Δεν θα της μιλούσε ποτέ, από μόνος του∙ αυτό αισθανόταν με τη βεβαιότητα του αγαλούχητου σε αυτά τα παιχνίδια, αλλά και με την άγνοια του κοινού θνητού δολοφόνου.
Την λάτρεψε κεραυνοβόλα και κρυφά, την Τισιφόνη, έτσι που καθόταν εδώ, στην ίδια άκρη του πάγκου που κάθομαι εγώ τώρα και σας τα διηγούμαι αυτά. Ναι, ακριβώς εδώ, παραδίπλα της. Αυτή καθόταν εκεί, μόνον ο χοντρός τους χώριζε. Τον έβλεπα να την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του, έτσι από το πλάι, καθώς η Τισιφόνη τον καταβρόχθιζε ζωντανό με τα μάτια της, παρακολουθώντας τις κινήσεις του! Δε θα της μιλούσε ποτέ με δική του πρωτοβουλία και τίποτα δε θα είχε συμβεί, αν δεν το είχαν αποφασίσει οι ίδιοι οι θεοί. Ποιος άλλος?
Ο χοντρός Βίκινγκ που καθόταν ανάμεσά τους, ήταν δυνατό ποτήρι∙ δυνατότερο ποτήρι από εκείνον τουλάχιστον, ήταν προφανές, αλλά αυτός, επέμενε να τον ανταγωνίζεται, σε μια απέλπιδα ίσως προσπάθεια να μεθύσει αρκετά για να βρει το κουράγιο να εκμυστηρευτεί στην Τισιφόνη τη γοητεία που του ενέπνεαν τα σχιστά γκριζοπράσινα μάτια της, έτσι που εξέπεμπαν αυτήν την σαγηνευτική θηλυκότητα ενός παράξενα γοητευτικού προσώπου, γεμάτου οξείες, σχεδόν άγριες και ανδροπρεπείς γωνίες και στεφανωμένο με αυτές τις ατίθασες μπούκλες που του θύμιζαν λεπτά, μαύρα φίδια.
Κάποια στιγμή, μετά το τέταρτο ή το πέμπτο ποτήρι, ο θνητός αισθάνθηκε τον κόσμο να γυρίζει σαν τρελός γύρω του. Σηκώθηκε βιαστικά από τη θέση του, κρατώντας το στόμα σφιχτά κλεισμένο με το χέρι, προλαβαίνοντας, χωρίς να μαρτυρήσει την κατάστασή του, ν’ αδειάσει το περιεχόμενο του διαμαρτυρημένου στομαχιού του στη λεκάνη της τουαλέτας. Μόνον εγώ είχα καταλάβει τι είχε συμβεί∙ εγώ που έχω τη χαρά και το προνόμιο αυτής της διήγησης.
Γέμισε τις χούφτες του με νερό και ξέπλυνε το στόμα σου. Ύστερα, έβρεξε το πρόσωπό του με το κρύο νερό κι άφησε την βρύση να τρέχει ανοιχτή. Παρατήρησε με λιγότερο θολό το βλέμμα του τώρα, τον εαυτό του στον καθρέφτη και στέγνωσε τα βρεγμένα του χέρια, στρώνοντας τα ανακατωμένα του μαλλιά. Θεώρησε το είδωλό του επαρκώς αξιοπρεπές, έτσι που τον κοίταζε μέσα από τον ξεφτισμένο καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα, λουσμένο στο δυνατό ηλεκτρικό φως.
Αισθάνθηκε έτοιμος για τον έξω κόσμο, κι έκλεισε τη βρύση, αδιαφορώντας για τους νερολεκέδες που μέσα στη νυχτερινή ζέστη, στέγνωναν ήδη πάνω στο γαλάζιο του πουκάμισο.
Άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα του μπάνιου. Η Τισιφόνη τον περίμενε απ’ έξω μ’ ένα τσιγάρο να καίει άσκοπα στο κρεμασμένο της χέρι.
Πέταξε το μισοτελειωμένο της τσιγάρο στο πάτωμα, αδιαφορώντας για την τύχη της πυρακτωμένης καύτρας και του άπλωσε το χέρι με μιαν αξιοσημείωτη οικειότητα, γιατί το είχε ξανακάνει αυτό αμέτρητες χιλιάδες φορές στο παρελθόν η Ερινύα -μάρτυς μου ο Θεός κι εγώ που τα αφηγούμαι αυτά.
Άπλωσε το χέρι της γύρω από το νοτισμένο αυχένα του. «Πάμε», του ψιθύρισε στο αυτί, σπρώχνοντας τον μαλακά αλλά αποφασιστικά κι ένοιωσα ακόμα κι εγώ, διακριτικός παρατηρητής, την ευχαρίστησή του ερωτευμένου άνδρα, που τον έκανε να λάμπει, μυρίζοντας με τη φαντασία μου, κι εγώ μαζί του, τη μυρωδιά από το κάρδαμο, ανακατεμένο με την οσμή του καπνού, του αρωματισμένου με τριαντάφυλλο, που καπνίζουν οι όμορφες σκλάβες των κρυφών χαρεμιών της Ανατολής.
