απόλυτα ταιριαστό με τον ίδιο: «Σαράντα χρόνια έφηβος πλέον μισό αιώνα, το καλοκαίρι άσπριζα, μαύριζα τον χειμώνα».

Και έρχεται κατόπιν ο «Μαύρος γάτος» του 1984 σε στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου: «Ήταν ένας γάτος μαύρος πονηρός κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός… Αχ καημένε γάτο μου την έχεις πια βαμμένη του έθνους τα λαγωνικά στην έχουνε στημένη». Τελικά ο Βασίλης είναι «παντοτινή μουσική» και όχι «κάτι τη στιγμής». Έχει αυτό που κάνει όσους τον ακούν να λένε «Βασίλη, σ’ αγαπάμε!».

«Άσε με να κάνω λάθος. Μην μου λες πως είν’ ντροπή, άσε με να βρω μονάχος ποιο το τέλος ποια η αρχή»,  σε στίχους και μουσική του Ανδρέα Τσιλιφώνη, ξεσηκώνει τους «επιρρεπείς» νέους. Εξάλλου και ποιος δεν αισθανόταν νέος εκείνο το βράδυ! 

Ακολουθούν το «Όλα από χέρι καμένα», το οποίο έδωσε την αφορμή στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να πει «δεν υπάρχουν πρόστυχες λέξεις, υπάρχουν πρόστυχα μυαλά. Και όσοι απαντούν ειλικρινά μπορούν να απαντούν με όποιες λέξεις θέλουν», το «τολμηρό» στον τίτλο «Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω», αφού όπως λένε και στίχοι του τραγουδιού «Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω, έτσι μου είπαν λόγω τιμής, μαζί τους είμαστε κι εμείς μαζί σας είμαστε κι εμείς». Σειρά έχει το «Venceremos» (θα νικήσουμε»), στίχοι του Νικόλα Άσιμου: «Ξέρουμε πως είναι ψέμα μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα. Δες θα φτιάχνουμε στιχάκια να περπατάν σαν καβουράκια. Πλάγια κι ακριβά τα χάδια, φως αχνό μες στα σκοτάδια. Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ Venceremos, Venceremos».

Πόσο ζεστή, πηγαία και αισθησιακή, συνάμα εκρηκτική, η φωνή του στο «Βράδυ Σαββάτου» του 1992: «Βράδυ Σαββάτου κι η μοναξιά του να με γυρίζει σαν σκυλί στις γειτονιές, βράδυ Σαββάτου κι η συννεφιά του να με τυλίγει από παντού χωρίς να φταις…». Στίχοι αληθινοί, που μας θυμίζουν «αυτόν που ψάχνουμε», που σε ταξιδεύουν…!

Οι στίχοι του «William George Allum» «Εγνώρισα κάποια φορά σ' ένα καράβι ξένο έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή, όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή…» σε στίχους του Νίκου Καββαδία, είναι μια αληθινή ιστορία και ο μεγάλος μουσικός το ερμήνευσε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, συνδυάζοντας τραγούδι και  αφήγηση.

«Ελάτε να μαλακώσει λίγο η ψυχή μας», ήταν τα λόγια του, «Είναι Αύγουστος!». Και το καταφέρνει με το «Πάρε με πάρε με μέσα σου να κρυφτώ σαν να μην έζησα πριν απ' το βράδυ αυτό… όχι πως έχω το κλειδί του παραδείσου μα σ' αγαπώ κι αυτό νομίζω είναι κάτι!». Αυτές τις αλλαγές κάνει και από εκρηκτικός γίνεται ερωτικός! Και όλοι λικνίζονται και αγκαλιάζουν τα ταίρια τους! Και το ένα «πάρε»  φέρνει το άλλο: «πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου, μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώ… Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ…», μουσική του Μάνου Λοΐζου. Και ήρθε η πεθυμιά «Να κοιμηθούμε αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά μας και στων φιλιών τη μουσική ρυθμό να δίνει η καρδιά μας», στίχοι που γεννούν μέσα μας την ανάγκη να ερωτευτούμε και να μας ερωτευτούν! Δυνατός ο ερωτικός λόγος του! Εκπληκτική η εκφραστικότητά του, τρομερός ο δυναμισμός του! τραγουδά το κομμάτι με τον μοναδικό δικό του ανεπανάληπτο τρόπο! Πάθος που βγαίνει και από τους στίχους και από τη φωνή και από τον συνδυασμό αυτών των δύο! Ένα πάθος ενδεικτικό του πάθους του ίδιου για τη μουσική! «Πριν το τέλος», στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική του Lucio Battisti, «Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ». Πάντα εδώ είναι ο Βασίλης, ο αιώνια έφηβος!



