Η Διοίκηση του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) παρέθεσε την Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014 συνέντευξη τύπου, με αφορμή τη δημοσίευση των στοιχείων για την επίδοση των ελληνικών εξαγωγών του 2013 από την ΕΛΣΤΑΤ.
Στη συνέντευξη τύπου παρουσιάστηκαν τα στοιχεία για την πορεία των ελληνικών εξαγωγών
το 2013, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα της έρευνας που διενήργησε τις τελευταίες 2 εβδομάδες το ΙΕΕΣ (Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών & Σπουδών) του ΣΕΒΕ για τα προβλήματα, το λειτουργικό κόστος & την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, μέσω ερωτηματολογίων σε 100 και πλέον επιχειρήσεις.
Οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις για έκτη συνεχή χρονιά από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης κατάφεραν όχι μόνο να μείνουν όρθιες αλλά και να προσφέρουν το οικονομικό τους χρέος στην πατρίδα συνεισφέροντας με 15,2% στον παραγόμενο πλούτο της χώρας (ΑΕΠ). Αυτό συνιστά ένα μικρό «οικονομικό θαύμα», καθώς από το 2009 μέχρι και σήμερα οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν συνολικά κατά 57,1%, ενώ η απόδοσή τους το 2013 συγκριτικά με το 2012 παραμένει σταθερή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Έλληνες εξαγωγείς τα έξι τελευταία χρόνια είχαν να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του εσωτερικού περιβάλλοντος - πρόβλημα ρευστότητας, αυξημένο ενεργειακό, μεταφορικό, μη μισθολογικό κόστος - και ταυτόχρονα τις τεράστιες αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος - κυρίως στη Λεκάνη της Μεσογείου, οι οποίες συνέβησαν σε παραδοσιακούς πελάτες για την χώρα μας, όπως στην Αίγυπτο (13ος εξαγωγικός εταίρος για τη χώρα μας), στην Κύπρο (5ος εξαγωγικός εταίρος) και στην Τουρκία (1ος εξαγωγικός εταίρος). Το γεγονός όλων των γεωπολιτικών αναταράξεων που συμβαίνουν γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία συνιστούν επιπλέον λόγους για τους οποίους η Ελλάδα θα πρέπει να έχει οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, η οποία είναι ικανή και απαραίτητη συνθήκη για την ανάπτυξη του συνόλου της εξωστρέφειας, δηλαδή των εξαγωγών και του τουρισμού που είναι οι δύο βασικοί πυλώνες ανάπτυξης της χώρας.
Παρόλες αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, οι Έλληνες εξαγωγείς κατάφεραν σε επίπεδο τετραετίας να ενισχύσουν σημαντικά τη δραστηριοποίησή τους στις διεθνείς αγορές, συνεισφέροντας με €27,5 δις στην ελληνική οικονομία (ιστορικό ρεκόρ εξωστρέφειας για την χώρα), ενώ απασχολούν περισσότερους από 200.000 εργαζομένους.
Θεωρούμε θετικές τις πρόσφατες εξαγγελίες της Κυβέρνησης για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, με τη μείωση κατά 15% του κόστους φυσικού αερίου και κατά 20% του κόστους ρεύματος (ΔΕΗ) για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες και φυσικά αυτό μένει να αποδειχθεί στην πράξη. Σε ό,τι αφορά το μη μισθολογικό κόστος, ο ΣΕΒΕ παραμένει σταθερός στην άποψή του ότι η πτώση του μη μισθολογικού κόστος κατά 3,9% θα πρέπει να έχει άμεση εφαρμογή.
Είναι αναγκαίο να υπάρξει κάποια ρύθμιση αναφορικά με την κοινή θέση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γεώργιου Προβόπουλου – όπως αποτυπώνεται στην πρόσφατη σχετική έκθεση - και του ΣΕΒΕ για το διαχωρισμό στην χρηματοδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων από τις μη εξαγωγικές -διαχωρισμός που αφορά κυρίως στην επάρκεια κεφαλαίων και σε χαμηλότερα επιτόκια.
Αν δεν βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και την δεν ενισχύσουμε την καινοτομία μας δεν θα μπορέσουμε να αυξήσουμε την εξωστρέφειά μας. Πρόταση του ΣΕΒΕ και εθνικός στόχος είναι με ορίζοντα το 2020 η συνεισφορά της εξωστρέφειας (εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, τουρισμός, ναυτιλία, άμεσες ξένες επενδύσεις) σε ποσοστό 50% στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, επένδυση σε Έρευνα & Ανάπτυξη το 1,5% του ΑΕΠ, συνεισφορά της μεταποίησης στο 20%του ΑΕΠ και μείωση της ανεργίας στα επίπεδα του κοινοτικού μέσου όρου του 12% για τον ίδιο χρονικό ορίζοντα.
Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και την ανάλυση του ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ για το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο αγαθών, οι ελληνικές εξαγωγές συμπ. των πετρελαιοειδών το 2013 κατέγραψαν οριακή στασιμότητα συγκριτικά με το 2012, ενώ σε αξία ανήλθαν σε €27,5 δις.Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών οι ελληνικές εξαγωγές το 2013 μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 2,1%, ενώ σε αξία ανήλθαν σε €16,8 δις. Οι εισαγωγές μειώθηκαν αντίστοιχα κατά 4,9% διαμορφώνοντας εμπορικό έλλειμμα βελτιωμένο κατά 11% που σε αξία ανήλθε σε €19,3 δις. Η συνεισφορά των ελληνικών εξαγωγών στο ΑΕΠ το 2013 υπολογίζεται σε 15,2%. Κλαδικά, πλην των πετρελαιοειδών, το 2013 ανοδική πορεία από τους βασικούς μας εξαγωγικούς κλάδους σημείωσαν τα λίπη & έλαια (41,7%), τα μη μεταλλικά ορυκτά (15,7%), τα γαλακτοκομικά (13,1%), τα φαρμακευτικά προϊόντα (8,9%), οι νωποί καρποί & φρούτα (8,8%) και τα παρασκευάσματα φρούτων & λαχανικών(0,5%). Αντίστοιχα η παρουσία των ελληνικών προϊόντων το 2013 ενισχύθηκε στις παραδοσιακές αγορές: Ιταλία (15,4%), Ην. Βασίλειο (13,6%), Ισπανία (6,6%),Γερμανία (1,2%), ενώ λόγω των πετρελαιοειδών πλέον στους βασικούς μας εξαγωγικούς προορισμούς συμπεριλαμβάνονται το Γιβραλτάρ, η Λιβύη, η Αίγυπτος και ο Λίβανος.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας του ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ για τα προβλήματα, το λειτουργικό κόστος & την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην οποία ανταποκρίθηκαν 120 επιχειρήσεις – στην πλειονότητά τους μεταποιητικές & εξαγωγικές – που παρουσίασε ο κ. Λακασάς προκύπτει ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα και τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι η έλλειψη ρευστότητας (63%), το υψηλό ενεργειακό κόστος (60%), το υψηλό μεταφορικό κόστος (60%), η γραφειοκρατία (70%), το φορολογικό καθεστώς (76%), το Μη μισθολογικό κόστος (68%) και οι φόροι σχετικά με την ακίνητη περιουσία (72%). Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι σχεδόν το 79% των ερωτηθέντων αναφορικά με το φορολογικό καθεστώς πρότεινε την απλοποίηση και τη σταθερότητά του, ενώ είναι εμφανές ότι το κόστος των αμοιβών των εργαζομένων δεν αποτελεί πρόβλημα για τις επιχειρήσεις (το 70% απάντησε ότι τους επηρεάζει καθόλου έως μέτρια).
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το στοιχείο που προέκυψε σχετικά με την εξαγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων για το 2013, δεδομένων βέβαια και των συνθηκών. Συγκεκριμένα, το 46% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι οι εξαγωγές τους κατά το περασμένο έτος αυξήθηκαν, 23% παρέμειναν στα ίδια επίπεδα και περίπου το 31% ότι κατέγραψαν μείωση.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας ο κ. Λακασάς τόνισε ότι, όπως προκύπτει από αυτή, τόσο το ενεργειακό, όσο και το μη μισθολογικό κόστος είναι καίριας σημασίας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τόνισε ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την επιβίωση των επιχειρήσεων και φυσικά τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, ενώ πρόσθεσε ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα κάτι έχει αρχίσει να βελτιώνεται σταδιακά σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και συντελεστών παραγωγής. Συμπληρωματικά, σε σχέση με το ενεργειακό πρόβλημα, ίσως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, μια αποτελεσματική λύση θα ήταν η θέσπιση της Ελληνικής ΑΟΖ, εντός της Ελληνικής Προεδρίας στην Ε.Ε, γεγονός που θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την επιστροφή της χώρας μας στις αγορές το συντομότερο και θα επιτρέψει την ενεργειακή μας αυτονομία.