Εκείνος έλπιζε ότι στη δική του αναπνοή δεν είχαν μείνει ίχνη της ξινίλας του εμετού των υψηλών αλκοολικών βαθμών που πριν λίγο τον είχε ξαλαφρώσει από τη δυσφορία της κατάχρησης, αλλά βέβαια δεν μπορούσε να ξέρει ότι η Τισιφόνη είχε σκοπό και εντολή που δεν θα την ανέκοπτε η δυσάρεστη οσμή του στόματος του.
Περπάτησαν χέρι με χέρι ως την άκρη της θάλασσας. Σιωπηλοί. Αυτός είχε καταπιεί τη γλώσσα του, άφωνος από την ευτυχία, και περίμενε να κάνει η Τισιφόνη την αρχή, αλλά παρέμενε σιωπηλή κι αυτή.
Δεν χόρταινε να την βλέπει. Έδειχνε ακόμα πιο εκθαμβωτική τώρα, κάτω από την ισχνή λάμψη του μισοφέγγαρου που είχε αρχίσει να ανατέλλει.
Έφτασαν ως την άκρη της μικρής παραλίας, εκεί που ένας γαμψός βράχος σχημάτιζε με τη σκιά του ένα από τα νυχτερινά καταφύγια της παραλίας, εκεί όπου έβρισκαν το καταφύγιό τους όσοι ήθελαν να ερωτευθούν δίπλα στο κύμα και μακριά από βλέμματα αδιάκριτα κι άλλα ηδονοβλεπτικά.
Στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Η Τισιφόνη αμίλητη, εκ των σταλαγμών του ρέοντος αίματος γεννημένη, άπλωσε αργά τα χέρια της σε ύπτια στάση έτσι που με τα ακροδάχτυλά της ίσα που να ακουμπάει στο στήθος του. «Γδύσου», έσπασε τη σιωπή της, διατάζοντάς τον ξερά και επιτακτικά, έτσι που συνέχιζε να μετακινεί τα χέρια της και να τα κουνάει σαν αλαφιασμένη κι ονειροπαρμένη που προσποιούνταν ότι πετά.
Εκείνος άρχισε να χαμογελάει στην προτροπή της να ξεγυμνωθεί, αλλά το χαμόγελο του πάγωσε, έτσι που έβλεπε την Τισιφόνη να προσποιείται το πετάμενο πουλί, όταν με μια μικρή χρονική υστέρηση, αφού στην αρχή δεν πίστευε στα μάτια του, συνειδητοποίησε την απόκοσμη εικόνα, βλέποντας να φυτρώνουν στις καλλίγραμμες ωμοπλάτες της, τα στιλπνά σκουροπράσινα φτερά.
Ο λευκός χιτώνας που κάλυπτε το υπέροχο κορμί της, και που στο αντιφέγγισμα του αχνού φεγγαριού, περισσότερο αποκάλυπτε παρά κάλυπτε τη θηλυκότητά της, λύθηκε από ένα αόρατο χέρι και το ύφασμα γλίστρησε με ένα απαλό θρόισμα πάνω από το τέλειο κορμί της, ένα θρόισμα που το κάλυψε ο φλοίσβος των κυμάτων, αποκαλύπτοντας σε όλο τους το τρομακτικό μεγαλείο τα σχηματισμένα φτερά που είχαν φυτρώσει στο κορμί της.
Το στήθος της φορτωμένο με ερωτισμό, φάνταζε κατάλευκο μέσα στο μισοσκόταδο, έτσι που τον καλούσε να την γευθεί. Η Τισιφόνη τον βοήθησε να ξεπεράσει τον δισταγμό του. Χαϊδεύοντας το κεφάλι του με τα ακροδάχτυλά της, τον αγκάλιασε αργά με τα πελώρια σκουρόχρωμα φτερά της και τον έσπρωξε μαλακά, να ακουμπήσει επάνω της.
Κόλλησε το πρόσωπό του πάνω στον μακρύ της λαιμό και αισθάνθηκε ξανά τη μυρωδιά του κάρδαμου. Με τα υγρά του χείλη, εξερεύνησε το μεταξωτό της δέρμα και το μυαλό του πλημμύρισε από τη γεύση του αραβικού καφέ, έτσι όπως τον σερβίρουν τα ασπροντυμένα αγόρια, υποκλινόμενα στον ήλιο που δύει στη θάλασσα του Περσικού Κόλπου.
Ένοιωσε την επιδερμίδα της Ερινύας να ανατριχιάζει στο άγγιγμά του κι αυτό μεγάλωσε το ερωτικό του μεθύσι, που όλο και περισσότερο δυνάμωνε, όσο ρουφούσε σαν αφιονισμένος με το πάθος του ναρκομανούς, τα αρώματα που ανέδιδαν οι πόροι του κορμιού της Τισιφόνης.
