Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Δέκα Οκτώ Χρόνια από τον θάνατό του Ανδρέα Παπανδρέου(23-6-1996)

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... Φρίξο
Ανδρέας Παπανδρέου: Ο αρχιτέκτονας της διαφθοράς και ολετήρας της Ελλάδας[1]

Του Δαμιανού Βασιλειάδη, ιδρυτικού και ηγετικού στελέχους του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ

Η ιστορία θα καταγράψει τελικά τη ζημιογόνο συμπεριφορά του. Γιατί μετά από τον Ανδρέα, με ιστορικούς υπολογισμούς, έρχεται αυτή εδώ η καταστροφή. Ο Ανδρέας ήταν αυτός που

δημιούργησε τη βάση όσων τραβάμε σήμερα. Αδαμάντιος Πεπελάσης[2]

Η καταστροφική πορεία της πολιτικής του γιου Γιώργου Παπανδρέου, που ζήσαμε κατά τη περίοδο διακυβέρνησής του,  με τόσο τραγικά για τα λαϊκά στρώματα αποτελέσματα, δεν προέκυψε ως κεραυνός εν..... αιθρία. Ξεκινάει από τον πατέρα Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, για να μην πάμε ακόμη πιο πίσω και συμπεριλάβουμε και τον παππού Γεώργιο Παπανδρέου με τα Δεκεμβριανά. Η σημερινή οικονομική και γενικότερη κατοχή της Ελλάδας είναι έργο, βασισμένο κατά προτεραιότητα στην πολιτική των δύο προηγούμενων, οι οποίοι σφράγισαν ούτε λίγο ούτε πολύ τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα μας μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο.[3]                                           

Υπάρχει σύγχυση και παραπληροφόρηση (πλύση εγκεφάλου) από τα γνωστά εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας, που σκόπιμα τρομοκρατούν και απατούν και παραπληροφορούν τον ελληνικό λαό, για να τον κρατούν σε υποδούλωση, ομηρία και εκμετάλλευση.

Η οικονομική κρίση και η ιδιότυπη κατοχή της Ελλάδας από την Τρόϊκα δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της τελευταίας κυβέρνησης. Λες και η ιστορία ξεκίνησε κάπου στα χρόνια της κυβέρνησης Σημίτη ή του Γιώργου Παπανδρέου.
  Ένα ουρανομήκες ψέμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Αυτός ο άνθρωπος, εν προκειμένω ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν είχε ηθικούς φραγμούς και παράλληλα απαξίωνε και αδιαφορούσε για τα πολιτιστικά δέοντα και δρώμενα. Στο βωμό της εξουσίας καρατομούσε (ορισμένες φορές και κατ’ εντολή της Βάσως Παπανδρέου στην αρχή και της Δήμητρας Λιάνη αργότερα και ορισμένων κολλητών διαχρονικά), όποιον τολμούσε να εισέλθει στο άβατο της εξουσίας, που νέμονταν αποκλειστικά. Εκεί δεν υπήρχε έλεος! Εκτός εξουσίας ο κάθε «υπεύθυνος» πολίτης μπορούσε να κάνει ότι θέλει (ότι «γούσταρε», για να το κατανοήσει κανείς λαϊκά. Μπορούσε να είναι, κατά μία άλλη προσφιλή έκφραση, τζάμπα μάγκας). Παράλληλα ανεδείκνυε σε θέσεις και αξιώματα καιροσκόπους, καριερίστες -και γι’ αυτό υποτακτικούς - άλλους, αυτοστιγμεί και παραχρήμα, πάλι ορισμένες φορές με εντολή της Βάσως Παπανδρέου και της Δήμητρας Λιάνη.

Ενώ «έξω εις τον δρόμον», όπως λέει χαρακτηριστικά σε ένα του ποίημα ο Κ. Καβάφης (Σοφοί δε προσιόντων), ο στο μεταξύ διεφθαρμένος μέχρις μυελού των οστέων «ώριμος», δημοκρατικός, προοδευτικός, λαός (το ένα τρίτον τουλάχιστον. Το άλλο τρίτο ανήκε στην Νέα Δημοκρατία) επευφημούσε αλαλάζων ( άφρων, για να ακριβολογούμε) τις όποιες αποφάσεις του μεγάλου (μακιαβελλικού) ηγεμόνα.[4] Ο μοναδικός θεσμός =εσμός: Ο «χαρισματικός» ηγεμόνας και ο «ώριμος» λαός. Και όλος αυτός ο «αχταρμάς» λεγόταν και συνεχίζει να λέγεται δημοκρατία, δημοκρατικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες (χωρίς υποχρεώσεις φυσικά), πέρα από τα συντάγματα και τους ηθικούς και νομικούς κανόνες και τα λοιπά και τα λοιπά!

Η σημερινή γενιά δικαιούται να γνωρίζει ποιοι υπέκλεψαν και κατέστρεψαν το μέλλον της και συνεπώς το μέλλον του ελληνικού λαού. Πρέπει να μάθει ποιοι ήταν πρωταίτιοι γι’ αυτό και να πράξει δεόντως. Χωρίς την ιστορική μνήμη δεν υπάρχει μέλλον. Αλήθεια σημαίνει μη λήθη (το στερητικό «α» και η «λήθη»). Στην περίπτωση αυτή ισχύει το του Ευαγγελίου: «και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».[5]

Η ανάλυση που ακολουθεί έχει αυτόν τον στόχο.

Η σημερινή διαφθορά στην Ελλάδα, δηλαδή η πλήρης ισοπέδωση και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς μας (πνευματικές και ηθικές αξίες) και οι συνέπειές της που βιώνουμε σήμερα, δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Έχεις βαθιές τις ρίζες της στο παρελθόν.[6]

Η δραματική κατάσταση της πατρίδας μας είναι άμεσα συνυφασμένη με την πολιτική που εφάρμοσε μεταπολιτευτικά ο Ανδρέας Παπανδρέου, όσο απίστευτο και φανταστικό και αν φαίνεται αυτό. Γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως μεγάλη και ξεχωριστή προσωπικότητα, για το κακό φυσικά, είχε τη δυνατότητα να το πράξει.

