ΗΜΕΡΕΣ ΕΑΜοκρατίας ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ (Β).
Αντώνης Ι. Ζαρκανέλας (Δρ)
τ. Γενικός Διευθυντής Ανάπτυξης
Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
«Ο Νομάρχης» του ΕΑΜικού «Κράτους» επέβαλε στις 30 Δεκεμβρίου 1944 προοδευτική εισφορά σε «εύπορους» εμπόρους της Κατερίνης. Μετά από Απόφαση του ΕΑΜικού «Νομάρχη»
κυκλοφόρησε σχετική ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ (Εικ. 1) με την οποία απαιτούσαν συνολικά περίπου 62.000 χρυσές λίρες Αγγλίας. Σε περίπτωση, μάλιστα, μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής απειλούνταν με τη λήψη «ΣΚΛΗΡΩΝ ΜΕΤΡΩΝ». Με το καλό ή με απειλές απαιτούσαν λίρες για τον αγώνα. Για ποιόν, άραγε, αγώνα όταν οι Γερμανοί είχαν ήδη εγκαταλείψει την Ελλάδα από τον Οκτώβριο; Σε εκείνους που δυστροπούσαν ή αρνούνταν ή αδυνατούσαν ή δεν πλήρωναν το σύνολο του ποσού, που τους «επιδίκαζαν» επιβάλλονταν η εκποίηση των προϊόντων των καταστημάτων τους, τα οποία και άδειαζαν (Δείτε το προηγούμενο άρθρο).
Μερικοί δεν παρουσιάστηκαν και για να δικαιολογηθούν προσκόμιζαν βεβαίωση ιατρού ότι ήταν ασθενείς. Για να διαπιστωθεί η αλήθεια του ασθενούντος έστελνε «το ΕΑΜικό κράτος» άνθρωπό τους, συναγωνιστή της εμπιστοσύνής τους. Υπήρξαν περιπτώσεις «συναγωνιστών» που χωρίς να έχουν καμμιά σχέση τότε με τους «ασθενούντες» τις διατήρησαν και αργότερα όταν μετά τον πόλεμο εμφανίστηκαν και με περιουσία. Αναρωτιέται ο συγγραφέας «μήπως ο ασθενής και «ο σύντροφος» τα έβρισκαν με ένα μικρό σακκουλάκι λίρες για να βεβαιώσει (ο δεύτερος) την ασθένεια;».
Βαλίτσες με λίρες κυκλοφορούν και αλλάζουν χέρια από την μια στιγμή στην άλλη. Βαλίτσες που περιέχουν «πολύτιμα για τη ζωή φάρμακα» αλλά είναι πολύ βαριές, για να περιέχουν φάρμακα, δίδονται για φύλαξη αλλά παραλαμβάνονται από άλλους. Άνθρωποι απίθανοι, που προπολεμικά δεν είχαν «στον ήλιο μοίρα», εμφανίζονται μεταπολεμικά με πολλά χρήματα, μεγαλέμποροι και ιδιοκτήτες πολυκατοικιών. (Δαρίβας, σελ. 250-1).
Πουλούσαμε μαλλί, μου εκμυστηρεύεται γνωστός έμπορος της Κατερίνης. Το μαλλί, όταν έχει υγρασία, την απορροφά και προφανώς παίρνει βάρος. Έρχεται μια από ένα χωριό και μου ζητάει να της ζυγίσω μια οκά μαλλί. Της το ζυγίζω και της το δίνω. Πριν με πληρώσει αρχίζει να φωνάζει καλώντας έναν Πολιτοφύλακα – αστυνομικό όργανο του ΕΑΜικού «Κράτους» - «Σύντροφε πιάστον είναι κλέφτης έχει ρίξει νερό στο μαλλί και κοροϊδεύει τον λαό». Άρχισα να κλαίω. Φοβήθηκα. Δεν ήμουν παρά 12 ετών. Πήρε δείγμα ο πολιτοφύλακας αλλά δεν επέστρεψε.
Δημιουργούν και δικές τους φυλακές στις οποίες στοιβάζουν τους «αντιδραστικούς». Οι αποθήκες του Παπακώστα χρησιμοποιούνται, όπως και από τους Γερμανούς, για την πρώτη φύλαξη, ως κέντρο μεταγωγών των κρατουμένων. Αλλά και τα υπόγεια πολλών μεγάλων σπιτιών της Κατερίνης. «Φέρνουν συνεχώς κρατουμένους, από αυτούς που δεν πρόλαβαν να τους στείλουν στην «Ελεύθερη Ελλάδα», που τότε ισοδυναμούσε με την «αποδήμηση εις Κύριον». Και συνεχίζει ο Δαρίβας: «Τους περνούν μέσα από την Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλυσοδεμένους. Υπάρχουν νέοι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι. Όταν ο λαός της Κατερίνης είδε ποιοι ήταν οι κρατούμενοι, έχασε τη μιλιά του. Όλοι άνθρωποι νοικοκυραίοι και παιδιά οικογενειών. Φίλοι και συμμαθητές…μεταξύ αυτών ο συμμαθητής μου Γιαννακός Καραβίδας, ο αδελφός του Βίκτωρ και σειρά άλλων..» (Δαρίβας σελ. 255).
Το «Κράτος» του ΕΑΜ είχε και δικές του φυλακές όχι βέβαια για τους Γερμανούς, οι οποίοι προ και καιρού είχαν ήδη φύγει, αλλά για Έλληνες «αντιδραστικούς». Στις φυλακές αυτές, που βρίσκονταν στην Ιερά Μονή Πέτρας, εγκλείσθηκαν άνθρωποι, Κατερινιώτες «..όπως ο Θεόδωρος Μεταξάς, ο Γεωργούλης, Κτηνίατρος, ο γαμπρός του Νικ. Δίκα, ο Κομπούζης Βασίλειος και τόσοι άλλοι. Και τα ΚουΚουΕδάκια να φωνάζουν: Κρεμάλα! Κρεμάλα!.» (Δαρίβας σελ. 255).