Θυμήθηκε εκείνο το θαμνώδες καταπράσινο φυτό με τα κίτρινα μικρά λουλούδια∙ χαμένη κι αυτή η θύμηση, μαζί με άλλες καταχωνιασμένες στο μυαλό αναμνήσεις που μιαν αφορμή ζητούν για να ξεσηκωθούν και να πλημμυρίσουν το μυαλό με τον εντονότερο τρόπο. Θυμήθηκε τότε που δασκαλεμένος από τα άλλα, τα μεγαλύτερα παιδιά της παρέας, είχε μάθει να βάζει στο στόμα του και να ρουφά τους ύπερους από εκείνα τα μικρά κίτρινα λουλούδια. Τότε, ανάβλυζε από τον ύπερο σε μικροσκοπικές ποσότητες το μέλι του λουλουδιού, κι όσο λιγοστό κι αν ήταν, γέμιζε τα στόματα των παιδιών με μια γλυκιά πανδαισία γεύσεων που χρόνια τώρα, πολλά, ήταν θαμμένη βαθιά μέσα στην μνήμη του μαζί με το απαράμιλλο κίτρινο χρώμα εκείνων των λουλουδιών.
Και να τώρα, οι θηλές της, που είχαν την ίδια εκείνη γεύση των χλωμών ύπερων, και η μια αίσθηση τροφοδοτούσε την άλλη, μόνο γι' αυτόν, μόνο για να μεγιστοποιεί την τέρψη του, ανακατεμένη με διάσπαρτες εικόνες από την παιδική του ηλικία, της αθωότητας.
Με κλειστά τα μάτια, ρούφηξε ελαφρά τη αριστερή θηλή και την αισθάνθηκε να σκληραίνει πάνω στην άκρη της γλώσσας του, μελώνοντας το στόμα του με το νέκταρ που κυλούσε μέσα στο άμβροτο κορμί της.
Χαμένος ναυαγός μέσα στην πρωτόγνωρη απόλαυση ένοιωσε τα χέρια της ερωμένης του να σπρώχνουν το κεφάλι του μαλακά προς τα κάτω και ένοιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν στην απαίτηση της θεόσταλτης ερωμένης. Βύθισε το πρόσωπό του στη τρυφερή κοιλιά, κυλισμένος στα γόνατά της, παραδομένος.
Με κλειστά τα μάτια έβλεπε τώρα τα απόκοσμο φως που αντανακλούσε μέσα στο μισοσκόταδο από το διάφανο δέρμα της επίπεδης κοιλιάς της, δέρμα απαλότερο κι από το ακριβότερο ινδικό μετάξι, καθώς ρουφούσε την απόλαυση των μεθυστικών αρωμάτων της. Εκατοντάδες, χιλιάδες μικρές σκιές, αντικατοπτρισμοί θνητών δολοφόνων που είχαν κερδίσει τα δεκαεπτά χρόνια της μοναχικής ευδαιμονίας, κολυμπούσαν σαν μικροσκοπικοί γυρίνοι στο αμνιακό υγρό.
Αγκάλιασε τα πόδια της και απόλαυσε με όλες του τις αισθήσεις, την μεταξένια υφή τους, το υπέροχο άρωμά, μυστικό δώρο των θεών και απόλαυση απαγορευμένη στους αθώους του αίματος θνητούς.
Μετακίνησε το κορμί του και κόλλησε το πρόσωπο του πάνω στον αγκαθωτό θύσανο του εφηβαίου της που μύριζε σαν τα αλόφυτα που κρέμονταν από τις απόκρημνες βραχώδεις ακτές του νησιού κι αναζήτησε με τη γλώσσα του τα χείλη με τη γεύση φράουλας. Για έναν ανεξήγητο και παράξενο λόγο, παρόμοιο με αυτούς τους λόγους που μέσα στα όνειρά μας εξηγούμε τα ανεξήγητα, ήταν βέβαιος για το άρωμα με τη γεύση της φράουλας που ανάδιδε το υγρό αιδοίο και δεν ένοιωσε καμία έκπληξη, έτσι που αφέθηκε στην συνεχιζόμενη κορύφωση της απόλαυσης των αισθήσεων.
Ανακάλυψε, ζαλισμένος από την μία έκπληξη που διαδεχόταν την άλλη, την ελαστικότητα των μελιστάλακτων χειλιών της και συνειδητοποίησε ότι ο πόθος του να βουλιάξει μέσα της δεν ήταν απραγματοποίητο όνειρο. Δεν ζητούσε τίποτε άλλο. Ένοιωσε τη ρεύση του να τον συνταράσσει, την ώρα που βουτούσε μέσα στον κόλπο της σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, σε ένα υποβρύχιο ταξίδι που θα διαρκούσε δεκαεπτά χρόνια υπέροχης μοναξιάς.
Αυτή ήταν η μόνη παραχώρηση που είχαν κάνει οι θεοί στον πατροκτόνο: δεκαεπτά χρόνια μοναξιάς μέσα στο αμνιακό υγρό με τη γεύση φράουλας κι ύστερα θα ξαναγεννιόταν για να ζήσει, μετά την υπέρτατη απόλαυση, το ανεκδιήγητο μένος της Τισιφόνης∙ ακριβώς όπως ορίζουν οι νόμοι, οι θεϊκοί.