Ο Τεισίας ήταν μαθητής του φημισμένου εξίσου ρητοροδιδάσκαλου και πολιτικού Κόρακα, που είχε διακριθεί τον πέμπτο αιώνα στις Συρακούσες, ως έξοχος δικανικός ρήτορας. Χαρακτηριστική της ρητορικής δεινότητας των δύο ρητόρων, μαθητού και δάσκαλου ήταν η εξής ιστορία, που διηγούνταν στις Συρακούσες:
Όταν ο Τεισίας ήταν νεαρός ακόμη, επισκέφθηκε τον Κόρακα και του ζήτησε να του μάθει την τέχνη της ρητορικής. Όμως επειδή ακόμη κι αν πουλούσε όλη του την περιουσία δεν θα έφτανε να πληρώσει ούτε τα μισά δίδακτρα συμφώνησαν ότι θα τον πλήρωνε, όμως, μόνο αν τον έκανε καλό ρήτορα και κέρδιζε την πρώτη του δίκη στο δικαστήριο.
Ο Κόρακας δέχτηκε. Ο Τεισίας έγινε, μετά τετραετή διδασκαλία, εξαίρετος πράγματι ρήτορας, αλλά δεν ανελάμβανε να συνηγορήσει σε δικαστήριο, για να αποφύγει την πληρωμή. Ο Κόρακας αναγκάστηκε να καταγγείλει το μαθητή του στα δικαστήρια.Πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε τότε σ’ αυτή τη δίκη, για να παρακολουθήσει τη μονομαχία ανάμεσα σε δάσκαλο και σε μαθητή.
Ο Κόρακας εξήγησε στους δικαστές τη συμφωνία, που είχε κάνει με τον Τεισία και τέλειωσε με αυτά τα λόγια: «Και τώρα, ω δικαστές, αποφασίστε. Σας ειδοποιώ όμως, πως μου είναι αδιάφορο τι απόφαση θα βγάλετε. Γιατί είτε τον καταδικάσετε τον Τεισία είτε τον αθωώσετε, εγώ τα λεφτά μου θα τα πάρω»! Οι δικαστές του ζήτησαν να εξηγήσει. Ο Κόρακας συνέχισε: «Αν το δικαστήριο αποφανθεί, πως οφείλει να με πληρώσει ο μαθητής, σύμφωνα με την απόφασή του, θα με πληρώσει φυσικά. Αν όμως αποφασίσετε, πως δεν υποχρεούται να με πληρώσει, τότε ο μαθητής μου θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, οπότε, με βάση τη συμφωνία μας, οφείλει να με πληρώσει».
Οι δικαστές έμειναν έκπληκτοι. Αλλά ανέβηκε τότε στο βήμα ο νεαρός Τεισίας και είπε:
«Και εγώ αδιαφορώ για την απόφαση του δικαστηρίου. Γιατί ότι και αν αποφασίσετε, δεν οφείλω καμιά πληρωμή». Στην νέα έκπληξη των δικαστών ο Τεισίας συνέχισε: «Αν το δικαστήριο, δηλαδή, αποφασίσει να μην πληρώσω το δάσκαλο, τότε δεν θα τον πληρώσω φυσικά. Αν όμως αποφασίσετε πως πρέπει να τον πληρώσω, τότε θα έχω χάσει την πρώτη μου δίκη, οπότε, κατά τη συμφωνία μας, δεν του οφείλω πληρωμή»! Οι δικαστές, μη ξέροντας ποιόν να πρωτοθαυμάσουν, το δάσκαλο ή το μαθητή είπαν τότε την παροιμιώδη έκτοτε φράση:
«Εκ κακού κόρακος κακόν ωόν».
(Σύμφωνα με άλλες – μη έγκυρες- πληροφορίες οι δικαστές τελικά διέταξαν τον ξυλοδαρμό και των δύο αντιδίκων, γιατί τους τρέλαναν !)