Κριτική
43ο Φεστιβάλ Ολύμπου
Αφιέρωμα στον Χρήστο Νικολόπουλο
Της Ευαγγελίας Ράπτου – Στεργιούλα
Την Πέμπτη 14 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 43ουΦεστιβάλ Ολύμπου πραγματοποιήθηκε το αφιέρωμα στον Χρήστο Νικολόπουλο. Οι εξαίρετοι καλλιτέχνες Κώστας Μακεδόνας, Γιώτα Νέγκα, Δημήτρης Μπάσης και Σοφία Παπάζογλου ερμήνευσαν μεγάλες λαϊκές επιτυχίες του λαϊκού δημιουργού με τη συνοδεία 8μελούς ορχήστρας και, βέβαια, και την παρουσία του ίδιου του συνθέτη και απέσπασαν τα πιο εγκάρδια χειροκροτήματα.
Τα φώτα χαμηλώνουν στον χώρο των θεατών και δυνάμωσαν στον ορχηστικό, όπου οι 8 μουσικοί έχουν ήδη πάρει τις θέσεις τους και αρχίζουν να παίζουν το εισαγωγικό μουσικό κομμάτι της βραδιάς μόνοι τους. Κεντρικό πρόσωπο στη σκηνή ο μεγάλος τιμώμενος συνθέτης με το μπουζούκι του. Και ενώ τα χειροκροτήματα των θεατών τους καλωσορίζουν, ανανεώνονται πάραυτα, καθώς στη σκηνή εισέρχονται οι τέσσερις τραγουδιστές και αρχίζουν το μουσικό ταξίδι με το «Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 2000 μ.Χ» του 1993, τίτλος που χαρακτήρισε το ξεκίνημα ενός αιώνα δεμένος αρμονικά με μια από τις ωραιότερες μελωδίες του Χρήστου Νικολόπουλου. Στίχοι υπέροχοι και εκφραστικοί του «Θόδωρου Ποάλα «Μ’ ένα ταξίδι στο μυαλό, τα ‘ριξα όλα στο βυθό και βγήκα στον αιώνα. Λευκό πανάκι η καρδιά και το κορμάκι μου μπροστά γυμνό σε μια γοργόνα. Καπετάνιος ο καημός, δύσκολος καιρός…». Με άρωμα θάλασσας και το επόμενο, στίχοι του Λ. Παπαδόπουλου, «Όλα μου τα καράβια που αρμενίζουνε, τα μάτια σου που λάμπουν και με ζαλίζουνε. Όλα μου τα καράβια μέσα στα κύματα τα πρώτα της καρδιάς μου γλυκοσκιρτήματα».
Ο τιμώμενος συνθέτης χαιρετά το κοινό του και τον οικοδεσπότη του: «Καλησπέρα σας! Να ευχαριστήσουμε τον Οργανισμό Φεστιβάλ Ολύμπου για την πρόταση που μας έκανε να συμμετέχουμε στον κύκλο των πολύ καλών εκδηλώσεων που οργανώνει κάθε χρόνο», και απευθύνει λόγο ευχαριστήριο και στους θεατές και στους συνεργάτες του. Καταγόμενος από το χωριό Νησελούδι της γειτονικής Αλεξάνδρειας Ημαθίας, δηλώνει ιδιαίτερα χαρούμενος που βρίσκεται κοντά στα πάτρια εδάφη και τον ακούνε, μεταξύ άλλων, ο αδερφός του και οι φίλοι του και υπόσχεται ένα βράδυ χαρούμενο για όλους.
Το πρόγραμμα συνεχίζει «Στων αγγέλων τα μπουζούκια» εκεί «που είναι σαν τις μέρες τις βυζαντινές», που «Κάποιοι φίλοι μας τις νύχτες... παίζουν και πονούν και μας τραγουδούν τα μεράκια τους που δεν τα πιάνει ο νους».