Χωρίς την αποκαθήλωση από το βάθρο του, δεν πρόκειται η Ελλάδα να βγει από την βαθιά και πολυποίκιλη κρίση που την διαπερνά σ’ όλους τους τομείς και σ’ όλα τα επίπεδα. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η κρίση δεν είναι πρωταρχικά οικονομική και πολιτική, ή μάλλον δεν είναι καν οικονομική ή πολιτική, αλλά κατ’ εξοχήν
  πολιτισμική και ακούει στο όνομα «δ ι α φ θ ο ρ ά», δηλαδή κατάπτωση των ηθικών αξιών μιας κοινωνίας. Απλούστατα: Αν δεν εφάρμοζαν οι κυβερνήσεις τη μέθοδο της διαφθοράς δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί οικονομική κρίση. Με την έννοια αυτή η πολιτική της διαφθοράς, ήταν συνειδητή επιλογή όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.[7] Γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσαν και μπορούν να κυβερνούν, όσο διάστημα θα διαρκεί αυτή η διαφθορά.

Αυτήν την διαφθορά καλλιέργησε μεθοδικά και επέβαλε πανούργα πρώτα ο Ανδρέας Παπανδρέου, εφαρμόζοντας έξυπνα αριστερή φρασεολογία και δεξιά πολιτική, για να πετύχει την κατάκτηση και τη νομή της εξουσίας, ως αυτοσκοπό. Η μέθοδος ήταν απλή: Ο Ανδρέας Παπανδρέου αποσυνέδεσε την ηθική από την πολιτική, μέσω του ακραίου καταναλωτικού προτύπου, που εφάρμοσε για την άλωση των συνειδήσεων. Το κακό είναι ότι συμπαρέσυρε στην καταστροφή και το ένα τρίτο που αντιστάθηκε και δεν κατόρθωσε ο ίδιος παρ’ όλες τις προσπάθειές του να το διαφθείρει. Τα δύο τρίτα αλώθηκαν, είτε από συμφέρον είτε από άγνοια. (πίστευαν αυτά που διακήρυττε).

Ωστόσο πάνω στη φήμη του πατέρα του, ως άλλος Ανταίος, στηρίχτηκε η δύναμη του γιου του Γιώργου Παπανδρέου. Αν δεν πατούσε πάνω στο βάθρο του ειδώλου, που λέγεται Ανδρέας Παπανδρέου, δεν μπορούσε ο γιός του να πράττει με άνεση αυτά που έπραξε. Αυτό είναι το άλλοθι, που είναι ανάγκη πάση θυσία να ξεσκεπαστεί. Αλλιώς δεν υπάρχει σωτηρία. Όμως το παράδειγμα του Ανδρέα ακολούθησαν και όλοι οι άλλοι κυβερνήτες, με ορισμένες παραλλαγές και διαφοροποιήσεις ο καθένας.

Το ερώτημα λοιπόν είναι: Είναι δυνατό μια πολιτική προσωπικότητα να μπορεί να προξενήσει γενικά μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Η απάντηση: Μόνη της ασφαλώς όχι. Αλλά μόνη της, εφόσον πρόκειται για εξαιρετική προσωπικότητα -δεν έχει σημασία προς το καλό ή το κακό- μπορεί να εκφράσει τη συλλογική βούληση, που διαμορφώνει και δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τους συσχετισμούς εκείνους, που θα την οδηγούν στην επιτυχία του σκοπού της.[8]

Οι μεγάλες προσωπικότητες στην ιστορία είχαν αυτή τη δύναμη και τη δυναμική. Σε ένα βαθμό και στο μέγεθος της Ελλάδας ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν μια τέτοια μοναδική προσωπικότητα. Κατάφερε
  να σαγηνέψει από τη μια και να ελέγξει από την άλλη έναν ολόκληρο λαό και να θεμελιώσει τις μετέπειτα αρνητικές εξελίξεις. Όχι μόνο τα κόμματα της δεξιάς και του κέντρου, αλλά και της αριστερά τα έπαιζε ως ταχυδακτυλουργός.. Ακόμη και τα θετικά μέτρα (π.χ. η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κ.λπ)  χρησιμοποιήθηκαν σκόπιμα για την εξυπηρέτηση της μοναδικής του επιδίωξης, δηλαδή της κατάκτησης και της νομής της εξουσίας.

Γι’ αυτό και κάποιος ισχυρίστηκε ότι ή Ελλάδα θα ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα, χωρίς την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτό παραδέχεται εκ των υστέρων και ο στενός του φίλος Αδαμάντιος Πεπελάσης, ομολογώντας:

«Έχω πει και παλιότερα ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την ευκαιρία που δεν είχε ούτε ο Καποδίστριας, ούτε ο Τρικούπης, ούτε ο Βενιζέλος. Όταν πήρε την εξουσία το 1981, είχε μαζί του τον λαό, είχε ικανούς ανθρώπους να τον υποστηρίζουν, είχε την ανοχή της κοινωνίας, αλλά και χρήμα από τις Βρυξέλλες. Και επιπλέον είχαμε πιστέψει ότι το σπουδαίο μυαλό του ήταν το μέλλον της σκέψης για τον τόπο. Από αυτή την άποψη είναι τεράστια η ευθύνη του για το σημερινό κατάντημα. Τώρα πια με αφορμή τον Ανδρέα έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην πολιτική δεν φτάνει η πρόθεση ούτε η αντίληψη. Θέλει και προσωπικό θάρρος».[9] Φυσικά δεν επρόκειτο για θάρρος, αλλά για βούληση, η οποία υπηρετούσε έναν μόνο σκοπό: την εξουσία.

Σε αντίθεση με την επίσημη θεωρία των πρώην σοβιετικών καθεστώτων και της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, που εκθείαζαν, για λόγους περισσότερο προπαγάνδας τις «μάζες», ως τους πρωτεργάτες της ιστορικής εξέλιξης, αναφέρει ο γνωστός μαρξιστής φιλόσοφος Κοστάντο Πρέβε τα εξής: «Παρά τη γνώμη του Πλεχάνωφ περί του μη ουσιαστικού ρόλου των προσωπικοτήτων στην ιστορία, γνώμη ενδεικτική του οικονομισμού του πρώτο - μαρξισμού, ένας φασισμός χωρίς Μουσολίνι και ένας εθνικοσοσιαλισμός, χωρίς τον Χίτλερ, θα ήταν πολύ διαφορετικοί, και μπορεί να μην είχαν υπάρξει και καθόλου».[10] Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Κατ’ αναλογία, παρά τη γνώμη πολλών, η παρακμιακή πορεία της χώρας δεν θα έφθανε ως εδώ χωρίς την πολιτική της διαφθοράς που εφάρμοσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και που βασίστηκε πέρα από το καταναλωτικό μοντέλο και στον απύθμενο και εκφυλιστικό λαϊκισμό σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Φαίνεται πως λαϊκισμός και διαφθορά πάνε χέρι χέρι.

