Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΔΥΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΠΙΕΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΧΑΝΔΟΛΙΑΣ—ΝΙΚΟΣ Κ. ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΟΛΥΜΠΟΥ
ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
Παρουσιάζοντας πριν από λίγο καιρό το πόνημα του Γ. Μ. Χανδόλια που φέρει τον τίτλο «Τα ιερά προσκυνήματα των Μηλιωτών» έγραφα πως σεβασμός στην ιστορία σημαίνει συλλογική
και προσωπική στράτευση, μεράκι και οργανωτικές ικανότητες έτσι ώστε να μπει ένα λιθαράκι στην ιστορία για να διασωθούν τα τεκμήρια του πολιτισμού, να υψωθεί δηλαδή ένα ανάχωμα αντίστασης στον επελαύνοντα αγοραίο μηχανισμό της λήθης και της ισοπέδωσης.

Τεκμήρια του πολιτισμού είναι λοιπόν και τα δύο βιβλία που κρατώ στα χέρια μου, τεκμήρια της λογοτεχνικής, μυθοποιημένης μηλιώτικης ζωής από τη μια αλλά και τεκμήρια της δημοσιογραφικής συμμετοχής στο συλλογικό μας πράττειν, στα κοινά δηλαδή από την άλλη.

Το βιβλίο του Νίκου Κ. Γραμμένου «Περασμένα μα…όχι ξεχασμένα» (Μάτι, 2012) σε επιμέλεια και γλωσσάρι του Γ.Μ.Χανδόλια, περιλαμβάνει 29 διηγήματα (ηθογραφήματα τα αποκαλεί ο συγγραφέας τους) τα οποία μιλούν για τα περασμένα, την αγροτική δηλαδή ζωή του πιερικού 20ού αιώνα, τη ζωή στο χωριό με οπτική γωνία εκείνην του μόνιμου κατοίκου, του συγχωριανού που συμμετέχει, δρα και παρατηρεί πλευρές της καθημερινής ζωής.

Ευτράπελα, αστείες ιστορίες ή πειρακτικές αναδιηγήσεις («Ο μοσχομπούμπαρος»), ιστορίες από την κατοχή και την αντίσταση («Ο γυρολόγος»), καλαμπούρια και φιλοσοφικότερες προσεγγίσεις  είναι το περιεχόμενο των διηγημάτων του Γραμμένου.

Αυτά όλα έχουν ως τόπο δράσης την περιοχή μας και ειδικότερα την περιοχή της Κάτω Μηλιάς με τα μικροτοπωνύμιά της (Μπριάζα, Μπάρα, Βρία, Λόκοβη, Παλιογριάτσανο, Τραχανάδικα κλπ), τις εκκλησιές και τους ανθρώπους της, τις ασχολίες και τα επαγγέλματά τους, το γλωσσάρι και τις ιδιοτροπίες των απλών ανθρώπων («Ο μοσχομπούμπαρος»). Αυτό δίνει στα κείμενα κίνηση,  ζωντάνια αφού οι ιστορίες είναι αυθεντικά συμβάντα έτσι όπως η μνήμη του συγγραφέα τα αναπλάθει ενώ από την άλλη τα ονόματα των ηρώων επιτρέπουν στον ομοχώριο να ταυτιστεί μαζί τους και να θυμηθεί, να γελάσει ή να νοσταλγήσει.

Το βιβλίο του Γιώργου Μ. Χανδόλια «Δημοσιογραφικά πρωτόλεια» (το τέταρτο, 2013) τυπώθηκε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και απαρτίζεται από 50 περίπου μικρά κείμενα τα οποία δημοσιεύθηκαν σε διάστημα 14 μηνών στην εφημερίδα της Κατερίνης «Πιερικοί αντίλαλοι» την περίοδο 1980-1981. Χωρισμένο σε τρεις ενότητες (χρονογραφήματα, ρεπορτάζ, επικαιρότητες) το υλικό περιλαμβάνει άρθρα του Χανδόλια εξ αφορμής επίκαιρων γεγονότων (πολιτικών, κοινωνικών. Δημοσιογραφικών) μέσα από τα οποία ο συντάκτης τους παίρνει θέση, ασκεί κριτική και υπερασπίζεται τις απόψεις του.

Τα περισσότερα από τα κείμενα αυτά μένουν σήμερα ως τεκμήρια μιας έντιμης και συνεπούς ιδεολογικής πορείας και όχι κατανάγκην ως δείγματα ενός είδους. Σε αυτά ασκείται έντονη κριτική για το φαινόμενο ας πούμε των καταλήψεων στα σχολεία («Καταλήψεις») ή σε πλευρές της νεοελληνικής κακοδαιμονίας («Ο ξένος δάκτυλος και η Τουρκοκρατία»), ένα ωραίο κείμενο στο οποίο καταδικάζεται η αντίληψη πως για όλα τα δεινά φταίνε οι ξένοι, χωρίς ωστόσο κατά τη γνώμη μου να προσφέρουν κάτι διαφορετικό από όσα ήδη γνωρίζουμε.

Αντίθετα, υπάρχουν 3 χρονογραφήματα που παρουσιάζουν αυξημένο  αναγνωστικό ενδιαφέρον και τα οποία δείχνουν μια εξαιρετική πολιτική, οικολογική και συναισθηματική εγρήγορση του Μηλιώτη φίλου Γ.Μ. Χανδόλια: «Προστασία του περιβάλλοντος και …άλλα τινά» (μια χιουμοριστική και έξυπνη καταγραφή των προβλημάτων της ζωής ενός χωριού), «Όνειρο θερινής νυκτός» (μία καυστική πλην αληθινή κριτική στην έλλειψη ανταπόκρισης και στον παχυδερμισμό των υπευθύνων της τοπικής αυτοδιοίκησης) και «Φθινοπωρινά» (ένας λυρικός έπαινος στα συναισθήματα που προκαλεί στον ευαίσθητο δέκτη και πολίτη της πιερικής γης ο ερχομός του φθινοπώρου). Μικρό δείγμα αυτής της ευαισθησίας η παράγραφος που ακολουθεί: «Έχει μιαν ανείπωτη γλύκα αυτή η θαυμαστή αλλαγή της φύσεως. Έξω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένα ελαφρό αεράκι αναδιπλώνεται, γεμάτο ανατριχίλα, θλιβερό προμήνυμα μιας ζωής που τελειώνει. Το νιόβρεχτο χώμα αναδίνει τη μεθυστική μυρουδιά της γης, που ατέλειωτους αιώνες φιλοξενεί αγόγγυστα την ανθρώπινη υπεροψία. Και πάνω στη φιλόξενη αγκαλιά της οι ανάλαφρες αναρριπίσεις του ψυχρού βοριά, θα ενταφιάζουν σε λίγο καιρό ασταμάτητα τις πολύχρωμες ανταύγειες των φύλλων, που κουρασμένα θα εγκαταλείπουν ένα-ένα τα μισόγυμνα δέντρα» (σ. 29).