Δεκάδες ήταν οι φίλοι του H. Μαμαλάκη που τρόμαξαν, όταν διάβασαν το κείμενο που έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook («αύριο το απόγευμα στις
17.00 αυτοκτονώ»), το οποίο, όπως ήταν φυσικό, έκανε αμέσως τον γύρο του διαδικτύου.
Διαβάστε ξανά το κείμενο του Ηλία Μαμαλάκη:
«Καμιά φορά νομίζω ότι ζω από λάθος. Νιώθω μια απέραντη κούραση που μαζεύεται στη βάση του μυαλού μου και στις ωμοπλάτες μου. Ίσως να έχω βουλωμένες καρωτίδες. Λίγο πιο ήρεμος σκέπτομαι ότι, μάλλον, με κούρασε το πολύ κυνήγι. Σε όλη μου τη ζωή …κάτι κυνηγούσα, μια φρουτόκρεμα, μια αγκαλιά, μια μικρή αναγνώριση, μια γυναίκα, την τύχη, ένα πτυχίο, μια εξασφάλιση, το αναπάντεχο, το αδύνατο, ένα γλυκοφάγωτο καρότο που έτρεχε μπροστά μου με την ίδια ταχύτητα με μένα και που είναι της ράτσας «ΕΥΤΥΧΙΑ».
Αδύνατον να την πιάσει κανείς. Ζητάω κάτι, το αποκτώ και αυτόματα θέλω κάτι άλλο. Στιγμιαία υπόθεση η ευτυχία. “Στιγμή” την είπα πριν χρόνια σαν γύριζα στις κουζίνες και στα μονοπάτια του χρόνου. Δεν γίνεται, όμως, να στρογγυλοκαθίσεις και να περιμένεις το απρόσμενο, το αναπάντεχο ή, ακόμα χειρότερα, το τέλος.
Μελαγχολώ θανάσιμα σε στιγμές που μάλλον θα έπρεπε να χαίρομαι. Όπως τώρα που έχω μπροστά μου ένα ηλιόλουστο πάρκο, χαμογελαστές σερβιτόρες φίλες μου θα έλεγα, δυο πιάτα νόστιμο φαγητό. Αλλά, κυρίως, έχω ευρώπουλα να πληρώσω τον λογαριασμό και το ταξί της επιστροφής…
Νυστάζω.
Πριν δυο-τρεις μήνες ένιωσα μεγάλη χαρά όταν έσπασε η αντίστασή μου στο facebook και έφτιαξα και εγώ μια καταραμένη σελίδα. Αλλά μου πέρασε και αυτή η χαρά. Είδα την ωμή πραγματικότητα της κοινωνίας μας. Δεν είναι τυχαίο που οι ανακοινώσεις μπαίνουν πάνω σε έναν τοίχο. Όλοι σκοντάφτουν επάνω του. Όταν μαθαίνουν ότι είναι τοίχος, μαθαίνουν και να τον αποφεύγουν.
Τέτοιο ατομικό παιχνίδι και εσωστρέφεια δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Όλοι γράφουν πράγματα για να δείξουν πόσο σπουδαίοι είναι. Σπάνια τα διαβάζει κάποιος. Όλοι θέλουν να βγάζουν τις δικές τους ανακοινώσεις για να τις διαβάζουν οι άλλοι. Σπάνια υπάρχει ένα τρέμουλο ομαδικό για κάτι που αφορά την κοινωνία.
- Εγώ είμαι πολύ όμορφος
- Εγώ έγραψα το καλύτερο βιβλίο
- Εγώ μαγείρεψα τα καλύτερα φασολάκια
- Εγώ ήπια το καλύτερο ουίσκι
- Εγώ πήγα στο ακριβό εστιατόριο
Και, τέλος, όλοι μαζί πάμε στο διάολο.
Τα like από υποχρέωση δίνουν κανένα πότε-πότε, για να πάρουν και αυτοί με τη σειρά τους.
Δίνω-παίρνω, είναι και αυτό ένα κοινωνικό μάθημα. Σκεπτόμουνα να κάνω ένα πείραμα. Να ανεβάσω στον τοίχο, τον μαντρότοιχό μου, μια μικρή ανακοίνωση.
«Αύριο το απόγευμα στις 17.00 αυτοκτονώ», και δίπλα -συμβολικά- μια κρεμάλα. Κανένας δεν θα ανησυχήσει. Έτσι, λοιπόν, μου ήρθε να σβήσω τη σελίδα μου μια και καλή από το FB.
Ντρέπομαι, όμως, τους λίγους, πραγματικούς φίλους μου, που έγιναν και virtual μέσα στο FB. Ακόμα το σκέπτομαι. Θα δω τι θα κάνω.
Πάντως, μην εκπλαγείτε και, κυρίως, μη με ψάξετε γιατί δεν υπάρχω ως “Ηλίας Μαμαλάκης”, αλλά σαν “Άγγελος του θανάτου”.
Με κούρασαν οι ψευτοφιλίες, με κούρασαν οι προβολές ταλέντων, οι ομορφιές, οι φιγούρες και οι πιρουέτες. Θέλω απλότητα, νόστιμες μπουκιές, πληθωρικά κρασιά, παγωμένα μπυρόνια, ανέμελες παρέες και κρυφό λογαριασμό στην τράπεζα να μπαινοβγαίνω χωρίς να με βλέπει κανείς. Και να είναι βαρβάτος ο λογαριασμός, 2-3 μιλιούνια, όχι φραγκοδίφραγκα, πενηνταράκια.