Ηχούν
  κυνικά τα λόγια του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν κολακεύει τον ελληνικό λαό για να τον εκμαυλίσει: «Ο ώριμος λαός μας, είναι έτοιμος για τη μεγάλη αλλαγή. Το ΠΑΣΟΚ επεξεργάζεται το πρόγραμμα για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας».[11] Ας μην ξεχνούμε και την «ισχυρή Ελλάδα», για την οποία μιλούσε επανειλημμένα ο Κώστας Σημίτης, μιμούμενος τον «μεγάλο οικονομολόγο», που συνετέλεσε στην καταστροφή της χώρας. Αναγνωρισμένα ως ο καλύτερος μαθητής του Ανδρέα Παπανδρέου συνέχισε στο ίδιο λαϊκιστικό πνεύμα, με την ίδια υποκρισία: «Για μας τους σοσιαλιστές, ο μόνος τρόπος αποκατάστασης ενός πνεύματος συλλογικότητας, αλληλεγγύης και η καλλιέργεια της ευθύνης είναι η διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και η καλλιέργεια της ευθύνης των πολιτών. Στην πραγματικότητα χρειάζεται καινούργια πολιτική κουλτούρα».

Ο αρχιερέας της διαπλοκής, όπως τον χαρακτήριζε ο Κώστας Καραμανλής, ο νεότερος, δεν φειδόταν της φτηνής προπαγάνδας: «Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να παράγει ιδέες και προτάσεις, να καθιερώνει πρότυπα, να κινητοποιεί για τους προγραμματικούς του στόχους, να διαμορφώνει άλλους τρόπους λειτουργίας της κοινωνίας».[12]

Η κύρια αιτία για την υπερχρέωση της χώρας και την παρακμιακή της πορεία, που καταγράφεται από τη μεταπολίτευση, αλλά κυρίως – για να ακριβολογούμε- από το 1981 κι’ εντεύθεν,
  λαμβάνει χώρα, όταν άρχισε ο υπερδανεισμός της Ελλάδας και τον συνέχισαν ανεξαιρέτως και συνειδητά οι επόμενες κυβερνήσεις.[13]  Σ’ αυτήν την πολιτική στρατηγική της παρακμής συνέπραξαν και τα εκάστοτε κόμματα της αντιπολίτευσης, είτε ενεργητικά είτε παθητικά, αποδεχόμενα στην πράξη την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στην χείριστή της μορφή.

Στην καθοδική αυτή πορεία πρωτοστάτησε και η διανόηση της Αριστεράς που διορίστηκε κατά χιλιάδες στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος της διαπλοκής.

Το καταναλωτικό όμως αυτό μοντέλο προϋπέθετε για να εφαρμοστεί τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων, όπως τονίσαμε, δηλαδή την πλήρη διαφθορά και καταρράκωση και οποιουδήποτε συστήματος κοινωνικών, πολιτικών, πνευματικών και ηθικών αξιών της κοινωνίας, με τελικό στόχο την καταναλωτική αποκτήνωση και αποχαύνωσή της.[14] Από αυτήν την παρακμιακή πορεία δεν εξαιρείται φυσικά διόλου και η Αριστερά, κυρίως βέβαια η «αριστερή διανόηση», η οποία υπέστη ιδεολογικό μετασχηματισμό και μεταμορφισμό, όπως ισχυρίζεται ο Γιάννης Μηλιός, ένας διανοούμενος της, και έπεσε εύκολο θύμα (αν έπεσε πραγματικά θύμα) της καταναλωτικής κοινωνίας και της νοοτροπίας, που η τελευταία καλλιέργησε, ώστε να παρουσιαστούν τα γνωστά φαινόμενα της κρίσης και απαξίωσης της. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν παντού και πάντοτε.

Για το λόγο αυτό ομολογεί με τη γνωστή παρρησία του και ο καθηγητής Κώστας Μπέης, έχοντας περάσει από όλες τις βαθμίδες της πολιτικής ζωής, κυρίως την περίοδο Σημίτη: «Δυστυχώς αυτή είναι η Ελλάδα. Χωρίς ηθικές αρχές, μόνο με παχιά λόγια, μεγαλοστομίες κούφιες και διαφθορά εκτεταμένη από την κορυφή μέχρι τον έσχατο».[15] Η γενίκευση του Κώστα Μπέη, ασφαλώς και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αλλοίμονο αν δεν υπήρχαν εστίες αντίστασης!

Πολύ αποκαλυπτική είναι στο σημείο αυτό, η ερμηνεία που δίνει ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς του αιώνα, για τα αίτια αποδυνάμωσης και μεταμόρφωσης της Αριστεράς: «Υπάρχει κάτι ακόμη πιο βαθύ που αποδυνάμωσε την Αριστερά. Πώς να το προσδιορίσω; Σε οικονομικό επίπεδο, είναι η καταναλωτική κοινωνία. Σε πνευματικό επίπεδο, είναι η ταύτιση της ελευθερίας με την ατομική επιλογή, χωρίς ενδιαφέρον για τις πιθανές κοινωνικές επιπτώσεις».[16] Βασικά η ταύτιση της ελευθερίας με το ατομικό συμφέρον.

Η Ελλάδα είναι σύμφωνα με πιστοποιημένα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση η πιο διεφθαρμένη χώρα της Ευρώπης και φυσικά πολύ πέραν αυτής.

