Πολλά έχουν ειπωθεί για τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, και μόνο ένα δεν μας έχει περάσει από το μυαλό: μπορεί ως προϋπόθεση γι’ αυτή την αναδιάρθρωση να τεθεί η πορεία των… ελληνικών εξαγωγών;
Και όμως, το ζήτημα όχι μόνο έχει ήδη τεθεί, αλλά έχει και βάση. Διότι αν το συνολικό ισοζύγιο συναλλαγών με το εξωτερικό (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων) είναι αρνητικό, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας από το εξωτερικό, γεγονός που συνεπάγεται εν τέλει αύξηση του δημόσιου χρέους.
Μην ξεχνάμε ότι μέχρι και τα τέλη του 2013 η κυβέρνηση θριαμβολογούσε για το «δίδυμο πλεόνασμα», στο πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού (πρωτογενές πλεόνασμα) και στο ισοζύγιο συναλλαγών με το εξωτερικό. Οι θριαμβολογίες για το δεύτερο συνδέονταν -σωστά- με την προοπτική απεξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από την ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης, η οποία εν τέλει επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Αλλά, ταυτόχρονα, και με την προοπτική ανάπτυξης, η οποία πλέον δεν μπορεί να στηρίζεται στην εσωτερική ζήτηση αλλά πρέπει όλο και περισσότερο να στηριχτεί στην εξωτερική ζήτηση (εξαγωγές).
Ωστόσο, από τις αρχές του 2014 το συνολικό ισοζύγιο συναλλαγών πήρε δυσάρεστη τροπή, με μικρή μεν αλλά σταθερή διεύρυνση του ελλείμματος από μήνα σε μήνα. Τον Απρίλιο το συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων εμφάνισε έλλειμμα 1,2 δισεκ. ευρώ, έναντι 1,1 δισεκ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2013. Επίσης, οι εξαγωγές σημειώνουν διαρκή υποχώρηση. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού οι εξαγωγές (πρώτα αγαθών και στη συνέχεια υπηρεσιών) είναι ο πυρήνας, ο σταθερός και αντιπροσωπευτικός δείκτης του δυναμισμού της οικονομίας όσον αφορά τις εξωτερικές της συναλλαγές.
Έτσι, δεν είναι καθόλου παράξενο που στους κόλπους των ευρωπαϊκών think tanks τα οποία συμβουλεύουν τις Βρυξέλλες αλλά και την κ. Μέρκελ η νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σχετίζεται πλέον ευθέως με τη βιώσιμη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Οι οποίες όμως εμφανίζονται καχεκτικές και φθίνουσες, διαψεύδοντας αυτές τις προσδοκίες. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν πριμοδοτηθεί παντοιοτρόπως με μια γενναία μείωση του εργατικού κόστους τα τελευταία χρόνια.
Φαίνεται όμως ότι το μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών εξαγωγών είναι ακριβώς αυτό: η παγιωμένη παράδοση που θέλει να στηρίζονται στην ανταγωνιστικότητα τιμής (μείωση εργατικού κόστους) και όχι στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα (ποιότητα προϊόντων, καινοτόμα προϊόντα, διαφήμιση και δίκτυα πωλήσεων κ.λπ.).
Όμως, με τη λιτότητα να παγιώνεται σε χρόνια κατάσταση για τα πολλά επόμενα χρόνια, η εσωτερική ζήτηση θα παραμείνει καθηλωμένη για μακρά περίοδο, οπότε η μόνη λύση σε αυτό το πλαίσιο είναι η εξωτερική ζήτηση, δηλαδή οι εξαγωγές. Όπου πρέπει να γίνει αποφασιστική στροφή στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Εκεί στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα. Και όταν φτιάχνουν τις χρονοσειρές για την εξέλιξη του ελληνικού κρατικού χρέους, παίρνουν σοβαρά υπόψη τους το συνολικό εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών και πιο ιδιαίτερα το δυναμισμό των εξαγωγών.
Οι εξαγωγές, λοιπόν, θα είναι στην ατζέμντα αυτής της συζήτησης, και η κυβέρνηση οφείλει να βρει πειστικές εξηγήσεις για το γεγονός ότι ακολουθούν φθίνουσα πορεία…