Ζητάω πολλά;
Απλώς γουστάρω την ελεύθερη, πλούσια και χαρούμενη ζωή».
17.00 αυτοκτονώ»), το οποίο, όπως ήταν φυσικό, έκανε αμέσως τον γύρο του διαδικτύου.
Διαβάστε ξανά το κείμενο του Ηλία Μαμαλάκη:
«Καμιά φορά νομίζω ότι ζω από λάθος. Νιώθω μια απέραντη κούραση που μαζεύεται στη βάση του μυαλού μου και στις ωμοπλάτες μου. Ίσως να έχω βουλωμένες καρωτίδες. Λίγο πιο ήρεμος σκέπτομαι ότι, μάλλον, με κούρασε το πολύ κυνήγι. Σε όλη μου τη ζωή …κάτι κυνηγούσα, μια φρουτόκρεμα, μια αγκαλιά, μια μικρή αναγνώριση, μια γυναίκα, την τύχη, ένα πτυχίο, μια εξασφάλιση, το αναπάντεχο, το αδύνατο, ένα γλυκοφάγωτο καρότο που έτρεχε μπροστά μου με την ίδια ταχύτητα με μένα και που είναι της ράτσας «ΕΥΤΥΧΙΑ».
Αδύνατον να την πιάσει κανείς. Ζητάω κάτι, το αποκτώ και αυτόματα θέλω κάτι άλλο. Στιγμιαία υπόθεση η ευτυχία. “Στιγμή” την είπα πριν χρόνια σαν γύριζα στις κουζίνες και στα μονοπάτια του χρόνου. Δεν γίνεται, όμως, να στρογγυλοκαθίσεις και να περιμένεις το απρόσμενο, το αναπάντεχο ή, ακόμα χειρότερα, το τέλος.
Μελαγχολώ θανάσιμα σε στιγμές που μάλλον θα έπρεπε να χαίρομαι. Όπως τώρα που έχω μπροστά μου ένα ηλιόλουστο πάρκο, χαμογελαστές σερβιτόρες φίλες μου θα έλεγα, δυο πιάτα νόστιμο φαγητό. Αλλά, κυρίως, έχω ευρώπουλα να πληρώσω τον λογαριασμό και το ταξί της επιστροφής…
Νυστάζω.
Πριν δυο-τρεις μήνες ένιωσα μεγάλη χαρά όταν έσπασε η αντίστασή μου στο facebook και έφτιαξα και εγώ μια καταραμένη σελίδα. Αλλά μου πέρασε και αυτή η χαρά. Είδα την ωμή πραγματικότητα της κοινωνίας μας. Δεν είναι τυχαίο που οι ανακοινώσεις μπαίνουν πάνω σε έναν τοίχο. Όλοι σκοντάφτουν επάνω του. Όταν μαθαίνουν ότι είναι τοίχος, μαθαίνουν και να τον αποφεύγουν.
Τέτοιο ατομικό παιχνίδι και εσωστρέφεια δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Όλοι γράφουν πράγματα για να δείξουν πόσο σπουδαίοι είναι. Σπάνια τα διαβάζει κάποιος. Όλοι θέλουν να βγάζουν τις δικές τους ανακοινώσεις για να τις διαβάζουν οι άλλοι. Σπάνια υπάρχει ένα τρέμουλο ομαδικό για κάτι που αφορά την κοινωνία.
- Εγώ είμαι πολύ όμορφος
- Εγώ έγραψα το καλύτερο βιβλίο
- Εγώ μαγείρεψα τα καλύτερα φασολάκια
- Εγώ ήπια το καλύτερο ουίσκι
- Εγώ πήγα στο ακριβό εστιατόριο
Και, τέλος, όλοι μαζί πάμε στο διάολο.
Τα like από υποχρέωση δίνουν κανένα πότε-πότε, για να πάρουν και αυτοί με τη σειρά τους.
Δίνω-παίρνω, είναι και αυτό ένα κοινωνικό μάθημα. Σκεπτόμουνα να κάνω ένα πείραμα. Να ανεβάσω στον τοίχο, τον μαντρότοιχό μου, μια μικρή ανακοίνωση.
«Αύριο το απόγευμα στις 17.00 αυτοκτονώ», και δίπλα -συμβολικά- μια κρεμάλα. Κανένας δεν θα ανησυχήσει. Έτσι, λοιπόν, μου ήρθε να σβήσω τη σελίδα μου μια και καλή από το FB.
Ντρέπομαι, όμως, τους λίγους, πραγματικούς φίλους μου, που έγιναν και virtual μέσα στο FB. Ακόμα το σκέπτομαι. Θα δω τι θα κάνω.
Πάντως, μην εκπλαγείτε και, κυρίως, μη με ψάξετε γιατί δεν υπάρχω ως “Ηλίας Μαμαλάκης”, αλλά σαν “Άγγελος του θανάτου”.
Με κούρασαν οι ψευτοφιλίες, με κούρασαν οι προβολές ταλέντων, οι ομορφιές, οι φιγούρες και οι πιρουέτες. Θέλω απλότητα, νόστιμες μπουκιές, πληθωρικά κρασιά, παγωμένα μπυρόνια, ανέμελες παρέες και κρυφό λογαριασμό στην τράπεζα να μπαινοβγαίνω χωρίς να με βλέπει κανείς. Και να είναι βαρβάτος ο λογαριασμός, 2-3 μιλιούνια, όχι φραγκοδίφραγκα, πενηνταράκια.
Ζητάω πολλά;
Απλώς γουστάρω την ελεύθερη, πλούσια και χαρούμενη ζωή».