Η κατάρρευσή της ταυτίζεται με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μάλιστα πολλοί περιπαικτικά θεωρούν την Ελλάδα της μεταπολίτευσης ως το τελευταίο κράτος του υπαρκτού σοσιαλισμού, λόγω των ίδιων ή παρεμφερών φαινομένων εκείνου του συστήματος και αυτού που εφάρμοσε κυρίως το ΠΑΣΟΚ, με τον άκρατο κρατισμό και παρακρατισμό: Μια κρατικοδίαιτη γραφειοκρατική κάστα με τις παραφυάδες της. Ένα κράτος, αν μπορούμε να μιλάμε για κράτος και όχι για φέουδο, που έγινε παρακράτος της οικογενειακής δυναστείας, της ρεμούλας των κομματικών γραφειοκρατικών ηγεσιών και της κάστας των κρατικοδίαιτων φιλελεύθερων, σοσιαλφιλελεύθερων και αριστεροφιλελεύθερων πολιτών, με μόνη ιδεολογία τον αδίστακτο ατομικό πλουτισμό σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.[17] Το αποδεικνύουν οι πολυποίκιλες των ευνοουμένων από το ΠΑΣΟΚ κυρίως και δευτερευόντως από τη Νέα Δημοκρατία γραφειοκρατικές
  συντεχνίες, που καταλήστεψαν τον τόπο.[18]

Η εξίσωση της Ελλάδας με τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που γίνεται από μερικούς, δεν είναι απόλυτα σωστή. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι συγκριτικά χειρότερα, γιατί εδώ οι εκμεταλλευτές εναλλάσσονται στην εξουσία, πότε οι μεν πότε οι δε (πράσινοι - μπλε, με ενδιάμεσους χρωματισμούς), ενώ στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ οι δυνάστες σπάνια άλλαζαν.

Αυτό πρακτικά σημαίνει την προϊούσα διάλυση της κοινωνικής συνοχής και της μετατροπής των Ελλήνων πολιτών σε εξατομικευμένους, εγωιστικούς καταναλωτές
  της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης, όπως υπονοεί και ο Χόμπσμπαουμ.

Το ερώτημα που ανακύπτει πάλι είναι: Τις πταίει! Το ερώτημα αυτό επιμερίζεται σε μερικά άλλα ερωτήματα, όπως: Υπάρχει συλλογική ευθύνη της κοινωνίας και αν ναι, πώς ιεραρχείται αυτή; Δηλαδή, για να το κάνουμε πιο λιανά: Φταίμε όλοι, φταίνε μερικοί, φταίνε τα κόμματα, φταίνε τα συνδικάτα, φταίνε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, φταίει η πνευματική μας ηγεσία, φταίνε τα ΜΜΕ; Τα «φάγαμε όλοι μαζί», όπως λέει με την συνηθισμένη του αλαζονεία και αμετροέπεια ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος λόγω στήριξής του από το σύστημα απολαμβάνει ακόμη το ακαταλόγιστο;
 

Η απάντηση δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε απλή, γιατί, αν φταίμε όλοι, τότε όλοι πρέπει να πληρώσουμε και όλοι να «βάλουμε πλάτη», όπως λέγεται από επίσημα κυβερνητικά χείλη και τον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, που ζητούσε και κοινωνική συναίνεση, για να βγούμε, υποτίθεται, από την κρίση.

Η άποψή μου είναι ότι υπάρχει συγκεκριμένη ευθύνη, με την έννοια ότι άλλοι εφάρμοσαν την πολιτική της διαφθοράς και εισέπραξαν απ’ αυτή την πολιτική, άλλοι συνέπραξαν και συμμετείχαν αναλογικά στο φαγοπότι, ενώ άλλοι δεν συνέπραξαν και δεν επωφελήθηκαν από την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, του ιδρώτα του φορολογούμενου πολίτη, αλλά δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν αυτήν την εξέλιξη, είτε από ανικανότητα είτε από αφέλεια, είτε από κακώς εννοούμενο συμφέρον, είτε γιατί πίστεψαν
  στις υποτιθέμενες καλές προθέσεις τους, λόγω πλύσης εγκεφάλου από τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ, που υπηρετούν το παρασιτικό ντόπιο και ξένο κεφάλαιο σε βάρος του ελληνικού λαού και των εθνικών συμφερόντων. Τέλος γιατί δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να αντιδράσουν αποτελεσματικά ενάντια σ’ αυτήν την καταστροφική πορεία. Το πανίσχυρο σύστημα της διαφθοράς φρόντισε εγκαίρως γι’ αυτό.

Από ακριτομυθίες μαθαίνουμε ότι οι ελεγκτές του ΔΝΤ και της ΕΚΤ μένουν
 κατάπληκτοι και δεν μπορούν να πιστέψουν τα μάτια τους για το μέγεθος της διαφθοράς, της ρεμούλας και της παραλυσίας του κρατικού μηχανισμού, που αποτελεί θαύμα, πώς δεν είχε καταρρεύσει νωρίτερα. Φαίνεται πως η παραοικονομία, που το διατηρούσε να επιπλέει,  αρχίζει κι’ αυτή να εξαντλείται.

Τέτοιο είναι μάλιστα το μέγεθος της διάλυσης και της διαφθοράς των κρατούντων και του κρατικού μηχανισμού, ώστε να είναι αναγκασμένοι οι δανειστές μας να στέλνουν δικούς τους υπαλλήλους, για να είναι βέβαιοι ότι θα μπορέσουν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Γιατί εκείνο που τους ενδιαφέρει φυσικά δεν είναι να βάλουν κάποια τάξη στο διεφθαρμένο σύστημα, αλλά πώς να εξασφαλίσουν τα χρήματά τους.

Συνεπώς το πρόβλημα δεν είναι οι ξένοι, που υπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα, αλλά το δικό μας καθεστωτικό σύστημα, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, οι δικοί μας πολιτικοί που αποδείχτηκαν όχι μόνο ανίκανοι, αλλά και αδιάφοροι γι’ αυτόν τον τόπο, επενδύοντας στο δικό τους καθαρά συμφέρον. Τα περί σωτηρίας του έθνους, της πατρίδας κ.λπ. αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση σκέτη υποκρισία, γιατί η εθνικοφροσύνη είναι εθνοκάπηλη.
 «Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήθελε να δεχτεί τίποτε, που δεν μπορούσε να ελέγξει. Αν δεν μπορούσε να το ελέγξει, το απέβαλε».[19]  Αυτά λέει ο φίλος του Αδαμάντιος Πεπελάσης. Γι’ αυτό ανέβαζε και κατέβαζε από το τραίνο, όποιον του ασκούσε και την παραμικρή κριτική.
 Αυτός δημιούργησε (οι επίγονοι απλώς συνέχισαν το παράδειγμά του) το κράτος και παρακράτος της απόλυτης αυθαιρεσίας και ρεμούλας. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πρώην «κομμουνιστές», μετά «σοσιαλιστές», κατόπιν ακραίοι νεοφιλελεύθεροι Πάγκαλος, Ανδρουλάκης, Δαμανάκη και άλλοι φυσικά,
  ων ουκ έστιν αριθμός. Το σύστημα δεν κάνει διακρίσεις, αν κάποιος υποτίθεται είναι ή ισχυρίζεται ότι είναι αριστερός, κεντρώος, δεξιός. Αρκεί να το εξυπηρετεί.

