Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Κριτική - «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο - Στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου από το 43 Φεστιβάλ Ολύμπου

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ
Κριτική

Ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη στο Φεστιβάλ Ολύμπου

Της Σοφίας Ελευθεριάδου και της Ειρήνης Παξιμάδακη



1  1

Το Σάββατο, 9 Αυγούστου 2014, παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου  η  τραγωδία  του Ευριπίδη, Ιππόλυτος, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου και μετάφραση Νικολέττας Φριντζήλα από το Εθνικό Θέατρο. Πάνω από 1000 θεατές παρακολούθησαν υπό  το σεληνόφως μια τραγωδία με θέμα την αιώνια  δύναμη του γλυκόπικρου έρωτα.

Με τον Ιππόλυτο ο Ευριπίδης κατέκτησε το 428 π.Χ. την πρώτη θέση στους δραματικούς αγώνες. Η Φαίδρα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Θησέα,  ερωτεύεται τον  πρόγονό της, Ιππόλυτο.  Αυτός αποκρούει τον έρωτά της νιώθοντας αποστροφή και η Φαίδρα προσβεβλημένη αυτοκτονεί. Για να τον εκδικηθεί αφήνει ένα σημείωμα, με το  οποίο τον κατηγορεί  ότι πρόσβαλε την τιμή της. Ο Θησέας οργισμένος καταριέται τον γιο του και εξορίζει. Όλα αυτά βέβαια είναι έργα των θεών: η Αφροδίτη τιμωρεί τον Ιππόλυτο για την αλαζονική του στάση να υπερβεί την ανθρώπινη φύση, να απαρνηθεί τον έρωτα και να παραμείνει απόλυτα ευσεβής και πιστός μόνο στην Άρτεμη.

Το σκηνικό του Βασίλη Μαντζούκη καταδεικνύει εξαρχής το θέμα της παράστασης: μια επικλινής ανοιχτή βεντάλια, ένα καθαρά γυναικείο αξεσουάρ που κρατά και η Αφροδίτη καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και την κινεί σαν μαγικό ραβδί. Τελικά, όλοι είμαστε μαριονέτες της θεάς και κινούμαστε πάνω στη βεντάλια του έρωτα.

Η παράσταση ξεκινάει μαγικά με μια χαρούμενη σκηνή κυνηγιού. Ένα  κάτασπρο άλογο διατρέχει το πίσω μέρος της σκηνής.  Μια δυνατή εικόνα που γεννά υψηλές προσδοκίες στους θεατές για τη συνέχεια του έργου.  Αμέσως μετά η Αφροδίτη της Μάρθας Φριντζήλα εισέρχεται στη σκηνή σαν να αναδύεται από τους αφρούς της θάλασσας. Η απαστράπτουσα αμφίεσή της παραπέμπει σε μουσική σκηνή, ενώ οι κινήσεις της είναι αργές και νωχελικές. Δεν ανταποκρίνεται στο σύνηθες πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς. Παρουσιάζεται ως θεά πανούργα, δολοπλόκα, εκδικητική και υπεροπτική, όχι όμως γοητευτική. Ενώ το έργο ανοίγει με την προλογική ρήση της Αφροδίτης, κλείνει με την Άρτεμη ως από μηχανής θεά. Η Φανή Αποστολίδου ως Άρτεμις κερδίζει τις εντυπώσεις. Είναι αέρινη και μικροσκοπική, θυμίζει ξωτικά και νεράιδες των παραμυθιών, μια άλλη εκδοχή της κινηματογραφικής Τίνκερμπελ.

Οι γυναίκες που αποτελούν τον χορό μπαίνουν στη σκηνή σαν πυγολαμπίδες και φορούν κοστούμια που αναπαριστούν τη «θεά των όφεων», τη γυναικεία θεότητα που λατρευόταν στη μινωική Κρήτη, ευθεία αναφορά στην καταγωγή της βασίλισσας Φαίδρας. Ο χορός των ανδρών, με έντονη κίνηση και ιδιαίτερο πάθος, γεμίζουν τη σκηνή σαν αγριοκάτσικα κι ανταποκρίνονται στον ρόλο τους ως κυνηγοί–σύντροφοι του Ιππόλυτου.


Η Λυδία Κονιόρδου κατορθώνει κάθε φορά και μας εκπλήσσει. Στην εν λόγω παράσταση τη βλέπουμε ως Φαίδρα να μεταμορφώνεται σε μια θελκτική γυναίκα  που ο έρωτας της όργωσε ψυχή, σώμα και πνεύμα.

Η πολύ σπουδαία ηθοποιός Λήδα Πρωτοψάλτη ζωγραφίζει επιτυχημένα τη  μορφή της Τροφού, μιας απλοϊκής γυναίκας που περνά από την έκπληξη για τον ανόσιο έρωτα της κυράς της στη  μαστροπική προτροπή της να τον εκπληρώσει: «Τίποτα αφύσικο και παράλογο δεν έπαθες, κυρά μου· αγαπάς.»
Το παζλ των ηθοποιών συμπληρώνει ο ταλαντούχος Νίκος Κουρής ως Ιππόλυτος. Με καθαρή φωνή και ωραία κίνηση χτίζει έναν Ιππόλυτο δυναμικό, μισογύνη, υπεροπτικό απέναντι στη θεά Αφροδίτη και πιστό θιασώτη  της θεάς Αρτέμιδος. Ο Θέμης Πάνου, από την άλλη, δεν πείθει στον ρόλο του ως βασιλιάς Θησέας, αδικημένος κι από το κοστούμι του, που παρέπεμπε αβίαστα σε Αϊ-Βασίλη.

Τελικά, φάνηκε πως η παράσταση ανταποκρίνεται εν μέρει μόνο στις προσδοκίες που γεννά στον θεατή μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Λυδίας Κονιόρδου υπήρξε μάλλον ανισοβαρής  και πιο προσεγμένη στο πρώτο μέρος της παράστασης, όσο ήταν ακόμα ζωντανή και η Φαίδρα. Ήταν μια παράσταση που ικανοποίησε κυρίως την αισθητική των θεατών (ζωντανή μουσική, ωραία σκηνικά, ενδιαφέρουσα κινησιολογία), αλλά δυστυχώς δεν κατόρθωσε να ακουμπήσει στο συναίσθημα, ίσως και λόγω της μετάφρασης.