Στη σκηνή μένει η Σοφία Παπάζογλου με τη χαρακτηριστική μελωδική φωνή της και ερμηνεύει με πάθος «Βήμα βήμα νιώθω πως θα γυρίσεις σαν το κύμα να με νανουρίσεις, μα τα βράδια όλα στο ίδιο χρώμα, γκρίζα πάντα και δεν ήρθες ακόμα», από τον προσωπικό δίσκο της Χ. Αλεξίου «Εμφύλιος Έρωτας» του 1984, λόγια που σε κάνουν «Πάνω σε κάθε στίχο» να «ακούς τα βήματα μιας αγάπης που ξεμακραίνει... Με βήμα μακρύ... και μνήμη τραγική...». Και την εξήγηση θα δώσει το επόμενο τραγούδι «Πρόσωπο με πρόσωπο ξανά τέτοια αγάπη κόσμους κυβερνά. Που μ’ αγκαλιάζει ακόμα… Και στης φωτιάς το στρώμα να πέσω είμ’ ικανή». Την αλήθεια, όμως, θα την πουν οι στίχοι του Μανώλη Ρασούλη «Αν πεθάνει μια αγάπη δεν πεθαίνει κι η ζωή, ό, τι πέρασε περνάει μα μπορεί ν’ αναστηθεί». Η ερμηνεύτρια, ωστόσο, διαλέγει τους στίχους του Ν. Αναγνωστάκη και ένα δικό της τραγούδι να πει μια άλλη αλήθεια: «Να μη σταθείς στης μοναξιάς μου τη σκιά κάθε της χάδι θα `ναι και μια μαχαιριά… να μη θυμώσει και αισθανθείς τον πανικό αυτόν που αισθάνονται οι τρελοί μες του μυαλού τους το κελί».
Στη σκηνή μπαίνει τρέχοντας ο Δημήτρης Μπάσης και απαντάει πως «Δεν έχει άκρη τούτη η αγάπη, είναι μια σφαίρα μες στο κορμί μου και με πονάει». Αλλά το παιχνίδι της ζωής σε λίγους στίχους είναι γραμμένο, στίχους του Άρη Δαβαράκη: «Λίγο αριστερά, λίγο δεξιά θα τη βρω την ευθεία τελικά. Λίγο μαγικά, λίγο μάγκικα θα τα βγάλω πέρα μια χαρά.… Λίγο ελεύθερος, λίγο δεύτερος ερωτεύομαι, κάνω παιχνίδι κι επιζώ. Λίγο ανέντιμος, λίγο έντιμος, όπως όλοι οι άνθρωποι κι εγώ». Πόσο δυναμικός ακούγεται ο ήχος της φωνής του! Πόσο ιδιαίτερη, ξεχωριστή, «λάμπουσα» και καθαρή! Και ερωτική, όταν ακούς από τα χείλη του «Είχα μάθει να `σαι εκεί κάθε πρωί να μου φέρνεις τον καφέ μ’ ένα φιλί. Είχα μάθει να μου δίνεις τα κλειδιά και να φεύγουμε μαζί για τη δουλειά. Είχα μάθει να σ’ ακούω να μιλάς να θυμώνεις, ν’ αγριεύεις, να γελάς. Είχα μάθει να ζηλεύεις σαν τρελή, να `σαι εκεί την κάθε δύσκολη στιγμή». Λέτε να είναι το «παράξενο Αυγουστιάτικο φεγγάρι» που μας κάνει και τα βλέπουμε όλα όμορφα; Αλλά τους στίχους κάνουμε ευχή «Παράξενο αυγουστιάτικο απογευματάκι, να μ’ έπαιρνες συγκάτοικο, αγκαλιά λιγάκι…». Απλώνεται η φωνή του και το ο νους μας κάνει όμορφες σκέψεις πλεγμένες με έρωτα και αισιόδοξο χαμόγελο! Ακούγοντας τη φωνή του ξεχνάς κάθε έγνοια και καημό, κάθε σκίρτημα οδυνηρό. Ακούγοντας αυτή την έκκληση στο αυγουστιάτικο φεγγάρι βιώνεις ένα παράξενο δέσιμο με το περιεχόμενο του τραγουδιού, ταυτίζεσαι μαζί του.