Υπάρχουν βέβαια πάντοτε και οι εξαιρέσεις, που όμως πάντα επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Είναι όλοι εκείνοι, που καλή τη πίστη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο Κίνημα της «αλλαγής», η οποία φυσικά ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Είναι εκείνοι που, όταν διέγνωσαν την απάτη, προς τιμήν τους, αποχώρησαν.[20] 
 

Είναι αυτός που από τη μια διέλυσε την παιδεία, τον φοιτητικό και εργατικό συνδικαλισμό και αντ’ αυτού δημιούργησε τις αντικοινωνικές κομματικές συντεχνίες, τον κομματικό και συνδικαλιστικό στρατό και παράλληλα
  ενσωμάτωσε και αφομοίωσε την Αριστερά στο σύστημα, στο στρεβλό αυτό καπιταλιστικό σύστημα, βάζοντας στο περιθώριο όσους αντιστέκονταν. Συντελέστηκε μια, « φ α ο υ σ τ ι κ ή  σ υ ν α λ λ α γ ή », όπως την αποκαλώ, με τις λεγόμενες προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις.[21] Τους έδωσε, χρήμα, αξιώματα και ελευθερίες (τελικά ασυδοσίες) και τους πήρε την ψυχή.

Εφάρμοσε ένα δαιμόνιο σχέδιο για την αποσύνθεση σε πρώτο και την αφομοίωση σε δεύτερο στάδιο των δυνάμεων της Αριστεράς. Ο στόχος του ήταν βασικά να διαλύσει την ΕΔΑ,[22] που είχε τους ίδιους ή παρόμοιους διακηρυγμένους στόχους με το ΠΑΣΟΚ, πράγμα που επέτυχε, χωρίς μεγάλες δυσκολίες, κατά δεύτερον να ελέγξει το ΚΚΕ μέσω της άριστης συνεργασίας του με την πρώην Σοβιετική Ένωση, πράγμα που επίσης επέτυχε και τέλος κατά τρίτον να απαξιώσει το ΚΚ εσωτερικού, που τα μέλη του κατηγορούσε ως αριστερούς των σαλονιών, στόχο, που σε συνεργασία με το ΚΚΕ, επίσης πέτυχε. Αυτός ήταν και ένας τρόπος να αποσπάσει την στήριξη του ΚΚΕ και των αριστερών γενικότερα, που δεν ακολουθούσαν το ΚΚ εσωτερικού.

Το τίμημα για την Αριστερά, για τις προοδευτικές δυνάμεις και για την Ελλάδα γενικά ήταν καταστροφικό, γιατί η δική του πολιτική μας οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στο ΔΝΤ. Υπάρχει μια αρχή, μια εξέλιξη και μια καταληκτική πορεία. Τα γεγονότα δεν προέκυψαν από παρθενογένεση, όπως τόνισα στην αρχή.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου όχι μόνο εξαπάτησε την Αριστερά, εκμεταλλευόμενος την εαμική παράδοση και τη δράση της ΕΔΑ, με το αζημίωτο, χρησιμοποιώντας υποκριτικά τα συνθήματά της. Την ενσωμάτωσε και την διέφθειρε μέσα από το καταναλωτικό πρότυπο που εφάρμοσε. Οι εαμικές και εδαϊτικες αξίες, ιδανικά και οράματα ενταφιάστηκαν μέσα στην καταναλωτική αποκτήνωση.[23]

Ήξερε ο Ανδρέας Παπανδρέου την μέθοδο μετάλλαξης και την εφάρμοσε κατά γράμμα. Το φαινόμενο αυτό της μετάλλαξης ερμηνεύει με έναν αποκαλυπτικό και πρωτότυπο τρόπο ο μαρξιστής φιλόσοφος Κοστάντσο Πρέβε: «Μακράν από το να είναι ηγεμονεύουσες και πολύ περισσότερο “επαναστατικές”, όπως νόμιζε ο Μαρξ, οι ιστορικά καταπιεζόμενες τάξεις, είναι οι πλέον ευάλωτες να ενσωματωθούν-αποσυντεθούν με αυτόν τον τρόπο, διότι προέρχονται από αιώνες στερήσεων και μαύρης εξαθλίωσης, από ξυλοδαρμούς εκ μέρους των ρουφιάνων των αφεντάδων και βιασμών εκ μέρους του φεουδαρχικού ασκεριού κ.λπ.».[24]

Στην Ελλάδα τα φαινόμενα αυτά, που περιγράφει ο μαρξιστής φιλόσοφος, ήταν ακόμη πιο σκληρά και απάνθρωπα: Βασανισμοί, φυλακές, εξορίες, θανατώσεις, ταπεινώσεις και αποκλεισμοί από την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ζωή της χώρας, ήταν οι συνέπειες της μισαλλόδοξης πολιτικής της λεγόμενης δεξιάς, που κυριάρχησε μετά τα Δεκεμβριανά το 1944, με τη στήριξη των Άγγλων και των σωρευμένων και εγκληματικών λαθών του ΚΚΕ. Η Αριστερά κυρίως αλλά ακόμη και οι προοδευτικές δυνάμεις της Ένωσης Κέντρου, στερήθηκαν τις ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες ακόμη και αυτού του αστικού καθεστώτος.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνώριζε την ψυχολογία αυτής της κατηγορίας ανθρώπων με βάση τις τραγικές συνθήκες των απερίγραπτων διώξεων και της απάνθρωπης ταπείνωσης, που περιγράφει τόσο παραστατικά ο Πρέβε, και την εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο. Ήξερε πολύ καλά πώς θα χειριστεί την κάθε πολιτική παράταξη και τους οπαδούς της, για να τους εντάξει στα σχέδιά του.