Και μετά τον ερωτισμό ξαναγυρίζει στο «χαίρε υπουργέ», για να αποσπάσει συνεχές δυνατό χειροκρότημα! Συνεχίζει με τον στρατιώτη «Το εμβατήριο που του μαθα να λέει, είναι φασιστικό και ντρέπεται να κλαίει, είναι φασιστικό και ντρέπεται να κλαίει, το εμβατήριο που του 'μαθαν να λέει» και όλοι σηκώνονται όρθιοι και ανυψώνοντας τα χέρια τους τραγουδάνε μαζί του. Ξεσηκώνονται κυριολεκτικά! Ωστόσο, ο Βασίλης βρίσκει τρόπο να τους ενθαρρύνει: «Κράτα ρε φίλε γερά κράτα ρε φίλε γερά…». Στέλνει τα «Χαιρετίσματα στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι, παίρνω την κιθάρα μου και τραγουδάω, σας αγαπάω μα δεν παντρεύομαι».

Και το τέλος της εκδήλωσης φτάνει. Χειροκροτήματα, σφυρίγματα, κραυγές, χαμός! Φωνάζει κάποια παιδάκια να ανέβουν στη σκηνή και να καθίσουν δίπλα του. Θέλει να δώσουμε τη σκυτάλη σ’ αυτά τα παιδιά «χωρίς να τα διδάξουμε. Θα τα βρουν μόνοι τους. δεν χρειάζεται να είμαστε επαΐοντες σε όλα. Θα ήθελα να πούμε καληνύχτα μ’ ένα τραγούδι που θυμάμαι ότι ανήκει στον Πολιτισμό μας … μιλώ για τους ποιητές μας, το μόνο που δεν θα μπορέσουν να πάρουν αυτοί οι βάρβαροι απ’ έξω είναι ο πολιτισμός μας, γιατί δεν θα το καταλάβουν ποτέ έτσι και αλλιώς. Και, επειδή εμείς θέλω να συνεχίσουμε να είμαστε υπερήφανος λαός και να μην ζητάμε ελεημοσύνη, αλλά να απαιτούμε οπωσδήποτε δικαιοσύνη. Ελάτε να τραγουδήσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη  σε Οδυσσέα Ελύτη. Σας παρακαλώ ΟΡΘΙΟΙ!». Και έτσι όλοι επί ποδός, όρθιοι, με το κεφάλι ψηλά και τα παλαμάκια να κρατούν το ρυθμό, τραγουδούν μαζί του! Τιμής ένεκεν το παραθέτω ολόκληρο:

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!

Ένας γνήσιος καλλιτέχνης έχει πάντα έναν τρόπο να ξεχωρίζει! Έδωσε με τη βραδιά αυτή τον ορισμό της «περήφανης Αντίστασης» και της  «Δικαιοσύνης».
ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ! Ήταν τα αποχαιρετιστήρια λόγια του, βγαλμένα απ’ την καρδιά του.  Σωρός, λοιπόν, οι λόγοι που μας κάνουν να αγαπάμε τόσο πολύ τον καλλιτέχνη τούτον και να  επιθυμούμε να τον ακούμε για χρόνια, να φιλοξενούμε τη φωνή του στα σπίτια μας! Φωνή που μας κάνει να ανατριχιάζουμε, γιατί ο Παπακωνσταντίνου μιλά με τους στίχους του, με τις κινήσεις των χεριών του και  ολόκληρου του κορμιού του!

Δυο λόγια από εκείνους που το θαυμάζουν και ξέρουν το γιατί: «Βασίλη σε αγαπάμε, γιατί όταν τραγουδάς όλοι μένουν με ανοιχτό το στόμα από τη φωνάρα σου, το τρόπο σου και, πάνω απ’ όλα, δεν είσαι υποκριτής με τον κόσμο!! ΣΕ ΑΓΑΠΑΜΕ!»

Ευαγγελία Ράπτου - Στεργιούλα, Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας -  Δρ. Παν. Αιγαίου