Σε λίγο η Γιώτα Νέγκα βγαίνει στη σκηνή, βλέμμα που μιλά με συναισθηματισμό, μια λαϊκή φωνή συμπαγής και καθαρή, άλλο ένα ξεχωριστό ποιοτικό μέταλλο. Και το πρώτο της τραγούδι η πρώτη μας παιδική αγάπη «Χωματένιοι δρόμοι κλέφτες κι αστυνόμοι κι ήσουν πάντα ο κλέφτης μάτια μου… Χρόνια από μετάξι σου κόλλαγε όλη η τάξη και με καρτερούσες μάτια μου… Χρόνια χελιδόνια που πετάξατε πού ‘ναι η ευτυχία που μου τάξατε…». Φωνή ζεστή, παθιάρικη με ευδιάκριτα «υψηλά» ξεσπάσματα. Και την σκηνική της παρουσία συμπληρώνει άψογα η κίνηση του σώματός της. Αλλά, όταν θα ερμηνεύσει τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου από τη «Διαθήκη» «εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά, εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα, εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια τα πουλιά», ο Νικολόπουλος θα ρωτήσει «Γι’ αυτή την ερμηνεία τι θέλει;» και της δίνει ένα επαινετικό φιλί. «Το πήρα το φιλάκι μου» θα απαντήσει εκείνη. Πράγματι, ήταν καταπληκτική η ερμηνεία. Η Γιώτα Νέγκα γνωρίζει να αγγίζει την ψυχή μας και να σκορπά το κέφι. Η ερμηνευτική της δεινότητα σε όλο της το μεγαλείο! Και θα πάει στο επόμενο ερωτικό τραγούδι, σε « Όλες του κόσμου οι Κυριακές, λάμπουν στο πρόσωπό σου... Τι χρώματα, τι μουσικές μες στο χαμόγελό σου!». Στίχοι του Λ Παπαδόπουλου που ανακαλούν έρωτες μοναδικούς, καθήμενους είτε στον θρόνο της μνήμης είτε στον θρόνο του ονείρου, με την προσδοκία του ονειρεμένου έρωτα!
Ο Κώστα Μακεδόνας τώρα στη σκηνή. Υποκλίνεται στον συνθέτη και πάραυτα αρχίζει το «Το ταξίδι αυτό που θα πάμε αγκαλιά, σε πελάγη βαθιά, με οδηγό την καρδιά. Θα `χει και βοριά, μα και νύχτες πανσέληνες να φωτίζουν τη δική μας στεριά. Το ταξίδι αυτό… μ’ οδηγό το φιλί! Καθάρια και μελωδική η φωνή του! Με το επόμενο τραγούδι «Έκανες το λάθος» στην ουσία μας προτρέπει να «πάμε μπροστά». Σε λίγο, ωστόσο, όλοι τραγουδάνε Στέλιο Καζαντζίδη «Υπάρχω κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω μέσ’ στα μάτια σου που κλαίνε, μέσ’ στα χείλη σου που καίνε και θα υπάρχω στα τραγούδια που θ’ ακούς… κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς». Και ύστερα γύρισμα στα παλιά, σε ένα έργο που «κάπου όλοι το ‘χουμε ξαναδεί»: «Ήμουν μικρό παιδάκι με καθαρή καρδιά, είχα τ’ όνειρό μου, το ποδήλατό μου κι όλα έμοιαζαν σωστά», τότε στα «δεκάξι, που όλα ήταν εντάξει, που είχαμε μια ζωή μπροστά…»! Με τέχνη ο μεγάλος ερμηνευτείς, μετά από κάθε μελαγχολικό στίχο, μας «ανεβάζει» έστω και με ένα ποδήλατο». Μας μιλά με τα τραγούδια του, όπως και το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Νταλάρα «Εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου στα λόγια τους θα βλέπω τη μορφή σου κι εσύ θα μου μιλάς με τη σιωπή σου», αφού, έστω και αν «χάνεται τ’ όνειρο το τραγούδι όμως μένει».