Η μέθοδος ήταν απλή και άκρως αποτελεσματική: Τους απάλλαξε από τη μια από την καταπίεση και εκμετάλλευση της δεξιάς, τους προσέφερε τις πολυπόθητες ελευθερίες, που τελικά μετατράπηκαν σε ασυδοσίες, αλλά από την άλλη, ως αντάλλαγμα κατά κάποιο τρόπο, τους ενσωμάτωσε και τους εγκλώβισε στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, μάλιστα με δανεικά. Ανίδεοι πολλοί από την Αριστερά, αποκλεισμένοι από δεκαετίες από την εξουσία και την κατανάλωση και γαλουχημένοι στην πλειοψηφία τους από μια σταλινική παράδοση, έπεσαν εύκολα θύματα της αριστερής του προπαγάνδας και της δεξιάς του πολιτικής.[25] Το χειρότερο είναι ότι τους χρησιμοποίησε κατάλληλα για τη δική του στρατηγική κατάκτησης και νομής της εξουσίας.

Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βιώνουμε σήμερα με τους τροϊκανούς Έλληνες και ξένους, δηλαδή με την πλήρη κηδεμονία των ντόπιων και ξένων επικυρίαρχων, που συνετέλεσαν ώστε να χάσουμε όχι μόνο την εθνική μας ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και την αξιοπρέπειά μας.

Αντίσταση δεν υπήρχε από πουθενά. Το Λαϊκό Κίνημα περιέπεσε στην μεγαλύτερη υποχώρηση και ήττα, από την οποία είναι δύσκολο να συνέλθει, αν δεν επανακτήσει τις αρχές και αξίες του ελληνικού πολιτισμού, που είναι το μόνο που μπορεί να ανασυντάξει τις υγιείς λαϊκές δυνάμεις του τόπου.
 

Ακόμη και τώρα μετά τα τραγικά αποτελέσματα της κρίσης και την μετατροπή της πατρίδας μας σε Νεο - Αποικία των δανειστών - δυναστών μας, λίγοι είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται τις αιτίες της κρίσης, που στην ουσία, όπως τόνισα επανειλημμένα δεν είναι πρωταρχικά οικονομική, ούτε πολιτική, αλλά πολιτισμική. Έχει σχέση δηλαδή με αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφορών, μιας άλλης κουλτούρας βασικά, απ’ αυτήν που το σύστημα του συγκροτήματος εξουσίας έχει επιβάλει στο λαό, με τα μέσα που διαθέτει. Μια αλλαγή επιβάλει επιπλέον ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, από το καταναλωτικό, που επικρατούσε έως τώρα και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσει να επικρατεί. Πολλοί μιλούν για ανάπτυξη, όμως ανάπτυξη χωρίς αλλαγή νοοτροπίας δεν γίνεται.

Ενώ ο ρόλος των λεγόμενων «δεξιών» κομμάτων είναι πασιφανής, αναπάντητα ερωτηματικά αναφύονται για το ρόλο της Αριστεράς και των αριστερών κομμάτων. Προσπαθούμε για το λόγο αυτό με κάθε παρρησία να ανακαλύψουμε τα ερμηνευτικά εκείνα θεωρητικά εργαλεία, που θα μας διευκολύνουν στην κατανόηση του φαινομένου.

Η Αριστερά από την οποία περίμενε κανείς να επωμιστεί αυτό το έργο αποδείχτηκε στην πράξη ανίκανη, για να μην πούμε ότι είναι και συνένοχη σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτή την παρακμιακή πορεία Καμία οικονομία δεν μπορεί να ανακάμψει με όργανο τη διαφθορά και το είδος του καταναλωτικού μοντέλου που εφάρμοσε. Εκτός από την κομματική και κρατική γραφειοκρατία, καθοριστικό αρνητικό ρόλο παίζει και η διανόηση.

Ιδιαίτερα σκληρός στην κριτική του είναι ο Κοστάντσο Πρέβε σχετικά με τους διανοούμενους της Αριστεράς, τους οποίους καυτηριάζει περιφρονητικά: «Αν η ενσωμάτωση στο σύστημα των καταπιεζόμενων τάξεων συντελείται μέσω της μη ιδεολογικής, αλλά ευθέως καταναλωτικής τους αποσύνθεσης, η ενσωμάτωση των στρωμάτων των διανοουμένων πρέπει να περάσει μέσω της ιδεολογίας, διότι πρόκειται γενικώς περί αρπακτικών, και επιπλέον επιφανειακών και υποτελών, που καταβροχθίζουν βιβλία και σελίδες κουλτούρας».[26]

Η καταιγιστική αυτή κριτική στους διανοούμενους που από την Αριστερά ενσωματώθηκαν στην αστική ιδεολογία και την υπηρέτησαν και την υπηρετούν είναι κατά τον Κοστάντσο Πρέβε απολύτως κατανοητή, αν αναλογιστούμε ότι «η ενσωματωτική ιδεολογία που απευθύνεται με εμμονή προς το στρώμα των διανοουμένων είναι αντιθέτως ριζικά αντιαστική, και ακριβώς για αυτό υπερ-καπιταλιστική».[27]

Επιπλέον η αριστερή διανόηση που προσχώρησε στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, συντελεί τα μέγιστα σ’ αυτό που ο Γκράμσι αποκαλεί «συναίνεση» ή πολύ περισσότερο «ενεργητική συναίνεση» στο σύστημα.

Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους, γιατί η κριτική στο σύστημα ξεκινάει το πολύ από την εποχή Σημίτη, ενώ ο κύριος υπεύθυνος που ανέδειξε και τον Σημίτη και τους υπόλοιπους, είναι ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τώρα δειλά δειλά[28] ξεκινάει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας από την μεταπολίτευση και εντεύθεν και να μαθαίνει ο κόσμος την αλήθεια, αν την μαθαίνει φυσικά. Τώρα με την κρίση αρχίζουν να ψελλίζουν μερικοί ότι έφταιγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Φυσικά τον ευνόησαν και οι συνθήκες, όπως και τον Χίτλερ των εννόησαν οι τότε συνθήκες της Γερμανίας. Αλλά οι μεγάλες προσωπικότητες δημιουργούν από τις συνθήκες εκείνο που στοχεύουν να δημιουργήσουν. Αυτό ισχύει γενικά για όλες τις μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες..

Όμως όπως είπε και ο Γκράμσι «χωρίς τον καθορισμό αρχών που τείνουν να γίνουν οικουμενικές μια οργάνωση είναι ένα είδος μαφίας».[29]

Ο Σημίτης που ήταν ο καλύτερός του μαθητής, απλώς επαύξησε την αρνητική πορεία, την οποία ολοκλήρωσε στη συνέχεια ο Γιώργος Παπανδρέου.[30] 
 Και οι δυο τους έδωσαν τα πάντα στους εξωθεσμικούς παράγοντες, προκειμένου να αναρριχηθούν και παραμείνουν στην κυβέρνηση.

