Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Μία παράλληλη ιστορία 900 χρόνια πριν

Το 1082, 60 χρόνια μετά το τέλος των νικηφόρων πολέμων του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου, το λιμάνι-κάστρο και η πόλη του Δυρραχίου πολιορκήθηκε από τους Νορμανδούς. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Κομνηνός, μη έχοντας εμπιστοσύνη στην μαχητική αξία του στρατού του, ζητά την βοήθεια των Βενετών για την υπεράσπισή του. Άλλο που δεν ήθελαν εκείνοι, ρίχνουν τον στόλο τους στην Αδριατική και διώχνουν τους «πειρατές της Σικελίας» Νορμανδούς.
Ταυτόχρονα, ήλθε και η ώρα της ανταμοιβής τους:
ο αυτοκράτορας απαλλάσσει τα εμπορικά τους πλοία από την υποχρέωση να πληρώνουν τέλη ελλιμενισμού, φόρους εκφόρτωσης των εμπορευμάτων τους, καταβολής διοδίων στην Βυζαντινή επικράτεια. Πλήρης απαλλαγή. Μηδέν τοις εκατό, όταν για όλους τους υπόλοιπους ίσχυε 10%. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι του δημόσιου ταμείου δεν επιτρεπόταν να ελέγξουν τα εμπορεύματά τους ή να απαιτήσουν φόρο. Επίσης, επετράπη η ελεύθερη εγκατάσταση των Βενετών εμπόρων οπουδήποτε στην βυζαντινή επικράτεια, η επίταξη υπέρ τους κάθε αποθήκης και οικίας που τους ικανοποιούσε. Εκτός αυτών, στους Βενετούς παραχωρήθηκαν ιδιαίτερες προκυμαίες και συνοικία στην Κωνσταντινούπολη με δύο εκκλησίες που επιχορηγούσε το βυζαντινό κράτος…
Έτσι, οι Βενετοί, όχι μόνον πλούτιζαν υπερβολικά, αλλά στερούσαν από το βυζαντινό κράτος σημαντικά έσοδα. Εκτός από το κράτος, εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από τις προνομιακές συμβάσεις των Βενετών, ήταν φυσικά οι αστοί της μεσαίας τάξης (καταστηματάρχες, πλοιοκτήτες, έμποροι), οι οποίοι περιέπεσαν σε περιθωριακό ρόλο στην οικονομία και το εμπόριο. Όμως, ουδείς δικαιούτο να διαμαρτυρηθεί, καθώς σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα προβλέπεται πως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αντιταχθεί στην θέλησή του, διότι οι Βενετοί είναι θεράποντες του θρόνου του. Άρα δρουν προς το συμφέρον όχι ίδιον, αλλά της Αυτοκρατορίας!
Στην συνέχεια και με αφορμή νέο κίνδυνο, από τους Σταυροφόρους αυτήν την φορά, ο Αλέξιος ζητά εκ νέου την βοήθεια των Βενετών. Αντιλαμβανόμενος πως πρέπει να περιορίσει την ισχύ τους, ζητά βοήθεια και εκ μέρους των Πιζάνων αυτή την φορά (ελπίζοντας ίσως πως θα φαγωθούν μεταξύ τους οι Ιταλοί) παραχωρώντας τους εξίσου δελεαστικά προνόμια και χαμηλότατη φορολόγηση (4%). Οι Ιταλοί όμως, όχι μόνον δεν «φαγώθηκαν», αλλά τα βρήκανε μεταξύ τους και σαν βδέλλες ρουφούσαν από κοινού το αίμα του κράτους και των πολιτών.
Για να μην τα πολυλέμε, ο διάδοχος του Αλεξίου, Ιωάννης Κομνηνός, προσπάθησε να βάλει φρένο στους Ιταλούς, χωρίς να το καταφέρει. Και στην συνέχεια ο δικός του διάδοχος, Μανουήλ Κομνηνός, για να περιορίσει την επιρροή του βενετικού και πιζάνικου κεφαλαίου, ανοίγει δρόμο στους Γενουάτες, μιμούμενος τον παππού του.
Πώς τελειώνει η ιστορία; Εκατό χρόνια κράτησε αυτό το χάλι, οι επαχθείς διομολογήσεις. Το σύμπαν βυθίζεται στην αναρχία, η «λατινόφιλη» πολιτική του βασιλιά, εξοργίζει τον βυζαντινό λαό και αποδοκιμάζεται. Λατίνοι κυβερνούν τον τόπο, όχι επίσημα μεν, αλλά με την αυτοκρατορική ανοχή και επιβολή, συμπεριφέρονται αλαζονικά, λειτουργούν ως κάτοχοι της χώρας, επιβάλλουν την μόνιμη παρουσία τους και τα «θέλω» τους, «περιφρονούν καθετί το ελληνικό, παραβιάζουν προκλητικά τις οδηγίες της αυτοκρατορικής εξουσίας, με το πρόσχημα ότι οι νόμοι δεν ισχύουν γι’ αυτούς» (Gerard Walter, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, εκδόσεις «Παπαδήμας» 2002, σελ. 156).
Αυτό που ανεμένετο να συμβεί, τελικά συνέβη. Ένα άγριο πλήθος, ερεθισμένο και ξαναμμένο από τους ανθρώπους του Ανδρόνικου Κομνηνού, έκανε επίθεση στην ιταλική συνοικία όπου έμεναν 30.000 Ιταλοί και δεν έμεινε ρουθούνι.
Κάτι σας θυμίζει η ιστορία αυτή; Ζούμε στο 1082; Ή απλώς επαναλαμβάνεται η ιστορία;