Ο Χρήστος Νικολόπουλος ξέρει να «υποχωρεί» για χάρη των συνεργατών του. Τους συνοδεύει διαρκώς, αλλά στέκεται παράπλευρα. Τους δίνει το «προβάδισμα», σαν αυτός να είναι ο καμβάς και εκείνοι με τις ερμηνείες τους το κέντημα. Στον ουρανό το φεγγάρι σαν να λησμόνησε να βγει. Ξάφνου προβάλλει αχνό, συννεφιασμένο και αόριστο στο σχήμα του, μα όσο ανεβαίνει τόσο ξεκαθαρίζει η θωριά του. Στη σκηνή τη σκυτάλη παίρνει η πένα του μπουζουκιού του συνθέτη και ο ίδιος τραγουδά για τον φίλο του τον Μέρτικα, «με τα βαριά τσιγάρα του τα σέρτικα». Και συνεχίσουν οι μπουζουκοπεννιές.
Επιστρέφει στη σκηνή η Σοφία Παπάζογλου με στίχους του Γιάννη Πάριου «Τώρα κι εγώ θα ζήσω, πίσω πια δε γυρνώ..», της Λίνας Νικολακοπούλου «Καρδιά μου εγώ, φωτιά μου εγώ, στεριά μου εγώ, νύχτες βουνά». Και το κέφι αρχίζει ν’ ανάβει. Μπαίνει και ο Μπάσης στη σκηνή και δηλώνει την καλλιτεχνική του ταυτότητα: «Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής», που ταιριάζει με το επόμενο του Στέλιο Καζαντζίδη «Μη με λυπάσαι διώξε με απόψε σαν να `μαι αγριολούλουδο και τη ζωή μου κόψε… κι αν χιονίζει και αν βρέχει τ’ αγριολούλουδο αντέχει». «Γεια σου Χρήστο με τα τραγούδια σου» θα αναφωνήσει ο Μπάσης και η Σοφία ερμηνεύει «Άιντε μάτια μου γλυκά πριν να είναι πια αργά». Χαμός από σφυρίγματα και λικνίσματα των θεατών, όταν ο Μπάσης τραγουδά τους ψίθυρους καρδιάς «Καράβι το φεγγάρι μες στο κρεβάτι μας, τα χάδια μας λυτρώνει και την αγάπη μας. Σε χάρτες και σε πόλεις με ψίθυρους καρδιάς θα καίγονται όσα, φως μου, δεν ήτανε για μας». Ξεσηκώθηκε ο κόσμος όλος με τη «Ζήλεια» της Αλεξίου από τη φωνή της Σοφίας «Όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα κι ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά… ζήλεια μου, με σένα η καρδιά μου είναι ζωντανή μίλα μου, μα φύγε όταν έρθει εκείνος να με βρει…» και με τους «αισθηματίες» του Σ. Καζαντζίδη από τη φωνή του Μπάση. Άρχισαν τα «παραγγέλματα» με το «Παίξε Χρήστο επειγόντως κείνο τον ρυθμό, χρέος στο χορό να μπούμε εθνικό… Πες Μανώλη την κουβέντα κείνη τη στρωτή στο χορό να ξεστρατίσουν κι οι στρατοί», αφού «Με το βοριά το κύμα μες την πλώρη χρόνια τραβάμε ζόρι και παλεύουμε, τα βολεύουμε, με το φόβο το γλεντάμε και χορεύουμε…» με τη φωνή του Μπάση και νιώσαμε όλοι την ανάγκη του επόμενου τραγουδιού «αγάπησέ με, σήμερα μες στη ζωή σου σεργιάνισέ με βραδιές κι απομεσήμερα…» σε ντουέτο ερμηνεία.