Γι’ αυτό σχηματικά λέω ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου άνοιξε τον τάφο για τον ελληνικό λαό, ο Κώστας Σημίτης έβαλε το φέρετρο μέσα και ο Γιώργος Παπανδρέου, προσπάθησε να βάλει την ταφόπλακα.

Το κακό
  συντελέστηκε με την οικονομική κρίση, αλλά δεν ήταν η αιτία. Και όπως λέει η παροιμία ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται: Η ανέχεια, η ανασφάλεια, η ανεργία, κυρίως των νέων, αλλά όχι μόνο, η φυγή στο εξωτερικό των πιο ζωντανών και μορφωμένων δυνάμεων του τόπου (τα καλύτερα μυαλά), η υπογεννητικότητα, η ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση με τα μύρια προβλήματα που κουβαλάει και τέλος ως αποτέλεσμα η πλήρης καταστροφή της ποιότητας ζωής και ένα σωρό άλλες αρνητικές εξελίξεις, δημιουργούν πρωτόγνωρες καταστάσεις στην Ελλάδα, που θυμίζουν τις πιο επώδυνες στιγμές της κατοχής, αλλά είναι ασύγκριτα χειρότερες γιατί τότε υπήρχε εθνική ανάταση και πατριωτικά ιδανικά, που σήμερα είναι είδος υπό εξαφάνιση.

Το χειρότερο απ’ όλα αποτελεί η προσπάθεια μέσω του αφελληνισμού της παιδείας να καταρρακωθεί το εθνικό φρόνημα και η εθνική συνείδηση του Έλληνα, για να υπαχθεί τελικά ως Νέο –Ραγιάς στον Νέο –Οθωμανισμό ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή Νέο - Αποικίας, όπως συμβαίνει αυτή την περίοδο με αποικιοκράτη την Γερμανία.

Στην Ελλάδα, για να το πούμε υπερβολικά, και ας φαίνεται αντιφατικό, δεν φταίει το καπιταλιστικό σύστημα, για να μη μιλούμε για σοσιαλισμούς και πράσινα άλογα. Φταίει το γεγονός ότι δε λειτούργησε αυτό το σύστημα, το καπιταλιστικό σύστημα, έτσι όπως λειτουργεί στις χώρες του Βορρά, για να ομνύουμε και για κάτι πάρα πέρα.

Αν λειτουργούσε ο καπιταλισμός, έστω και κατά προσέγγιση προς τις σκανδιναβικές χώρες, τότε ασφαλώς και δεν θα είχαμε όλα αυτά τα καταστροφικά φαινόμενα. Στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας δεν ίσχυσε το του Ευαγγελίου: «Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω»[31], αλλά ο εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω! Θεώρησαν ότι το κράτος τους ανήκε και το καταλήστεψαν. Το κράτος όμως ήταν οι εργαζόμενοι πολίτες. Εκείνοι που εργάστηκαν τίμια εκείνοι είναι που υποφέρουν περισσότερο από τους άλλους.

Το σύστημα της φαυλοκρατίας και αναξιοκρατίας δεν ανέχεται συνάμα να διαφοροποιηθεί κανείς. Προσπαθεί να συντρίψει με κάθε τρόπο και μέσο, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, ψυχολογικό, αυτούς που δεν εντάσσονται στο σύστημα και παλεύουν ενάντια στο ρεύμα, για να δημιουργήσουν μια καλύτερη κοινωνία. Για το σύστημα κάθε διαφοροποίηση είναι επικίνδυνη και γι’ αυτό πρέπει να
 περιθωριοποιηθεί και συντριβεί.

Δεν θα είχαμε σαφώς σοσιαλισμό. Όμως δεν θα καταλήγαμε στη χειρότερη μορφή του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή στο ΔΝΤ και στα δεινά που μας επιφυλάσσει. Αντιθέτως θα είχαμε δημιουργήσει έναν παράδεισο, που θα τον ζήλευαν οι πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτός ο ευλογημένος από τη φύση τόπος που λέγεται Ελλάδα, που ομολογουμένως
  διαθέτει πολυποίκιλο πλούτο, θα αποτελούσε υπόδειγμα, αν δεν είχε όλους αυτούς που την οδήγησαν στον γκρεμό.

Έτσι τώρα μόλις αρχίζει σταδιακά να δημιουργείται η κοινωνία τους ενός τρίτου, γιατί με την οικονομική κρίση και την παράδοσή μας στο ΔΝΤ αρχίζει να σπάει η ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης και να τρίζουν τα θεμέλια και άλλων κοινωνικών ομάδων.[32] Το «λίπος» της κλεπτοκρατίας, του «υπαρκτού καπιταλισμού» στην Ελλάδα, κατ’ αντιστοιχία προς τον υπαρκτό σοσιαλισμό των σοβιετικών καθεστώτων, για να το εκφράσουμε μεταφορικά, αρχίζει και λιώνει. Ούτως ή άλλως ήταν όλα στο σχέδιο.
  Όπως ακριβώς έγινε και στον υπαρκτό σοσιαλισμό μετά την κατάρρευσή του. Η πρώην νομενκλατούρα έγινε η σημερινή μαφία.

Βέβαια
  εκείνοι που πλήρωναν πάντοτε και τώρα θα πληρώσουν πάλι τα σπασμένα, είναι εκείνοι που δεν πήραν μέρος στο πλιάτσικο και το μεγάλο φαγοπότι. Απλώς θα χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο η κατάστασή τους. Ενώ πρώτα ζούσαν στην φτώχεια, τώρα θα περιπέσουν στην εξαθλίωση. Μετά θα ακολουθήσουν και άλλοι, ώσπου να σχηματιστεί η κοινωνία τους ενός τρίτου και λιγότερο τους ενός τρίτου, που θα ζει σε βάρος των υπολοίπων.

Οι άλλοι που έβγαλαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, πλουτίζοντας με αθέμιτο τρόπο, θα γίνουν ακόμη πλουσιότεροι, γιατί αυτοί αποτελούν και το στήριγμά του φαύλου και εκμεταλλευτικού συστήματος.

Αναστροφή αυτής της πορείας μπορεί να αρχίσει σαν πρώτο βήμα και έχει ίσως ελπίδες με την κατάργηση της δυναστείας Παπανδρέου και των συνοδοιπόρων.[33]Από κει και πέρα έπεται συνέχεια.

Αν θέλουμε να ακριβολογούμε θα πρέπει η ανάκαμψη και η πραγματική αλλαγή να βασίζεται σε δύο παράγοντες, σε δύο πυλώνες: Ο ένας είναι η αλλαγή νοοτροπίας και ο άλλος είναι οι θεσμοί. Θα πρέπει να υπάρχει διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς του δύο παράγοντες για να επέλθει η απαλλαγή από την κρίση. Χωρίς το υποκείμενο της αλλαγής με ταυτόχρονη αλλαγή των θεσμών δεν υπάρχει δυνατότητα διεξόδου από την κρίση.

Σημείωση: Αύριο, ημέρα της επετείου της 3ης του Σεπτέμβρη ακολουθεί το τελευταίο άρθρο.

[1] Η φράση «ολετήρας της Ελλάδας» δεν είναι δική μου αλλά του Γιάννη Αλευρά.

[2] Αυτή η κριτική - καταπέλτης του Πεπελάση, στενού φίλου του Ανδρέα Παπανδρέου, που έρχεται όψιμα (δεν τα έλεγε, όταν έπρεπε να τα πει), περιλαμβάνεται σε συνέντευξη, ποταμός, που παραχώρησε στο περιοδικό «Μόνο», στις 2 Μαρτίου 2012. Αξίζει να την διαβάσει κανείς ολόκληρη, για να καταλάβει, συμπληρωματικά σε όλα όσα παραθέτω και καταγράφω, άγνωστες ακόμη πτυχές της παρακμιακής πορείας του τόπου μας και των πρωταιτίων αυτής της παρακμής πορείας. Βλ. ιστολόγιό μου:
www.damonpontos.gr, στο φάκελο: ΠΑΚ - ΠΑΣΟΚ.

[3] Υπάρχει ασφαλώς μια αλληλουχία γεγονότων που ξεκινούν από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν ανατρέξουμε στον παρελθόν θα μπορέσουμε πολύ πιο εύκολα να ερμηνεύσουμε και κατανοήσουμε τις σημερινές αρνητικές εξελίξεις. Αυτό όμως θα μας οδηγούσε πέρα από τα πλαίσια αυτής της μελέτης. Χρειάζεται όμως κάποια στιγμή να γίνει μια ιστορική αναγωγή στα πρωταρχικά αίτια της σημερινής κατάντιας, που έχει τις βαθύτερες αιτίες της στο παρελθόν και κυρίως στα γεγονότα και τα αποτελέσματα του εμφυλίου. Υπάρχει μια γραμμή που τα συνδέει.

[4] Έτσι επαληθεύεται η θεωρία μου του ενός τρίτου, που αντιστεκόταν στον πνευματικό και ηθικό ξεπεσμό και τα δύο τρίτα που αλώθηκαν από τον ατομικό πλουτισμό και την καταναλωτική αποκτήνωση.

[5] Κατά Ιωάννην, 23-8.40.

[6] Την πολιτιστική κατάρρευση της χώρας μας επιβεβαιώνει στην συνέντευξή του και ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, ο οποίος τονίζει ότι η κρίση που περνάμε
  δεν είναι πρωταρχικά οικονομική. Λέει ο Πεπελάσης σ’ ένα σ’ ένα σημείο της συνέντευξής του στο περιοδικό «Μόνο», που προαναφέραμε: . «Όμως στη δική μας περίπτωση δεν είναι καθόλου οικονομικό το ζήτημα. Πώς να τους εξηγήσεις ότι το υψηλότερο ΑΕΠ δεν μας ενδιαφέρει, αν δεν συνεπάγεται πραγματική ανάπτυξη, αν δεν σκεφτόμαστε δηλαδή την ποιότητα και το περιεχόμενο του».

[7] Με την έννοια αυτή καταργείται ο μύθος ότι «Όλοι μαζί τα φάγαμε», του Πάγκαλου.

[8] Βλέπε: Μέγας Αλέξανδρος, Ναπολέων, Λένιν, Χίτλερ, Μάο Τσε Τουνγκ κ.λπ. Συνήθως η Αριστερά αρνείται αυτή την εκδοχή, διαπράττοντας ένα σοβαρό λάθος στη θεωρία της.

[9] Συνέντευξή του στο περιοδικό «Μόνο», ό.π. Ο Πεπελάσης κάνει ένα ασυγχώρητο λάθος. Μιλάει για έλλειψη θάρρους από μέρους του Ανδρέα Παπανδρέου, για να δικαιολογήσει τη στάση του. Είναι παντελώς λανθασμένη η αντίληψη αυτή. Πρόκειται για συνειδητή πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου και όχι για έλλειψη θάρρους, που ταυτίζεται με την εγωπαθή ιδιοσυγκρασία του. Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο μύθος του Ανδρέα.

[10] Βλ. Κοστάντσο Πρέβε, Κριτική ιστορία του Μαρξισμού, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2010, σ. 22.

[11] Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου, «Η εξουσία από τα μονοπώλια στο λαό», εφημ. «Τα Νέα», 3.11.1975, σ. 7.

[12] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη, ό.π., σ. 331.

[13] Όταν μιλούμε για καταναλωτικό μοντέλο εννοούμε ότι τα πάντα καθορίζει το χρήμα ως καθοριστική αξία, από την οποία παράγεται και αναπαράγεται το εγώ και όχι το εμείς, το άτομο και όχι η κοινωνία κ.λπ. μεταβάλλοντας τους πολίτες σε εγωιστικούς, εγωκεντρικούς καταναλωτικές.

[14] Τα λεγόμενα «Σκυλάδικα», ξεφύτρωναν όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στις επαρχιακές πόλεις, ακόμη και χωριά, σαν τα μανιτάρια.

[15] Απόσπασμα από συνέντευξη στο περιοδικό «
Crash», τεύχος 5, Μάιος 2011, με τίτλο: «Άργησα να μιλήσω, mea culpa, Μας ενέπαιξαν Ανδρέας-Σημίτης- Καραμανλής και Γιώργος».

[16] Βλ. Συνέντευξη του Έρικ Χόμπσμπαουμ στην εφημερίδα «Το Βήμα», 21.11.1999, με τίτλο: «Η Αριστερά στον 21ο αιώνα».