Συμπληρωματικά, σχετικά με το θέμα της ενίσχυσης της ρευστότητας και των κεφαλαίων κίνησης των εξαγωγικών επιχειρήσεων, ο κ. Λακασάς αναφέρθηκε στην επιστολή που απέστειλε στον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κ. Κωστή Χατζηδάκη με την πρόταση του ΣΕΒΕ για μετατροπή του Προγράμματος Εξωστρέφεια-Ανταγωνιστικότητα σε ανοιχτό πρόγραμμα, λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος των επιχειρήσεων. Στην ίδια επιστολή ο ΣΕΒΕ επανέφερε το αίτημά του για την κατ’ εξαίρεση ενίσχυση της χώρας μας για τρία χρόνια (μέχρι το 2016) με την εκ νέου ενεργοποίηση ενός ειδικού πλαισίου αντίστοιχου του Προσωρινού Πλαισίου Στήριξης με όριο κρατικών ενισχύσεων τις 500.000€, έτσι ώστε ένα μεγαλύτερο πλήθος επιχειρήσεων να μπορέσει να ενισχυθεί από το ΕΣΠΑ.
Ο ΣΕΒΕ θεωρεί πολύ σημαντική την ψήφιση του νόμου 4242/14 για τον Ενιαίο Φορέα Εξωστρέφειας (Enterprise Greece) και πιστεύει ότι θα πρέπει ο νέος φορέας να συνεργαστεί στενά με τον ιδιωτικό τομέα για τον καθορισμό της στρατηγικής στόχευσης σε αγορές και κλάδους, ενώ αναγκαία είναι η αποκεντρωμένη εκπροσώπησή του στη Βόρεια Ελλάδα.
Επιπλέον, ο Πρόεδρος του ΣΕΒΕ αναφέρθηκε στο σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η απλούστευση και η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος τόσο για τις υφιστάμενες επιχειρήσεις, όσο και για την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Μάλιστα πρότεινε για άλλη μία φορά την καθιέρωση ενός Ενιαίου Φορολογικού Συντελεστή της τάξης του 15%, με δέσμευση για διατήρηση του φορολογικού αυτού συστήματος για τουλάχιστον μία πενταετία, κάτι που όπως πρόσθεσε απαιτεί διακομματική συμφωνία και συνεννόηση. Σημείωσε επίσης ότι, αντί να προχωρούμε σε ουσιαστική απλούστευση και μείωση της γραφειοκρατίας, οι συνεχείς αλλαγές στην φορολογική και ασφαλιστική νομοθεσία το τελευταίο διάστημα με τη θέσπιση υπέρογκων προστίμων για τυπικές παραβάσεις που δεν ανταποκρίνονται στη φοροδοτική ικανότητα των επιχειρήσεων έχουν επιβαρύνει σημαντικά τον φόρτο εργασίας των επιχειρήσεων, έχουν δημιουργήσει σύγχυση και έχουν κλονίσει τις σχέσεις κράτους και επιχειρηματιών και πολιτών.
Σημαντική παράμετρο του επιχειρηματικού κόστους συνιστούν επίσης οι ιδιαίτερα υψηλοί συντελεστές του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Καυσίμων και τα διόδια των αυτοκινητοδρόμων, που πλήττουν, πέραν της ίδιας της παραγωγής, την εμπορευματική μεταφορά και επομένως την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Σημαντική προς την κατεύθυνση της αύξησης της διεθνούς μας ανταγωνιστικότητας θα είναι η αξιοποίηση των συνδυασμένων μεταφορών, με έμφαση για τη Βόρεια Ελλάδα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για το οποίο επείγει δραματικά η παραχώρηση του ΣΕΜΠΟ σε στρατηγικό αξιόπιστο επενδυτή διεθνούς εμβέλειας ως προς τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων που θα πετύχει την επαναπροσέλκυση διεθνών ναυτιλιακών γραμμών και την ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου προς τις αγορές της Ν.Α. αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης και στο σιδηρόδρομο.
Τέλος, ο κ. Λακασάς πρόσθεσε σε όλα τα παραπάνω ότι χώρες με πολύ υψηλότερα επίπεδα εργατικού κόστους και ασφαλιστικών εισφορών από την Ελλάδα έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα που στηρίζονται στην υψηλή προστιθέμενη αξία και την καινοτομία των προϊόντων τους. Για να μπορέσουν επομένως οι ελληνικές επιχειρήσεις να επιβιώσουν στο άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον απαιτείται η δημιουργία καινοτομίας. Σύμφωνα με τον κ. Λακασά, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στα κονδύλια που διαθέτει για έρευνα και καινοτομία και δη για εφαρμοσμένη έρευνα. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία του 2012, η Ελλάδα δαπανά μόλις το 0,69% του ΑΕΠ για επιστημονική έρευνα. Από αυτό το 0,69%, μόνο το 0,23% προέρχεται από ελληνικές επιχειρήσεις. Εθνικός στόχος για επένδυση σε Έρευνα & Ανάπτυξη είναι να προσεγγίσουμε το 1,5% του ΑΕΠ με ορίζοντα το 2020, από όπου το μεγαλύτερο ποσοστό των 2/3 θα πρέπει να δίδεται στην εφαρμοσμένη έρευνα, και το 1/3 στη βασική έρευνα.