Η Γιώτα θα πει «νύχτα στάσου μια στιγμή μια αγάπη θα πεθάνει την αυγή», θυμίζοντας τη Λίτσα Διαμάντη, «Δεν υπάρχουν άγγελοι. Δε με ξεγελάνε τα γαλάζια μάτια, τα ξανθιά μαλλιά…», γνωστό από την Κατερίνα Κούκα, «Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία» με την ανεκπλήρωτη παράκληση και ευχή «Να `σουνα, Θεέ μου, πότης να σωθεί η ανθρωπότης, στο μεθύσι σου απάνω να μαχαίρωνες το Χάρο…», «Γυρίζω απ' τη νύχτα, έρχομαι απόψε απ του καημού τη φυλακή», ξεσηκώνοντας τους φίλους του Καζαντζίδη και «Της καληνύχτας τα φιλιά» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη.
Και ο Μακεδόνας θα τους «κάνει όλους στην μπάντα «να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός», θα «ομολογήσει» πώς «Τώρα ό,τι κι αν πω, ναι την αγαπώ», «Παιδί της νύχτας μια ζωή δε το αντέχω το πρωί», πώς «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου η καρδιά μου σβήνει», πως «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα, γιατί την είχα σαν μικρό παιδί κι όλα τα λάθη της τα συγχωρούσα, πικρή στιγμή μαζί μου να μη δει», συνοδευμένος από τις χιλιάδες των θεατών φωνές, και «ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή τη θάλασσα, αυτή που χάλασα για να σε βρω».
Ο Νικολόπουλος σήμανε το τέλος της εκδήλωσης λέγοντας «να σας χαιρετήσουμε. Καλά περάσαμε», για να ακουστεί το «και άλλο και άλλο» και εκείνοι να πουν όλοι με μια φωνή «Και το βράδυ, το βραδάκι είσαι σπίρτο που ανάβει φωτιά και με καίει σαν κλαδάκι ως το χάραμα, μες στη νυχτιά».
Στο σημείο αυτό ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Ολύμπου κ. Γρηγόρης Παπαχρήστου είχε ετοιμάσει την απονομή αναμνηστικών, καθώς όπως ο ίδιος υπογράμμισε: «Απόψε το Φεστιβάλ Ολύμπου συμπληρώνει ένα μεγάλο κενό στον πίνακα των μεγάλων Ελλήνων συνθετών που πέρασαν από αυτή εδώ τη σκηνή του Αρχαίου Θεάτρου στα 43 αυτά χρόνια ζωής… το Φεστιβάλ τον τιμά … με τον Ξένιο Δία». Τίμησε επίσης με δώρα όλους τους ερμηνευτές, προσφέροντάς στον Μακεδόνα και τον Μπάση αντίγραφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στις κυρίες έναν επίχρυσο ρόδακα, αντίγραφο χρυσού ρόδακα που βρέθηκε σε τάφο της Πιερικής περιοχής, ένα διαχρονικό κόσμημα με μορφή μικρού ρόδου, σύμβολο και φυλαχτό, η χρήση του οποίου άρχισε από την Μυκηναϊκή εποχή.
Και εκείνη απάντησαν και αποχαιρέτησαν «Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα, στα λιμάνια, στους σταθμούς, στην αγορά ό, τι ψάχνεις στη ζωή να βρεις ξεκίνα». Δύο ώρες και 45 λεπτά μας κράτησαν συντροφιά, μας διασκέδασαν κι εμείς τραγουδήσαμε μαζί τους τραγούδια αγαπημένα, μεγάλες επιτυχίες από το βιβλίο ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού.